Τρίτη 8 Φεβρουαρίου 2011

Πατρίς, ομάδα, οικογένεια

Οι Σέρβοι χρησιμοποιούν μια εξαιρετική θυμοσοφία για να αναδείξουν την αγάπη τους για τον «βασιλιά των σπορ». Λένε, λοιπόν, ότι το ποδόσφαιρο, είναι το σημαντικότερο από τα δευτερεύοντα πράγματα της ζωής. Θέλοντας μ αυτό τον τρόπο να βάλουν ένα σαφή, διακριτό και σκόπιμο διαχωρισμό μεταξύ των δύο πεδίων, οι παραδοσιακοί λάτρεις του αθλητισμού επιχειρούν ταυτόχρονα να επισημάνουν και το πόσο σημαντικό είναι για μια κοινωνία να παραμένει σταθερά προσανατολισμένη στα σημαντικά ζητήματα που καθορίζουν την ποιότητα της ζωής της.


Έστω, όμως και έτσι, η εν λόγω παροιμία υπερβάλλει αρκετά, καθώς μεταξύ των υποτιθέμενων δευτερευόντων πραγμάτων της ζωής συμπεριλαμβάνονται αρκετές σημαντικές εκδηλώσεις της ανθρώπινης σκέψης που δεν είναι δυνατό να συγκριθούν με την σημαντικότητα ενός παιχνιδιού.


Αυτοί τουλάχιστον προσπάθησαν να εκφράσουν την ανάγκη ενός σαφούς και ρητού διαχωρισμού ακόμα και αν στην πραγματικότητα παραμένουν εξίσου προσκολλημένοι σε μια βαλκανική προσέγγιση του θέματος, που εξάπτει τα πάθη και συνδέει το ιδιωτικό γόητρο με το οπαδικό.


Στη χώρα μας, η κατάσταση έχει ξεφύγει από κάθε μέτρο εδώ και πολλά χρόνια κι έχει εκτραχυνθεί επικίνδυνα.Το ποδόσφαιρο και τα παρελκόμενά του έχουν καταπιεί τα πάντα και μοιάζουν σαν να έχουν αντικαταστάσει την ίδια τη ζωή. Τα ειρηνικά χρόνια που ζούμε στιγματίζονται από μικρούς καθημερινούς πολέμους που αντανακλούν την ανάγκη των μαζών να εκφράσουν με επιθετικό τρόπο τα ερεθισμένα τους ένστικτα.Οι βίαιες εκδηλώσεις οπαδών βρίσκονται πια σε καθημερινό παράρτημα. Το πεδίο δράσης τους έχει μεταφερθεί στην πιο στενή και προσωπική καθημερινότητα. Ατενίζουν το μέλλον με μίσος και θυμό απέναντι σε οτιδήποτε διαφορετικό, σχεδιάζουν και εκτελούν οργανωμένες επιθέσεις εναντίον συνδέσμων άλλων φιλάθλων, ενώ καθημερινά πυκνώνουν και τα μεμονωμένα περιστατικά. Καίνε καφετέριες, διαλύουν θέατρα, επιτίθενται σε γυναίκες και παιδιά, πάντα πολλοί εναντίον λίγων. Αντλούνε από τη μαζικότητα το θάρρος που τους αρνείται η ατομικότητά τους.Θα λεγε κανείς ότι είναι προτιμότερο να βιώνουμε πολλούς μικρούς πολέμους παρά έναν μεγάλο και πραγματικό, αν έπρεπε να διαλέξουμε μια από τις δύο δυνατότητες αποσυμπίεσης του εθνικού θυμικού. Όμως ετούτο το επιχείρημά σε πλήρη ανάπτυξη, θα αποδεικνυόταν τελικά αίολο και εξαιρετικά ανεπαρκές.
Κι αυτό διότι οι παράμετροι αυτών των μικρών καθημερινών πολέμων είναι τόσες πολλές και σύνθετες που έχουν δηλητηριάσει την συνολική καθημερινότητα μας. Μπορεί να μην έχουμε τα ανθρώπινα θύματα που σπείρει ένας πόλεμος, αλλά έχουμε μια πληγωμένη κοινωνία και κατεστραμμένες ζωές ανθρώπων που θα ζήσουν χωρίς να έχουν ζήσει. Ο τυφλός φανατισμός, το μίσος, η αδιαλλαξία, η άγνοια κινδύνου η μισαλλοδοξία των γηπέδων και η έλλειψη σεβασμού για τη ζωή του άλλου, έχουν ποτίσει τον καθημερινό άνθρωπο μέχρι τα κόκαλα. Η πλειοψηφία των Ελλήνων φέρεται σαν να χρειάζεται κάποιον για να μισεί ενώ ταυτόχρονα τροφοδοτεί με απεριόριστες ποσότητες ενέργειας αυτό της το μίσος. Παράλληλα αναζητάει εύκολες και γρήγορες χαρές και επικρατήσεις χωρίς πραγματικό αντίτιμο, απαιτώντας ,όμως, από κάποιον τρίτον να τις εγγυηθεί.
Ο διχασμός είναι πολύπλευρος και θεαματικός. Αποδεχόμενοι αναντίρρητα τους όρους συμμετοχής και θυσιάζοντας την ενέργεια που απαιτείται για μια πραγματική προσπάθεια βελτίωσης των παραμέτρων της ζωής τους, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι στρατολογούνται εθελοντικά για να πολεμήσουν είτε ιδεολογικά είτε και σωματικά στην υπηρεσία μιας ιδέας που έχει μετατραπεί εδώ και καιρό σε brand name για εμπορική χρήση. Την ίδια ώρα, η απόταξη αυτού του πνεύματος παραλληλίζεται με την παλιά εθνική προδοσία. Αντίθετα η απόφασή σου να παραμείνεις στείρος και μονόπλευρος αλλά πάντα αφοσιωμένος σε ένα σωματείο μοιάζει με παράσημο σε καιρό ειρήνης. Απόντος του θεάματος και κάθε αθλητικού ενδιαφέροντος έχει απομείνει πια ζωντανή στον χώρο του ελληνικού επαγγελματικού αθλητισμού μονάχα η ανάγκη για σύγκρουση, επιβεβαίωση, αντιπαράθεση και ωμότητα. Ακόμα και οι παραδοσιακοί συμβολισμοί παραπέμπουν πια σε μια οπαδική σημειολογία, εμψυχώνοντας οπαδούς πάσης φύσεως: επιστήμονες, επιχειρηματίες, υπαλλήλους, άεργους. Τελικά, η αστική πραγματικότητα καθορίζεται από τις απαιτήσεις της νέας μαζικής θεολογίας.


Σημείο των καιρών θα λεγε κανείς πως είναι και μια ακόμη κοινωνική μας πρωτοτυπία: να κυκλοφορεί με ψηλά το κεφάλι, τη Δευτέρα το πρωί, ο οπαδός της ομάδας που κερδίζει, πλημμυρισμένος από ένα γόητρο που του αρκεί. Και προσπερνώντας την αποξηραμένη γη της προσωπικής, πνευματικής και επαγγελματικής του ζωής, να αναμετριέται απευθείας με τον ντροπιασμένο οπαδό κάποιας λιγότερο ισχυρής ομάδας, που μπορεί επίσης να παρακάμπτει το γεγονός ότι διαθέτει και δουλειά και εκπαίδευση και ζωή και πραγματικό προσανατολισμό, για να υπερασπιστεί μια ματαιότητα που μοιάζει με αξία ζωής. Άβυσσος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου