Κυριακή 25 Αυγούστου 2013

Η Ελπίδα γεννιέται τελευταία

Χωρίς ελπίδα άντεξα κι ας είπα εδώ αράζω
το μέσα μου ανακάτεψα και πάλι έξω το βγάζω
το νέο που περίμενα  δεν έχει ξεκινήσει
κι ο ταχυδρόμος γέρασε προτού να μ αντικρίσει

η απελπισία απλώνεται σαν ήσυχη ομίχλη
και η χαρά στριμώχνεται με τους καημούς στα στήθη
αγάπες που δε φεύγουνε γιατί ποτέ δεν ήρθαν
κι έρωτες που ήρθαν είδανε φοβήθηκαν κι απήλθαν

η αφήγηση που ψάχνουμε ξεψύχησε στη γλώσσα
κι αν την ουρά μας φτάνουμε για του δοσά την δόξα
θα κοιμηθούμε απότομα κι ό,τι θα ονειρευτούμε
ή θα μας φέρει φόρτωμα ή θα το ερωτευθούμε

κι αν όλο βλέπω γύρω μου της ενοχής χαρμάνι
κι ανθρώπους που ο έρωτας και η κρίση δεν τους πιάνει
ό,τι εξηγώ μου δίνεται σαν δεύτερη ευκαιρία
κι ό,τι ποτέ δεν γίνεται βιώνεται επί τρία

να νιώσω κάνε με καλά, να νιώσω πάλι ωραία
γιατί η ελπίδα μέσα μας γεννιέται τελευταία
μαζί με τα ορόσημα, την πλήξη και τον φθόνο
του πόνου τα οικόσημα που αντέχουμε στο χρόνο


Ψάρι φωτιάς

Όταν τα βράδια ετοίμαζαν οι Αχαιοί τα πλοία
δεν βοηθούσε ο καιρός να πάνε για την Τροία
κι είχαν τα ξύλινα άλογα σε μία αποθήκη
κι ο Νέστορας τραγούδαγε για τη μέλλουσα φρίκη

η πυρκαγιά δυνάμωνε οι στρατιώτες κλαίγαν
και οι φτερούγες του πουλιού στάχτη και αίμα φέρναν
ο μάνταλος ετσίριζε της πόρτας του Ευδαίμων
καπνός βαρύς και θόρυβος και απουσία ανέμων

σκέφτονται ύμνους και σπονδές να ζωντανέψει ο αέρας
κι επικαλούνται οιμωγές να θρέψει φως της μέρας
μα παραδέρναν στη στεριά, μεθούσαν στη σελήνη
χορδή παλλόμενη πλατιά του τόξου γρίφους λύνει

κόρη σβησμένη του ματιού, ανάλαφρη υγρασία
όπλα κι ασπίδες του κουτιού, κλίνη κι ορθοστασία
πρόχειρους τάφους έσπερναν, αν κάποτε είχαν τάφο,
τους πρόβαραν και έγερναν στον αδειανό το λάκκο

μα όσο περνούσε ο καιρός χωρίς νέο κανένα
ξύλο το σώμα και αχός, ρούχα και σώμα ένα
καλαμποκόφυλλα γλυκά μασούσαν στο κελάρι
μια κέρινη τριανταφυλλιά φύτρωσε στο φεγγάρι

μέσα στη νύχτα τη λευκή, χλιμίντρισμα φοράδας
ψάρι φωτιάς, νέφη καπνοί, ορμή άγριας δάδας
ράχη γερμένη αγκαθωτή, κυνόδοντας και σκήπτρο
έκλαμπρο στάρι και βροχή και σαπισμένο κίτρο

σκούξιμο ερήμωσης βραχνό, ο Σέμελβας χορεύει
ένα χορό προφορικό και όλους τους μαγεύει
μια ζωντανή νεκρή για μας στον κοχλασμό του βούρκου
δίνει τα ρέστα της καρδιάς με πάθος άγριου Τούρκου

θάνατος στην κακιά μητριά, μύηση, ιερουργία
η Ιφιγένεια στα πανιά, στη θάλασσα τα πλοία
σεντόνια μαύρα εραστών στο χάδι των ανέμων

νεφρίτες άγνωστων θεών στον πρώτο των πολέμων

Κι όταν πια όλα θά χουν γίνει

Η κλίνη τού : «εδώ και τώρα
τα πάντα πρέπει να αλλάξουν»
πού χει ξαπλώσει μία χώρα
για να την κόψουν να τη ράψουν
είν του Προκρούστη η μαύρη αιώρα
η κλίνη του «εδώ και τώρα»

ο χρόνος βρήκε υπόγειο δρόμο
κι ενώ όλα είναι παγωμένα
πήρε στα χέρια του το νόμο
τον Αχιλλέα από τη φτέρνα
και μας γερνάει αλαφιασμένα

κι αν όλα ακίνητα φαντάζουν
ο χρόνος τρέχει πάνω απ όλα
κι αν τα κορμιά, μια μάζα μοιάζουν
σ αυτήν την άγρια καραμπόλα
ο χρόνος τρέχει πάνω απ όλα

στην κλίνη του « εδώ και τώρα
θά πρεπε όλα να χουν γίνει»
και στου Προκρούστη την αιώρα
ο χρόνος τρέχει με πατίνι

κι αν διψασμένους θα μας βρούνε
στης ιστορίας το καμίνι
και τις πατρίδες μας θα δούνε
όταν πια όλα θα χουν γίνει
κομματιασμένες στην αιώρα
κι ό,τι από μας έχει απομείνει
με μία στρεβλωμένη φήμη
χωρίς ψυχή θα κοιταχτούμε
κι ο χρόνος πάνω στο πατίνι
μια θα ανάβει μια θα σβήνει


Μέλισσες μοβ του πυρετού

Στα τραπεζάκια τα άσπρα των γυμναστηρίων
τα άσπρα τραπεζάκια τα ολοστρόγγυλα
που κάθεσαι και κι ακούς κουβέντες των σταδίων
στις άκρες των πραγμάτων και στα πρόθυρα
στα τραπεζάκια τα άσπρα των γυμναστηρίων

αρπάζοντας καρφιά απ τις υγρές σου λέξεις
βατόμουρα εργατιάς, μια πλύστρα της ψυχής
σαν πούπουλα της άνοιξης, του κομοδίνου ανέσεις
Οτίλια, στα τραπεζάκια έξω θα με βρεις

Στα τραπεζάκια τα άσπρα, άστατη η βολή μου
σαν ψάχνω τη μιλιά και την καταβολή μου
το έμπιστό μου γέλιο όταν φανερώνω
γλυκαίνει το ευαγγέλιο και ευδιάζει πόνο

στα τραπεζάκια τα όμορφα, που κάποτε σε είδα
ζάρωμα της σημαίας, μαύρο αίμα στα πανιά
ένας αιώνας πέρασε πάνω σε μια ηλιαχτίδα
εκατομμύρια νεκροί με μία πιστολιά

τόσο μακριά απ το θάνατο, τη θλίψη και το κλάμα
τόσο μακριά απ τον έρωτα και την επιστροφή
μέλισσες μοβ του πυρετού, λιοπρίναρα, φρεσκάδα
άπλετο φως της παντρειάς και του αποχωρισμού

στα τραπεζάκια τα άσπρα, τα φθηνιάρικα, τα ξένα
τρεμουλιαστά τα στάχυα των μαλλιών σου τα λυμένα
επέστρεψα στο σχήμα μου, στη δίψα του θηρίου
κόψη ακέραιη, καθαρή, στο τέλος του Ιουνίου




Ποτέ μη λες θυμάμαι

Με συνειρμούς ό,τι θυμάσαι
λένε ποτέ δεν το ξεχνάς
γι αυτό το νήμα πρώτα πιάσε
απ το κουβάρι μιας ματιάς

σε συνειρμούς όταν αφήνεις
μια χαραμάδα για να μπουν
σε μαύρους κύκνους πόρτα ανοίγεις
μες τη ζωή σου να κρυφτούν

πάντα να ξες πως ό,τι λείπει
τρέφεται μ ένα δισταγμό
και της καρδιάς οι Δούρειοι Ίπποι
τρέφονται μ αίμα και καπνό

γι αυτό ποτέ μη λες: «θυμάμαι»
πάντα να λες πως προσπαθώ
να θυμηθώ όσα δεν πονάνε
και να ξεχάσω ότι αγαπώ

ποτέ μη λες: “καημό δεν έχω”
πάντα να λες πως προσπαθώ
να θυμηθώ όσα αντέχω
και να ξεχάσω ότι ποθώ


γιατί αν χρειάζεσαι βοήθεια
και συνειρμούς για να τα δεις
κάπου αλλού ήταν η αλήθεια
που προσπαθείς να θυμηθείς

χρόνια μετά καταλαβαίνεις
πως ό,τι έζησες παλιά
πιο χαλαρά να το ερμηνεύεις
πρέπει και όχι αυστηρά


Τα «ξεμπερδευτήρια” like

Άνθρωπε των προσφορών
και των βίντεο-παιχνιδιών
άνθρωπε των κινητών
των πολλών λογαριασμών
τρία Giga δωρεάν
πόσο χάζεμα χωράν;
χαϊδεύεις το γυαλί
σα να ήτανε κορμί


τα «ξεμπερδευτήρια» like
είναι τρόπος λέει ο Μάικ
απ τους άλλους να κρυφτείς
και να μην ασχοληθείς
τα «ξεμπερδευτήρια» φταίνε
στρίβεις δια του «like” λένε
που χαζεύεις ότι δεις
και δεν θα ασχοληθείς

Της οθόνης άνθρωπε
γυάλινε και διάφανε
ευαίσθητε κι απάνθρωπε
της οθόνης άνθρωπε
στα προφίλ σου πάντα θες
τις παλιές σου ενοχές
στο γυαλί να ξοδευτείς
και ζωές να αιτηθείς

τα «ξεμπερδευτήρια» like
είναι τρόπος λέει ο Μάικ
απ τους άλλους να κρυφτείς
και να μην ασχοληθείς
τα «ξεμπερδευτήρια» φταίνε
στρίβεις δια του «like” λένε
που χαζεύεις ότι δεις

και δεν θα ασχοληθείς

Μία γενιά χωρίς σουξέ

Εικοσιτέσσερα και κάτι
με το τζιπάκι του μπαμπά
«ντόλτσε καμπάνα» ροζ μπλουζάκι
τάμπλετ και δύο κινητά

υπάλληλος μέσος εκείνος
κι εκείνη κόρη με λεφτά
δεν έμαθε που είναι ο Ρήνος
κι ας έχει τα πτυχία διπλά

ανήκει στη γενιά του ναι
μία γενιά χωρίς σουξέ
το μούτρο του φτωχομπινέ
που την φλερτάρει την αγχώνει
ανήκει στη γενιά του ναι
καλύτερα να μείνει μόνη

ανήκει στη γενιά του ναι
του ό,τι ζητήσεις θα το έχεις
σε μια ελίτ χωρίς σουξέ
που σε προσέχει αν υπερέχεις

φτωχή μα και καλοντυμένη
αμόρφωτη μα σπουδαγμένη
γενιά χωρίς υποχρεώσεις
που το σταυρό σου θα της δώσεις
πατρίδα παραχαϊδεμένη

τα βάζω κάτω και δε βγαίνουν
τα κεκτημένα τους τους  δένουν
αν κάπως έχεις συνηθίσει
κάθε αλλαγή θα σε κλονίσει
το χαρτζιλίκι όλο μικραίνει
και ξαφνικά οι γονείς τους ξένοι


Όλοι ψάχνουν ν αγαπήσουν κάτι μακρινό

Όλοι ψάχνουν ν αγαπήσουν κάτι μακρινό
που δεν θα γυρέψει να τους μάθει
ίσα ίσα για να υπάρχει κάτι στο μυαλό
μια σταγόνα αίμα στο αγκάθι

όλοι ψάχνουν ν αγαπήσουν κάτι μακρινό
που δεν θα γυρνάει το βράδυ στο ίδιο σπίτι
κάποιον από ξένο τόπο που δεν θα ρθει εδώ
δίχως υποχρέωση κι ευθύνη

κι αν θα συναντιούνται μια στις τόσες, που και που
και θα ανταλλάσσουν βιαστικές κουβέντες
κι αν θα ζούνε πάντα χωριστά, πάντα αλλού
έχει η εποχή κάτι φριχτές πατέντες

όλοι ψάχνουν ν αγαπήσουν κάτι μακρινό
και σε μια βδομάδα μέσα γράφουν σ αγαπώ
λένε λόγια που στ αυτιά τους θέλουν ν ακουστούν
λένε σ αγαπώ μόνο για να αγαπηθούν

όλοι ψάχνουν ν αγαπήσουν κάτι μακρινό
με ασφάλεια να το ζήσουν, με βήμα αργό
να το συναντούν τα βράδια στις οθόνες τους
να σκοτώνουν δήθεν τους κανόνες τους

όλοι ψάχνουν ν αγαπήσουν κάτι μακρινό
για να του πασάρουν ένα μύθο
και να τους δεχτεί, μ αυτόν τον άλλο εαυτό
τον διαδικτυακό θεμέλιο λίθο




Οι παρεξηγιάρηδες

Σου ζητούν εξήγηση
με δυο μάτια όλο φθόνο
για την παρεξήγηση
ζούνε κι αναπνέουν μόνο

κυνηγοί μιας αφορμής
απ τα ρούχα να τους βγάλεις
στο θυμό επιρρεπής
και το όπλο υπό μάλης

