Τρίτη 29 Απριλίου 2014

Μια πόλη, μια κατάντια





Ένα βαρύ κι ασήκωτο πρωϊνό πριν από μερικά εικοσιτετράωρα, στα ερείπια ενός ποδοσφαιρικού αγώνα, είδα ένα μικρό σμαραγδένιο φίδι να ξεγλιστρά μέσα από τους θάμνους σαν λαστιχένιο βέλος και να εκτοξεύει δηλητήριο προς μια ομάδα από συμπολίτες μου.
 Εκείνοι έβγαλαν ράθυμα τα καπέλα και τα κασκόλ τους, εγκατέλειψαν για λίγο την άκαμπτη σέλα του ποδοσφαιρικού πουριτανισμού και το ήπιαν αχόρταγα, κατευθυνόμενοι στους θαλάμους αποτοξίνωσης μιας δηλητηριασμένης ζώνης.

 Αυτό το μικροσκοπικό περιστατικό, θα ήταν απλώς μέτρια ενδιαφέρον αν δεν απασχολούσε κάθε τόσο ως deja vu τη γρατσουνισμένη ιστορική μνήμη της Θεσσαλονίκης.

Η ποδοσφαιρική ομάδα του ΠΑΟΚ κατέβηκε μετά από πολλά χρόνια να αγωνιστεί στο μεγάλο τελικό του κυπέλλου Ελλάδας με το χρίσμα του φαβορί, αυτή τη φορά, και οι Θεσσαλονικείς έκαναν για μια ακόμη φορά το μεγάλο λάθος να πανηγυρίσουν ένα τίτλο αρκετές ημέρες προτού δοθεί το εναρκτήριο λάκτισμα του παιχνιδιού.

"Θα το πάρουμε με τον κόσμο μας" έλεγαν. "Με τον τσαμπουκά". "Με το συγκλονιστικό μας λαό."

Ολόκληρη την προηγούμενη εβδομάδα ραδιοφωνικοί παραγωγοί  επανεισήγαγαν στον αέρα της πόλης το οπτικό τσιτσίρισμα, το θεατρινίστικο κρεσέντο, τα λαϊκιστικά διαγγέλματα, και εκτόξευαν τα διαφημιστικά τους έσοδα, κινητοποιώντας υπνωτισμένους ανθρώπους απ όλο τον κόσμο.

Το μεγαλείο τους, όμως, δεν είναι η διάνοια αλλά το βραστό κόκκινο αίμα τους.
Το μαστίγιό τους τελικά ήταν από γλυκόριζα, οι ασπίδες τους από τάρτες κρέμας, οι παίκτες τους εκτός υπηρεσίας.

Η συντριβή ήταν σχεδόν βέβαιη αν αναλογιστούμε ότι θα αγωνίζονταν απέναντι σε μια ομάδα που δεν περιορίστηκε στην δίψα των οπαδών της για τίτλους, αλλά δούλεψε ολόκληρη χρονιά, εντός γηπέδου, με άνεση και κέφι και μοναδικό κίνητρο την ευχαρίστηση της εμπειρίας.

Τώρα, λίγα μόλις εικοσιτετράωρα μετά τον αγώνα όσοι ανήκουν στην αντικουλτούρα αναλαμβάνουν δυνάμεις, ψιθυρίζοντας σιγά σιγά μέσα στην καρδιά τους:

"Ήμασταν περισσότεροι από τους οπαδούς του Παναθηναϊκού. Φωνάξαμε περισσότερο, κάναμε καλύτερη κερκίδα."

Όμως, για να βασιλέψει ο λαϊκισμός στη σφαίρα της παράδοξης δύναμής του χρειάζεται και έναν δεύτερο πόλο. Αυτόν τον συγκρότησαν σε χρόνο ντε τε οι οπαδοί του Άρη, όσοι τουλάχιστον από αυτούς  βρίσκουν ακόμα το κουράγιο να κρύβουν ένα χαρτί ταρό κάτω από τη γλώσσα τους και να εμφανίζονται με έπαρση στα ραδιόφωνα της πόλης αποδεχόμενοι το καθησυχαστικό κλείσιμο του ματιού στο κέντρο μιας διαρκούς παραίσθησης του ποδοσφαιρικού τμήματός τους.

-Εμείς κατεβάσαμε περισσότερο κόσμο στην Αθήνα, λένε τώρα αυτοί. -Περισσότερα πούλμαν.Περισσότερα κομμάτια. Και για του λόγου τω αληθές ορίστε και τα ντοκουμέντα, αναφωνούν, κραδαίνοντας φωτοτυπίες από παλιά δημοσιεύματα στα χέρια τους.

Οι παοκτσήδες αντιπαρέρχονται άμεσα και αντιτείνουν:

-Όχι μόνο κατεβάσαμε περισσότερο κόσμο, μετακινήσαμε περισσότερα ναρκωτικά από ποτέ, κινητοποιήσαμε περισσότερους οπαδούς από το εξωτερικό, μισθώσαμε περισσότερα βανάκια και πήραμε περισσότερες προσκλήσεις, αλλά και οι ίδιοι οι παίκτες του "τριφυλλιού" δε σταματούσαν να τραβούν φωτογραφίες από την κερκίδα μας.

Κρεσέντο ενός συγκεχυμένου εφηβικού μεγαλείου στις παρυφές ονείρου και συνείδησης, με περισσότερο ορατή από οτιδήποτε άλλο τη χαρά για τον πόνο και την αποτυχία του γείτονα, που αντικατοπτρίζει το μέγεθος ενός ασυγκράτητου πανικού απέναντι στην απαίτηση της εποχής για δημιουργία και παραγωγή εντός των κανόνων του παιχνιδιού.

Μ αυτά και μ αυτά η ζωή στην ακινητοποιημένη πόλη συνεχίζεται μέσα σε μικρά μοναχικά δωμάτια, φωτισμένα από σωλήνες καθοδικών ακτινών, μετουσιώνοντας το φανατισμό σε μεγαλοπρέπεια και την πλήξη σε νεφρίτη.

Μια πόλη εξαφανισμένη μέσα σ ένα σωρό από αρχαία ερείπια, που ζει και αναπνέει αναζητώντας τις λεπτομέρειες της στέψης του βασιλιά των κουνουπιών.

Μια πόλη αποχαυνωμένη και αρτηριοσκληρωτική μέσα στην παντοτινή αίσθηση ότι κάποιοι ίσως μας κοροϊδεύουν επειδή κατεβάζουμε άπληστα εκείνους τους φραπέδες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου