Πέμπτη 7 Οκτωβρίου 2010

Αναζητώντας την κοσμική ικανότητά μας να απορούμε!


Δεν έχει περάσει και πολύς καιρός από την ημέρα που συνομιλούσα εγκάρδια μ έναν κύριο 75 χρονών, συνταξιούχο κτηνίατρο. Όπως πλέον μοιάζει προδιαγεγραμμένη η μοίρα κάθε συζήτησης και η δική μας δεν θα μπορούσε να ξεφύγει από τη περιδίνηση γύρω από την περίφημη «κατάσταση» , που έχει εδώ και καιρό εκτοπίσει στο πυρ το εξώτερον κάθε άλλη υπόνοια ενδιαφέροντος .

Μου είπε λοιπόν αυτολεξεί: Η δικιά μου γενιά έχει ζήσει κατοχή, έχει περάσει εμφύλιο και δικτατορίες αλλά σαν τα σημερινά χρόνια δεν έζησε ποτέ.
Η αλήθεια είναι ότι στην αρχή εντυπωσιάστηκα με τον αφορισμό του, όπως θα έκανε κάθε ένας που θα άκουγε από το στόμα ενός ηλικιωμένου ανθρώπου, που έφαγε τα ψωμιά του αλλά ευτυχώς δεν χόρτασε, να συσχετίζει τη σημερινή κατάσταση ακόμα και με την ναζιστική κατοχή.
Με την μετριοπάθεια που επιβάλλει η κάλυψη σαφώς μικρότερης διαδρομής στη ζωή, διαφώνησα μαζί του, αλλά ένιωθα περισσότερο την ανάγκη να τον ακούσω να μου δικαιολογεί την άποψή του, παρά να αναπτύξω ένα δικό μου σκεπτικό. Τελικά η περιέργεια μου έμεινε ανικανοποίητη, όπως αναπάντητο έμεινε το ερώτημα από πού εκπορευόταν τόση μαυρίλα. Εξάλλου, όπως μου εκμυστηρεύθηκε και οικονομικά δεν τα φέρνει και πολύ δύσκολα βόλτα. Και την σύνταξή του την καλή είχε, και δυο διαμερισματάκια που νοίκιαζε διέθετε και φυσικά δικό του ιδιόκτητο σπίτι για να μένει.
Μ αυτά και μ αυτά η κουβέντα έμεινε ανολοκλήρωτη πηδώντας σπασμωδικά από το ένα θέμα στο άλλο, όπως συνηθίζουν οι Έλληνες να κάνουν ακριβώς τη στιγμή που κινδυνεύουν να προσεγγίσουν τον πυρήνα ενός αινίγματος.
Μαζεύοντας λοιπόν αρκετές φορές την μπάλα από την εξέδρα, κατέληξα στο βάσιμο συμπέρασμα ότι η θλίψη του συγκεκριμένου ανθρώπου, η μοιρολατρία και η απαισιοδοξία του που πύκνωσαν τόσο ζοφερά τις γραμμές τους εκείνο το υποφωτισμένο απόγευμα της ζωής του ήταν πρωτίστως ηλικιακές και λιγότερο οικονομικές, κοινωνικές η «καταστασιακές».

Η εποχή μας έχει σαφώς μεγάλες δυσκολίες, κανείς δεν το αρνείται αυτό. Είναι ρευστή, ασταθής, απρόβλεπτη, ενώ διαθέτει και οργανωμένα μαγειρεία κλονισμού της κοινής γνώμης στα οποία παράγεται ο φόβος που εν συνεχεία διαχέεται μέσα από τα τηλεοπτικά δελτία στην κοινωνία. Όμως σε σχέση με άλλες εποχές είναι μια εποχή ευμάρειας. Σου δίνει ευκαιρίες να κάνεις πράγματα, να διαδραματίσεις ρόλους, να συναντήσεις ανθρώπους, να διασκεδάσεις, να μάθεις, να βιώσεις συναισθήματα, να κάνεις ταξίδια, να δημιουργήσεις το δικό σου μικρό σύμπαν ενδιαφερόντων και εμπειριών. Σου δίνει πλασματικές ευκαιρίες, αποπροσανατολιστικές, αλλά και πραγματικές. Με μεγαλύτερη την δυνατότητα να φτιάξεις τις δικές σου ευκαιρίες, να κτίσεις τα δικά σου ταπεινά όνειρα, να τα χρωματίσεις μ ένα χρώμα όχι εκτυφλωτικό, αλλά θερμό και ανθρώπινο. Καρτερεί από σένα να ξύσεις την επιφάνεια των πραγμάτων και να αναζητήσεις την δική σου ουσία.

Είναι ένας κόσμος συγχυσμένος ο σημερινός κι όχι απαραιτήτως άσχημος. Η γκρίνια είναι πολλές φορές δικαιολογημένη, ενώ άλλες εκφράζεται από κεκτημένη ταχύτητα. Το σίγουρο όμως είναι ότι καθοριστικό ρόλο στην ταμπελίτσα που θα προσδώσουμε σε κάθε περίοδο της ζωής μας παίζει η ηλικία μας και όχι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της εποχής. Έτσι, φαντάζομαι ότι για ένα παιδάκι, η δύσκολη και τραχιά περίοδος της ναζιστικής κατοχής μπορεί να περιείχε και κάποιες όμορφες, θετικές αναμνήσεις που θα το ακολουθούσαν σε όλη του τη ζωή. Άλλωστε η πιο όμορφη περίοδος της ζωής μας ήταν για όλους μας εκείνη που ακόμα απορούσαμε. Που αναρωτιόμασταν γιατί γίνονται τα πράγματα με τον ένα τρόπο και όχι με τον άλλο. Τότε που ψάχναμε την αλήθεια, χωρίς φυσικά να την ονομάζουμε έτσι, με τον τρυφερό, επιπόλαιο αλλά και αφοπλιστικό τρόπο που συνήθως χαρακτηρίζει τα παιδιά.
Και κατά περίεργο τρόπο, η ζωή άρχισε να μας δείχνει το πιο σκληρό της πρόσωπο και να μας καταβάλλει όταν σταματήσαμε να αναζητούμε και να θαυμάζουμε.
Η θλίψη λοιπόν αυτή καθ αυτή που προκαλείται από την αδρανοποίηση της έμφυτης περιέργειάς μας, η αραχνοΰφαντη πλήξη που προκαλεί η ευμάρεια του σύγχρονου κόσμου, κι ο γοητευτικός εφησυχασμός μιας διάστασης γυάλινης και ψηφιακής ξεπερνούν σε βάρος κάθε άλλη σκοτούρα, κάθε καημό και βάσανο.
Κι ο φόβος, οποιοσδήποτε φόβος, καλλιεργούμενος, αυτοτροφοδοτούμενος ή υπαρξιακός προελαύνει σαν στρατηλάτης σε κατηφόρα μόνο από τη στιγμή που εμείς οι ίδιοι εγκαταλείπουμε την ασπίδα προστασίας που μας χάρισε η ζωή για να αποκρούσουμε τις συμπαντικές καταιγίδες. Το θάρρος, δηλαδή, να θέτουμε ερωτήματα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου