Και ξαφνικά νυχτώνει, κι ένα θλιμμένο σιντριβάνι
πίνει νερό απ του μνημείου την παλάμη
τον αγγελιοφόρο τον σκοτώσανε τα νέα
πάνω σε άγγελο κατέπεσε η ρομφαία
τα πόδια στις παντόφλες της αργοπορίας
στα πρωινά μια μυστικής αδημονίας
κάτω απ τα δάχτυλα τα ίχνη να υφαίνουν
τους ήχους ασπασμών που ξεμακραίνουν
διαλύει ο χρόνος την απόσταση και νεύει
ένα κομμάτι που απ όλα περισσεύει
μαντατοφόρος με άδεια τσάντα ξεκινάει
τα πιο καλά μαντάτα η κενότητα γεννάει
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου