Τρίτη 2 Αυγούστου 2011

Από την αγκαλιά της μάνας στην αγκαλιά των τραπεζών


Ενδιαφέρεται να μάθει τι είδους αίμα κυλά στις φλέβες μου και αναφέρει ενδεικτικά μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα όπως: πολιτικού, δημοσιογράφου, καλλιτέχνη, αμαρτωλού, αγίου; Απέναντί μου στέκεται ένας παλιός φίλος που προσπαθεί να εξερευνήσει τις απόψεις μου με τη χρήση βιολογικών εργαλείων.
Κατά ένα μέρος, πιθήκου, του απαντώ, για να τον βγάλω από την αμήχανη θέση.
Δεν υπάρχει περίπτωση να τον αποπάρω περισσότερο καθώς η γνωριμία μας τραβά από πολύ μακριά. Με λέει ακόμα, μπαγάσα, και αυτό λειτουργεί σαν κυματοθραύστης για τον ήπιο θυμό που διαπιστώνω να κλονίζει να μηλίγγια μου.

Θυμάμαι καλά ότι ήμουν από τους πρώτους-αν όχι ο πρώτος- που είχε εξομολογηθεί την απόφασή του να αναλάβει μαζί με το ταξί του πατέρα του και όλα τα συμπαρομαρτούντα της οδικής διαβίωσης.

Από τότε περνούσαν αρκετά χρόνια μέχρι να τον ξαναδώ και κάθε φορά θυμάμαι πως αποκτούσε και ένα ταξί επιπλέον μέχρις ότου είχε φτιάξει ένα μικρό στόλο.
Βέβαια τα οικονομικά προβλήματα παρέμεναν σταθερά παρόντα: δάνεια, μισθοδοσίες, χρεωστικά, επενδυτικές αστοχίες.
Ο ίδιος αντιμετώπιζε την κατάσταση μ έναν αμιγώς ριψοκίνδυνο και επιθετικό τρόπο που του υπαγόρευε να απαντά στα όποια οικονομικά προσκόμματα με μεγαλύτερη επεκτατικότητα, περισσότερα ταξί, πιο εύρωστη εταιρική ταυτότητα.

Την τελευταία φορά που τον συνάντησα πριν από την έσχατη, μου περιέγραψε τη δουλειά του με σύγχρονους αδρούς διοικητικούς όρους που προσδιόριζαν την δραστηριότητα ενός επιχειρηματία που από το γραφείο του βρίσκεται σε διαρκή επαφή με τους οδηγούς του.

Νομίζω ότι από παλιά γνώριζε ότι του ταίριαζε περισσότερο η διοικητική δουλειά παρά το τιμόνι. Είχα μάθει ότι στην αρχή δούλεψε μεθοδικά, ενώ και ο πατέρας του υποθήκευσε τις πλάτες του γι αυτόν, γι αυτό και δεν άργησε να αναδειχθεί σ έναν από τους πιο επιφανείς επιχειρηματίες του κλάδου. Γνώριζα όμως και ότι υπήρχε μια ξεκάθαρη απόκλιση μεταξύ της λογιστικής και της επικοινωνιακής κατάστασης της εταιρείας του. Σε απλά πενηνταράκια, αυτός αποκόμιζε από τις μισθωμένες υπηρεσίες που προσέφερε, σαφώς λιγότερα έσοδα, απ όσα υπολόγιζε κάποιος που προσπαθούσε να κατανοήσει χονδρικά την πραγματική οικονομική του επιφάνεια.

Την τελευταία φορά μάλιστα μου εκμυστηρεύθηκε με απολογητικό τόνο, ότι ακόμα και στις καλές εποχές δεν είχε καταφέρει να αλαφρύνει το δεσμευτικό βάρος που είχε αναλάβει γι εκείνον ο πατέρας του προκειμένου να επεκταθεί περισσότερο.
Το έφερε βαρέως που ακόμα και σήμερα που ο κόσμος τον κατατάσσει στην κλίμακα των πετυχημένων επιχειρηματιών ο ίδιος δεν κατάφερε να κόψει τον ομφάλιο λώρο με το οικογενειακό του περιβάλλον και τις τράπεζες.

Πιάνω τον εαυτό μου, αυτόματα, να αναλαμβάνει ένα ρόλο κατευναστικό και παράλληλα αναρωτιέμαι αν μήπως με το να καθησυχάζει κανείς διαρκώς τους ανθρώπους συμβάλλει στην αέναη διαιώνιση του προβλήματός τους.

Λίγο πριν με ρωτήσει σχετικά με την ποιότητα του αίματος και τα λοιπά που ρέει στις φλέβες μου έχω καταφέρει να τον κάνω τούρμπο μιλώντας του για την επιλεκτική εργατικότητα των αυτοκινητιστών που συχνά πυκνά διαμαρτύρονται για την αναδουλειά που πλήττει τον κλάδο τους, για την μαύρη αγοραπωλησία των αδειών ταξί, για τα αφορολόγητα κέρδη του κλάδου, την προκλητική συμπεριφορά ορισμένων οδηγών κτλ.

Διαψεύδει κατηγορηματικά ότι κάτι τέτοιο μπορεί να συμβαίνει με τους δικούς του οδηγούς και επιμένει ότι λίγοι κακοί επαγγελματίες δεν μπορεί να δυσφημίζουν ένα ολόκληρο κλάδο.

Διαπιστώνω ότι σε κάποια φάση η κουβέντα μας αρχίζει να εκτραχύνετε και να πλησιάζει σε αδιέξοδο και αρχίζω να μετρώ αν έχει πράγματι μεγαλύτερη σημασία για μένα να πω αυτό που νιώθω ή να διατηρήσω πάση θυσία ζωντανή μια παλιά γνωριμία.

Τελικά, η γλώσσα μου λύνεται αυτόματα και απαντάει χωρίς περισπασμούς στο δίλημμα.

Ξέρω ότι πιθανότητα έχω χάσει ένα παλιό φίλο, αλλά δεν το λογαριάζω και πολύ.
Σκέφτομαι ότι φτάσαμε μέχρι εδώ γιατί αλληθωρίσαμε μπροστά στην αλήθεια και γιατί φοβηθήκαμε να μην δυσαρεστήσουμε κοντινούς μας ανθρώπους.
Βολευτήκαμε άλλος περισσότερο και άλλος λιγότερο στο ασφαλές καταφύγιο ενός οικογενειακού προστατευτισμού που έγινε κρατικός και συνηθίσαμε σ ένα προσοδοφόρο παρεμβατισμό, μια προβολή της παιδικής μας ασφάλειας στην ενήλικη ζωή μας.
Υποστηρίξαμε με τα στήθη μας ορθωμένα τις κλειστές δομές της οικονομίας, αλλοτριώσαμε την έννοια του συνδικαλισμού, μολύναμε τη διεκδικητικότητα με το σπόρο της υπερβολής, της έξαρσης, της ακρότητας και της άρνησης.

Στραφήκαμε εναντίον της κοινωνίας μας, για να διατηρήσουμε την κλειστότητα των κυκλωμάτων μας. Βουλώσαμε τους πόρους μας με φόβους για το μέλλον, φοβηθήκαμε να αναπνεύσουμε βαθιά, αρνηθήκαμε την πρόοδο που απαιτούσε μεγαλύτερη προσπάθεια, υποκύψαμε στον εκμαυλισμό ενός μοντερνισμού όπου όλα γίνονται με το πάτημα ενός κουμπιού.

Φτιάξαμε μια άναρχη κοινωνία, όπου ο καθένας, ο συνδικαλιστικά ισχυρός, κάνει ότι του καπνίσει, διεκδικώντας το απόλυτο και παραβιάζοντας την ελευθερία του άλλου προκειμένου να επεκτείνει τη δική του.
Αναγνωρίσαμε εκ των προτέρων το δίκαιο σε οποιοδήποτε διεκδικητικό πλαίσιο και περιορίσαμε τις δημιουργικές δυνάμεις του τόπου στα ασφυκτικά περιθώρια δράσης που εγγυάται η ύπαρξη κλειστών επαγγελμάτων και ερμητικά σφραγισμένων κοινωνιών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου