Τρίτη 12 Αυγούστου 2014

Τρόπος εξόδου


Photo:falln-stock deviantart.com

Είχε να δει τους παλιούς του συμμαθητές, τριάντα ολόκληρα χρόνια. Μια ζωή…Περιστασιακά βέβαια συναντούσε τυχαία κάποιους από αυτούς και τα μάτια του γέμιζαν μ εκείνο το παράξενο φως της νοσταλγίας και της περισυλλογής, που αντιλαμβάνεσαι μόνο ως εσωτερική αντανάκλαση, αν και τώρα δεν ήταν το ίδιο. Βέβαια τα τελευταία χρόνια, έτσι όπως δυνάμωσαν το βήμα τους και μας άφησαν όλους ξοπίσω τους, ακόμα κι αυτές οι σύντομες, φευγαλέες , περιστασιακές συναντήσεις ξοδευόταν συνήθως βιαστικά κάτω από την παχιά σκιά της εκατοντάχρονης συκιάς που λέγεται καθημερινότητα άγρια  και αδυσώπητη.. Τριάντα χρόνια…

 Κάποια μέρα λοιπόν ένας από τους παλιούς συμμαθητές του Μ. είχε τη φαεινή ιδέα να οργανώσει μια χαλαρή συνάντηση παλιών φίλων. Εκείνον έτυχε να τον πετύχει σε καλό φεγγάρι και να τον πείσει πιο εύκολα απ ότι περίμενε για να ξαναβρεθεί με τους υπόλοιπους συμμαθητές τους σ ένα ταβερνάκι στην παλιά πόλη, μέρα μεσημέρι. Είκοσι χρόνια μετά σε μια μέρα που ανασταίνεται και ανθίζει με τον ήλιο.

 Μιλούσανε ήδη αρκετά, αυστηρά στις άκρες των πραγμάτων, και κάπως κυκλικά προτού φτάσουν στο τραπέζι τα πρώτα ποτήρια. Μετά η γλώσσα τους λύθηκε, η καρδιά τους πλημμύρισε με αναμνήσεις και ο ήλιος είχε μαρκάρει κάπως τις ψυχές τους, κάνοντας τον Μ. να μη χορταίνει ό,τι του συνέβαινε, πράγμα σπάνιο για τα δεδομένα του.

 Συνήθως απογοητευόταν από τέτοιες συναντήσεις. Δεν έβρισκε σ αυτά τα αποξεχασμένα πρόσωπα, κάτι το σημαντικό, που να δικαιώνει τη δύσκολη επιλογή του να αναδεύσεις μ ένα μικρό κλαδάκι το απολιθωμένο παρελθόν.

 Ωστόσο, πέρασαν τα χρόνια και κατάλαβε ότι κάτι απ όλη αυτή τη διαδικασία της επαναπροσέγγισης με τις χαμηλές στρώσεις του παρελθόντος μας ούτε τυχαίο είναι αλλά ούτε και εντελώς άσκοπο. Γιατί αυτός ο κουρελιασμένος κόσμος μέσα στον οποίο  ζούμε χρειάζεται κάπου κάπου κάποια γεφυρώματα με το παρελθόν του, κι ας παραμένουν ακόμα οι λόγοι του εντελώς ανεξερεύνητοι.

 Μ αυτές τις σκέψεις κι ενώ στο τραπέζι είχαν αρχίσει να καταφθάνουν κάθε λογής πιάτα, ο Μ κάνει μια πρώτη θαρραλέα κίνηση να αρπάξει μια ντομάτα με το πιρούνι του, όταν ακούει κάποιον από τη μεγάλη παρέα να του λέει:- Στάσου βρε Μ, ακόμα δεν είπαμε την προσευχή. Ήταν ο Φ, ένας τύπος που εξακολουθεί να πορεύεται με την παλιά του καλή καρδιά. Αυτός που προκαλεί τα γέλια των υπόλοιπων.

 Του Μ του φαίνεται αυτό το αστείο κάπως γεροντίστικο, αλλά γρήγορα κορδώνεται μέσα στο πλήθος που χειροκροτεί γιατί μόλις έχει σκεφθεί κάτι ανεπανάληπτο:

 -Μπορούμε να κάνουμε λοιπόν, ότι κάνουν και όλες οι υπόλοιπες παρέες όταν βγαίνουν για φαγητό, λέει ο Μ. Να φωτογραφίσουμε τα πιάτα μας, να ανεβάσουμε τις φωτογραφίες στο Facebook, και να ζητήσουμε-αντί προσευχής- την ευλογία των ακολούθων μας, που έχουν ήδη σε μεγάλο βαθμό πληροφορηθεί που βρισκόμαστε και τι κάνουμε. Τι λέτε;


 Έτσι κι έγινε. Τελικά, ο Μ σκέφτεται ότι ένα υποτυπώδες έναυσμα χρειάζονται οι περισσότεροι σημερινοί άνθρωποι για να απαθανατίσουν ό,τι τους συμβαίνει με σκοπό να διαθέσουν τις πιο προσωπικές στιγμές τους σε κοινή θέα,  μέσα από τα κινητά τους που τραβούνε από τα σακίδιά τους, σαν καουμπόηδες που πιάνουν το όπλο τους για να στείλουν ένα ξεκάθαρο μήνυμα σε κάποιον ντεσπεράντο που εξακολουθεί να έχει στους ώμους τους ένα καλό αλλά ωστόσο αγύριστο κεφάλι.

Τελικά, τα πιάτα τους φωτογραφήθηκαν από τρία σχεδόν μέτωπα, και κατόπιν αυτές οι φωτογραφίες ανέβηκαν στο Facebook, αποσπώντας περισσότερα από 400 likes, αριθμός συνολικά διόλου ευκαταφρόνητος για διάστημα μισής ώρας.

Και τότε που το γεύμα τους ευλογήθηκε από το ταπεινό ιερατείο τους, άρχισαν να ρουφάνε άπληστα κάθε σταγόνα της ζωής τους και να ξοδεύουν άσκοπα τον εαυτό τους, σε φωτογραφήσεις με πόζες χωρίς πλαστικότητα και οίστρο, παίζοντας  άλλοτε το ρόλο του τεθλιμμένου ακροατή κι άλλοτε εκείνου που τραβάει ένα καλό υμνολόγιο στον ασήμαντο εαυτό του.

 Όμως, κάθε φορά τελικά συμβαίνει ακριβώς το ίδιο πράγμα, και η επιστροφή στο παρελθόν σε εξαντλεί τόσο σωματικά όσο ψυχικά  και πνευματικά, σχεδόν όσο και ο ίδιος έρωτας. Γιατί  άλλωστε τι άλλο να είναι  το μελαγχολικό αυτό πισωγύρισμα μας, από τον έρωτα για ότι πιο συντηρητικό κρύβουμε στα βάθη μας μέσα από την αναζήτηση του καλύτερου εαυτού μας που έχει υπάρξει ποτέ, μα κι ένας φόβος για το μέλλον που έρχεται χωρίς συναισθηματικά αποθέματα, κτίζοντας πάνω στα ερείπια αυτού που έχει υπάρξει; Γι αυτό και μάλλον, συμπερασματικά, το μοναδικό πραγματικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει κανείς σε τέτοιου είδους συναντήσεις-όσο καλά κι αν περνά, εννοείται- είναι ο τρόπος εξόδου, σκέφτηκε ο Μ. Περισσότερο βέβαια από τη συνθήκη, την κατάσταση παρά από το φυσικό χώρο και τις υπάρξεις.

 Αλλά από την άλλη υπάρχουν και τα θετικά του πράγματος. Γιατί μη μου πει κανείς ότι δεν αναδίδει κάποιες γερές δόσεις τρυφερότητας το γεγονός ότι κανείς δεν τολμάει να βάλει το δάχτυλο στο σημάδι της πληγής, εκεί ακριβώς που ξανασυναντιόμαστε νοερά, στο προτείχισμα του χρόνου μας, στις σκαλωσιές της μακρόσυρτης ζωής μας ; Και τελικά, ποιος μπορεί να αποδείξει ότι όλη αυτή η τόσο ανακουφιστική διακριτικότητα, που αναθερμαίνει την καλή γνώμη που έχουμε διαφυλάξει ο ένας για τον άλλο, δεν οφείλεται στο γεγονός  ότι τρόπο τινά, όλοι μας ανεξαιρέτως, διαισθανόμαστε ότι έχουμε τριγύρω μας μαζεμένα όλα τα αποκούμπια που έχουμε για τη ζωή, εκείνη τη ζωή όπου οι αναπολήσεις μας θα αποτελούν τον πιο μακρύ, προοπτικό και αισιόδοξο προορισμό μας;


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου