Δευτέρα 21 Φεβρουαρίου 2011

Η γοητεία της μισής αλήθειας…



πίνακας: Jan Berrange

Δεν εξαντλείται εύκολα η συζήτηση γύρω από τη σκοπιμότητα της ύπαρξης ενός δεσμευτικού μνημονίου για την Ελλάδα. Ενός οδικού χάρτη που θεωρητικά θα οδηγούσε τη χώρα στην έξοδο από την πολυεπίπεδη κρίση και το οικονομικό αδιέξοδο ανανεωμένη, αλλαγμένη, ωριμασμένη, ελπίζουμε όλοι. Κι αυτό συμβαίνει επειδή όσοι αναγνώριζαν την ύπαρξη δύο πατρίδων στην συσκευασία της μίας έρχονται σήμερα αντιμέτωποι με τις ίδιες τους τις διαπιστώσεις. Εκείνες που αποκαλύπτουν ότι στην Ελλάδα υπάρχει και ένας τομέας διαχρονικά πλεονασματικός: αυτός της υποκρισίας και των εκατοντάδων εφαρμογών της.

Ας μη γελιόμαστε λοιπόν: από μόνοι μας δεν υπήρχε περίπτωση να φέρουμε καμία απολύτως αλλαγή στη χώρα. Οι αλλαγές έπρεπε να επιβληθούν για τους ίδιους λόγους που οι εποχούμενοι κινούνται στα αποδεκτά όρια ταχύτητας μόνο όταν υπάρχουν ραντάρ και τροχονόμοι στους δρόμους, που οι μαθητές διαβάζουν μόνο όταν κινδυνεύουν να χάσουν τη χρονιά, που οι καπνιστές κόβουν την βλαβερή τους συνήθεια μόνο όταν θορυβούνται μπροστά στα ευρύματα κάποιων εξετάσεών τους. Επειδή δεν έχει αναπτυχθεί η αίσθηση του χρέους, της προσωπικής ευθύνης, του αυτοελέγχου, στοιχεία που η έλλειψη τους συνεπάγεται περισσότερη καταστολή, περισσότερη κηδεμονία, λιγότερες ελευθερίες. Εξάλλου, είναι τέτοια η φύση αυτού του λαού που δύσκολα ενεργοποιείται, αν δεν εξαναγκασθεί, κι ακόμα πιο δύσκολα πράττει το σωστό αν δεν αντιμετωπίζει την απειλή κάποιας τιμωρίας. Είναι μια διαπίστωση που μας αδικεί επειδή υπάρχει κι όχι επειδή την εκφράζουμε. Ο Έλληνας δεν είναι τεχνοκράτης για να αντιληφθεί ότι κάθε παράβλεψη και λάθος του σε παρόντα χρόνο αποκτά πολλαπλασιαστική ισχύ στο μέλλον. Ότι, συσσωρεύεται, συγκρατείται και δεν απορρίπτεται από το κοινωνικό σώμα. Ζει το παρόν με τον απόλυτο τρόπο που το ζει ένα συναισθηματικό ον και αφήνει το μέλλον στις βουλές της ανώτερης δύναμης. Δεν μπαίνει σε καλούπια, δεν υπακούει σε αρχές, δεν συντάσσεται σε κανόνες ενός πιο οργανωμένου πλαισίου και άλλα πολλά «δεν» που έχουν μετατρέψει τη χώρα του σ αυτό που είναι σήμερα, εμποδίζοντάς την να ξεπεράσει τις καταγεγραμμένες δυνατότητές της.

Κάθε τόσο λοιπόν υποδαυλίζεται από νέες εξελίξεις η συζήτηση γύρω από το ρόλο της τρόικα και τη σημασία του μνημονίου:

Τη μια φορά, θα αποκαλυφτεί ότι ο πρωθυπουργός αποκάλεσε τη χώρα διεφθαρμένη και θα πέσουμε όλοι από το σύννεφα με το πολιτικό του θράσος. Την άλλη ότι η κυβέρνηση γνώριζε την πραγματική κατάσταση της οικονομίας όταν παρέλαβε την εξουσία από τη Νέα Δημοκρατία και μας εξαπάτησε προεκλογικά. Εσχάτως θα πληροφορηθούμε ότι ο κ. Παπανδρέου είχε ζητήσει από το 2009 τη συνδρομή του ΔΝΤ και θα βγούμε από τα ρούχα μας. Σε όλες, μα όλες τις περιπτώσεις όμως εξακολουθούμε να παριστάνουμε τους ανήξερους, τους ανυποψίαστους, τους αιφνιδιασμένους, του κεραυνόπληκτους και στρέφοντας τα νώτα μας στις αιτίες να δαιμονοποιούμε τα αποτελέσματα που μας εξαναγκάζουν να ακολουθήσουμε το δρόμο της δυσκολίας και της αναπροσαρμογής. Της αναθεώρησης και της επανατοποθέτησης.

Όμως, το μοναδικό ερώτημα, στο οποίο πρέπει να απαντήσουμε, αν θέλουμε να εξιχνιάσουμε όλα τα υπόλοιπα θέματα είναι ένα: είμαστε έτοιμοι σαν λαός να ακούσουμε και να αποδεχτούμε την αλήθεια; Κι αν ναι, γιατί εξακολουθούμε να πορευόμαστε με γνώμονα τον λαϊκισμό, που αποτελεί τον εξωραϊσμό του ψεύτικου ενδιαφέροντος για την κοινωνία; Ας μη διαμαρτυρόμαστε λοιπόν όταν μας ξεγελούν. Καταβάθος μας αρέσει να μας φέρνουν τα πράγματα μαλακά μαλακά, να πειράζουν δημιουργικά τα λογιστικά στοιχεία, να μη δραματοποιούν τόσο πολύ μια κατάσταση. Θέλουμε μισές αλήθειες και τέτοιες ακριβώς μας δίνουν όλοι τους.

Δεύτερες πραγματικότητες μας επιτρέπουν τελικά να δούμε τις παραμέτρους της ζωής μας συγκριτικά και να κρίνουμε ποιοι ήμασταν, ποιοι είμαστε και τι μπορούμε να πετύχουμε.

Μια από αυτές, είναι ο δύσμοιρος χώρος του ποδοσφαίρου που δεν αγγίχτηκε από κανένα μνημόνιο και από καμιά τρόικα. Παραδομένος στους τσαμπουκάδες, τους μπράβους και τους «ξεπλένηδες» μοιάζει να έχει πέρασε αυτούσιος και απαράλλαχτος στη νέα εποχή για να μας υπενθυμίζει διαρκώς πόσο γρήγορα και καθολικά μπορεί να σαπίσει ένα σύστημα που δεν έχει υποστεί τη βάσανο κάποιων ουσιαστικών και γενναίων παρεμβάσεων.

Να τον κοιτάζουμε λοιπόν τον βασιλιά των σπορ, όπως θα κοίταζε ο Δαμοκλής το σπαθί του για να μας υπενθυμίζει ότι η ανάγκη να αλλάξουμε, να βελτιωθούμε, και να εκσυγχρονισθούμε αποτελεί ζήτημα επιβίωσης που είναι υποτιμητικό να χρήζει περαιτέρω και εξωτερικής κινητροδότησης για να το αντιληφθούμε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου