Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ποιήματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ποιήματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2013

Στο έλεος του Βούδα

Χαθήκαν απ του ορίζοντα τα μάτια οι Δευτέρες
και σαν φωτιά που σβήνει, δες, αχνίζουνε οι φτέρες
σε γκάστρωσα και γέννησες με μιας δύο φεγγάρια
σαν καταιγίδα ξέσπασες και φούσκωσες ποτάμια

σαν καλαμιά που βλάστησε ψήλωσες ένα σώμα
γλυκό χαρχάλεμα ποδιών πάνω στο μαύρο χώμα
δέκα μυρμήγκια στη σειρά τραβάνε ένα στάχυ
μπαμπάκι θηλυκό ακουμπά αρσενικό στη ράχη

δεν είχα πια δυνάμεις, ούτε σθένος να παλέψω
κουφάρια εντόμων και πουλιά και υγρασία απ έξω
τόσο σκληρή τόσο τραχιά του κυδωνιού η φλούδα
πλέαμε μ άγρια θηλυκά στο έλεος του Βούδα

Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2013

Στο Σεν Ζερμέν

Πίνοντας τσάι με κονιάκ
για να αντέξουμε το κρύο
βάζεις το μαύρο σου ανοράκ
με ακουμπάς και λες αντίο

το παρατράβηξα πολύ
μ όλες αυτές τις ιστορίες
στο Σεν Ζερμέν παίζει η Παρί
μα εγώ το σκάω για Βερσαλλίες

να στήσω θέλω ένα πρωϊ
ένα τραπέζι στις Ονδούρες
να σχεδιάζω απ την αυγή
πορτραίτα και καρικατούρες

τη μνήμη γυάλισα ξανά
κι έτρεξε αίμα σα να είχα
μι άσχημη κρεατοελιά
πάνω στον έρωτα που σ είχα

φεύγεις, αλλόκοτή μου εσύ
διδακτικό υλικό και ψώνιο
γιατί έχεις μέσα στην ψυχή
της καταδίωξης δαιμόνιο

κι εγώ σκαλίζω ένα κορμό
κι ένα αγκάθι από τσαμπίρα
με γρατζουνάει στο λαιμό
πετώ και κάνω μία γύρα

Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2013

Νησί



Η σκόνη έγινε τροφή για τα γραφεία
και τα φροντίζει τώρα πού χουν γυαλιστεί
ένας υπάλληλος σε κάποια υπηρεσία
λίστες γεμίζει με ανθρώπινη οσμή

σ ένα αριθμό έχει κολλήσει που δεν πιάνει
και μέρα νύχτα μανιωδώς τον κυνηγά
προσθέτει ονόματα μα το υλικό δε φτάνει
πέφτουν τηλέφωνα και βγάζει μερικά

κι εσύ που ξεκινάς το βράδυ με καράβι
για να σαι το πρωϊ στο απόμακρο νησί
και βλέπεις με το πρώτο φως που τρεμοανάβει
μι άδεια προβλήτα και τους γλάρους στο σχοινί

εσύ που ζεις διαρκώς σε μία αγωνία
που θα σε στείλουν τα στυμμένα αυτά μυαλά
εσύ που δεν μπορείς να βρεις την ηρεμία
εσύ που δεν μπορείς να βρεις λίγη χαρά

πώς να σ αγγίξω να σε κάνω να ελπίζεις
και να πιστέψεις πως θα έρθει άλλος καιρός
πώς να σε κάνω να πιστέψεις πόσο αξίζεις
και πόσο ακόμα σ αγαπάω ο τρελός

πως ν αγγίξω πίσω απ το μικρό μου τείχος
πώς να σε κάνω να γελάσεις σαν μωρό
αφού το ξέρω δεν θα φτάσει αυτός ο στίχος
κι αφού τυφλός το ξες δεν οδηγεί τυφλό

Δευτέρα 11 Μαρτίου 2013

Οπτική


Στην φυλακή των πιο ελεύθερων μυαλών
μες το κελί των πιο αναπόδραστων σκληρών
φέγγουν τα βράδια, λήθη, καλοσύνη
για ό,τι γύρω υπάρχει ευγνωμοσύνη

γι αυτό και όση απέκτησαν σοφία
τους δείχνει πως να ενώνουν δυο σημεία
να ψάχνουν στη δουλειά την ευτυχία
να ψάχνουν στη ζωή ισορροπία
να παίρνουν μια απόσταση μικρή
ν αλλάζουν, εν κινήσει, οπτική

Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2012

Ο άντρας κείνης της γυναίκας

Κάτι δεν πήγαινε σωστά
και όλο μάκραινε η μέρα
τα παραδρόμια όλα κλειστά
τα καλντερίμια φωτερά
κι έμφυτη βία στον αέρα

στο καφενείο αραχτοί
δώδεκα κι ένας νοματαίοι
«μην βλαστημάς ειν Κυριακή
κι αύριο είναι και γιορτή»
του είπανε οι νοικοκυραίοι

ήρθες να κάνεις μια δουλειά
καν την και πάνε στο καλό σου
έχεις γυναίκα και παιδιά
που περιμένουν εκεί δα
να δεις αντρίκεια το μισθό σου

μην βλαστημάς ειν Κυριακή
και τα φαντάσματα ντροπιάζεις
είσαι εργάτης μα τη γη
δεν της μιλάς όπως αρκεί
και όλο πράγματα της τάζεις

σήκω και κοίτα χαμηλά
τρίζουν τα πόδια της καρέκλας
εγώ σε πήρα για δουλειά
μα ήρθες μόνο για καυγά
σαν άντρας κείνης της γυναίκας

δώδεκα άνδρες δυο γραμμές
φτιάξαν στο φάρδος και στο μάκρος
γραμμές αντρίκειες πλαγιαστές
που δεν σ αφήνουν άμα θες
να βρεις τον δρόμο σου μονάχος

Κυριακή 8 Ιανουαρίου 2012

Σεβασμός

Εγώ σέβομαι το χρόνο σου
κι εσύ σέβεσαι τον δικό μου
μα έχουμε μήνες να κοιταχτούμε
ο μεγάλος σεβασμός είναι ρηχό πράγμα

εγώ σέβομαι τη διάρκεια
κι εσύ αγαπάς το χαρακτήρα
γι αυτό σε αγάπησα, το ξέρεις
για να μείνω μόνος

κι εσύ γι αυτό θα παντρευτείς εμένα
για να μη σ ενοχλεί κανένας
να μένεις μόνη σου τις νύχτες
να μένεις μόνη

Τετάρτη 13 Ιουλίου 2011

Έρωτας χωρίς ελευθερία


Πίνακας: Jennifer Baird


Ξαφνικά το γέλιο έπαψε
διαπεραστική στριγκλιά ανέπεμψε
το παράστημά της όρθωσε και σφίχτηκε
λίγο πριν λυγίσει συγκρατήθηκε

ράμφος μεθυσμένου παπαγάλου
προβολή παράξενου μετάλλου
του γερμανικού στρατού ιδιοκτησία
κούνια βρεφική, χαλκομανία

σιδερένιες κόκκινες ακτίνες
της ειρήνης ήχησαν σειρήνες
φως, τα καταφύγια γεμίζουν
την κονσέρβα της ζωής διαιωνίζουν

με ωραία μαύρα κάγκελα κτιστός ο τάφος
επιστρέφει στα σανίδια ο τοπογράφος
τρομερή επιθανάτια αγωνία
έρωτας χωρίς ελευθερία

Τετάρτη 8 Ιουνίου 2011

ΜΑΝΤΑΤΟΦΟΡΟΣ

Και ξαφνικά νυχτώνει, κι ένα θλιμμένο σιντριβάνι
πίνει νερό απ του μνημείου την παλάμη
τον αγγελιοφόρο τον σκοτώσανε τα νέα
πάνω σε άγγελο κατέπεσε η ρομφαία

τα πόδια στις παντόφλες της αργοπορίας
στα πρωινά μια μυστικής αδημονίας
κάτω απ τα δάχτυλα τα ίχνη να υφαίνουν
τους ήχους ασπασμών που ξεμακραίνουν

διαλύει ο χρόνος την απόσταση και νεύει
ένα κομμάτι που απ όλα περισσεύει
μαντατοφόρος με άδεια τσάντα ξεκινάει
τα πιο καλά μαντάτα η κενότητα γεννάει

ΟΡΘΟΣΤΑΣΙΑ


Πίνακας: Lewis Bowman

Μεγάλο δωμάτιο, σχισμένες σινδόνες
στουπιά και βασάλτιο, άβαθες πολυθρόνες
σοβάδες της ύπαρξης, πειστήρια χρόνου
στο φως της συνύπαρξης αγάπης και πόνου

στενό κεφαλόσκαλο, αρχή ορθοστασίας
κολώνες που τρέμουνε, ραγάδες ανίας
μαρμάρινα αγάλματα, πορτραίτα αχνισμένα
σβησμένα ανάμματα, σανδάλια βρεγμένα

παντού, του νοήματος η πλάγια κόψη
του πρώτου σκιρτήματος η ήρεμη όψη
παντού κηροπήγια αποθαρρυμένα
της μνήμης μαστίγια παντού σκορπισμένα

ΚΟΝΤΕΥΟΥΝ ΑΓΑΠΕΣ


Πίνακας: Shirley Braithwaite Hunt

Κοντεύουν τα χιόνια, φλογέρες, φλοκάτες
καμιόνια, αναβάτες, χρυσές αμμουδιές
μικρά χελιδόνια, μυρμήγκια ακροβάτες
κοντεύουν τα χιόνια, κοντεύουν βροχές

γλυκός ο αέρας, τα στάχυα κοχλάζουν
παππούδες που βγάζουν τα εγγόνια τους, δες
τα μάτια τους ίσια στα μάτια κοιτάζουν
κοντεύουνε μέρες καλοκαιρινές

στενή η αυλίτσα, η βρύση καμπούρα
και μια κοπελίτσα το σκιάχτρο κοιτά
στο κύμα χορεύει μια ανεμοδούρα
κοντεύουνε χρόνια γεμάτα χαρά

σαπίζει το μήλο, φουσκώνουν οι σπόροι
το χώμα, το φύλλο, καινούργιες ζωές
ανοίγουν τα μάτια, ανοίγουν οι πόροι
κοντεύουν αγάπες, κοντεύουν γιορτές

ΕΠΙΠΕΔΟΣ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ

Επίπεδος ο θάνατος, ανάγλυφη η ζωή
ο ήλιος ο αμάραντος, φωτίζει ό,τι μπορεί
της φύσης τα ετερώνυμα, τα σύνθετα, τα απλά
δεν έχουνε πατρώνυμα, μα είναι διακριτά

να γίνουν ίδια κι όμοια, οι λίμνες, τα βουνά
τα σύννεφα, τα υπόγεια, δε βγάζει πουθενά

το κύμα ψάχνει πέλαγο και πέτρες οι αφροί
το φως στο μεσοπέλαγο, δε μοιάζει με κερί
χαρά φέρνει η γέννηση, χαρά και οι σπασμοί
μα κάθε αναγέννηση, διπλά ή τριπλά διαρκεί

να γίνουν ίδια κι όμοια, οι λίμνες, τα βουνά
τα σύννεφα, τα υπόγεια, δε βγάζει πουθενά

Τρίτη 7 Δεκεμβρίου 2010

ΕΝΟΙΚΙΑΣΤΗΣ

Κάποιοι πουλάνε τη ψυχή τους στο διάβολο
άλλοι, διαλέγουν τον θεό γι αγοραστή
και η ζωή μας σ ένα θέατρο παράλογο
πάντα στο ρόλο ενός θλιμμένου ενοικιαστή

έξω χαράζει, επιστρέψτε τα δώρα σας
δεν έχει χόρταση ετούτη η στιγμή
αρχίζει πάλι του μυαλού η ανηφόρα σας
που καταλήγει σε μια ανύπαρκτη κορφή

που πάει η ζωή όταν γεννιέται, από πού έρχεται;
όταν πεθαίνει μία μνήμη σκοτεινή;
πόση να βάλεις άχνη ζάχαρη να αντέχεται
αυτή η δίχως ζεστασιά υπομονή;

πρώτη του μήνα, ήρθε να πάρει ενοίκιο
μα εγώ τη νόμιζα δικιά μου την ψυχή
κρατάει ένα μπλοκ σχισμένο κι ανοίκειο
και καταγράφει κάθε εντύπωση διπλή

του λέω: «νόμιζα», μου λέει: ήταν λάθος σου
είσαι το σώμα που φοράει μια ψυχή
δε σου ανήκει αυτό που κρύβεις κατά βάθος σου
είναι δικό σου μόνο ότι εξασθενεί

μπροστά στην πύλη ενός μικρόψυχου περάσματος
μου λέει: μοιράσου το ενοίκιο μ αυτήν
το φεστιβάλ ενός διαρκούς ξεκατινιάσματος
με τα ιερά δεσμά του γάμου ευλογεί…