ούτε ερωτιάρηδες
ούτε γέλιο, ούτε δράμα
οι παρεξηγιάρηδες
είναι άχαροι από κάρμα

σου ζητούν να εξηγηθείς
δυο φορές τι εννοούσες
και συγνώμη να τους πεις
για όσα τάχα υπονοούσες

δεν το λες κακία αυτό
ίσως άρνηση και ζάλη
τρικυμία εν θερμώ
σε μια κουταλιά μεγάλη

ούτε ερωτιάρηδες
ούτε γέλιο, ούτε δράμα
οι παρεξηγιάρηδες
είναι άχαροι από κάρμα



Δείξε τον παρά σου κι είσαι εντάξει

Πούλησε στο διάολο την ψυχή του
για να παραμείνει πάντα γέρος
κακοφορμισμένη η ζωή του
δέθηκε στο αιώνιο το μέρος

την αποδοχή όλων ζητάει
για ν ανταποδώσει λίγη αγάπη
μα ο διάολος τον παρατηράει
θέλει από εκείνον πάντα κάτι

έβαλε στο μάτι μια μικρούλα
και τον διάολο παρακαλάει
να του δώσει τόση δα ψυχούλα
για να θυμηθεί πως ν αγαπάει

δείξε τον παρά σου κι είσαι εντάξει
του πε ο διάολος κι έκοψε λάσπη
είσαι ακίνδυνος γι αυτό σε πάει
συνομήλικους δεν αγαπάει

πες της δυο τραγούδια απ τα λαθραία
κάνε την να νιώσει πάλι ωραία
κι αν μυρίζει η ανάσα σου θειάφι
πες της είναι η άνοιξη που θάρθει

πούλησε στο διάολο την ψυχή του
με εκατομμύρια μοιραίους
πήρε την σκυτάλη από τους νέους

και την έχει θάψει στην αυλή του 

Το μικρό σπίτι στο σκοτάδι

Χτύπησαν στης Ελένης χθες, το βράδυ οι αλήτες
κλείσε καλά το σπίτι σου, γυρνούν οι λωποδύτες
στρίψε στις πόρτες τα κλειδιά, σφράγιστα παραθύρια
βάλε και κάγκελα ειδικά, έχουν και αντικλείδια

άφηνε ανοιχτό το φως κι ένα ραδιοφωνάκι
σαν έρθει ο κακοποιός, πάντα ν ακούει κάτι
κι αν είσαι εσύ να μου χτυπάς τρεις για να καταλάβω
απ το ματάκι όταν κοιτώ μοιάζεις με κάποιον Σλάβο

Αν σου χτυπούν για έρανο ποτέ να μην ανοίξεις
ή δήθεν από τον ΟΤΕ λογαριασμό να δείξεις
επίμονα όταν κοιτάς καμιά ηλικιωμένη
μαύρα γυαλιά να μη φοράς, φοβάται η καημένη

τον θερμοσίφωνα ανοιχτό ποτέ να μην ξεχάσεις
κλείσε το μάτι το μικρό ποτέ φωτιά μην πιάσεις
γιατί αν πιάσεις πυρκαγιά από χείλη σε χείλη
θα μαθευτεί στη γειτονιά, θα γίνουμε ρεζίλι

τώρα που ο Μπουτάρης βρε έκλεισε όλα τα φώτα
κι η γειτονιά σκοτείνεψε σαν τα χρόνια τα πρώτα
μοιάζει με μια παλιά σειρά που οι σκύλοι αλυχτούνε
στη γειτονιά μας τα παλιά τα χρόνια πάλι ζούμε

οικονομία από το φως, δεν κάνουν βρε Μπουτάρη
έλεγα εναλλακτικός ήσουν που να σε πάρει
τώρα θα πεις πως διώχνονται έτσι και τα κουνούπια
όπως και νάχει εσύ ποτέ δεν μπαίνεις σε καλούπια

μέχρι και ένας τραβεστί ήρθε και τους τσαντίζει
μα έχει πλάτες παλαιστή και κάποιον τους θυμίζει
οι άντρες τον φοβούνται και πηγαίνουν τοίχο τοίχο
κι ο χρυσαυγίτης λέει πως: «κάπου θα το πετύχω»

τι παλικάρια είναι αυτοί οι χρυσαυγίτες όλοι
τέσσερις τέσσερις μαζί, πάντα σφιχτά οι κώλοι
σαν βρίσκουν γέρο τον περνούν στο άλλο πεζοδρόμιο
κι όλο τους βλέπεις συζητούν  όμοιος πάντα μ όμοιο



σπίτι μικρό στη σκοτεινιά, πάλαι ποτέ λιβάδι
ο τζο να ρίχνει πετονιά, η Λόρα χτυποκάρδι
κάθε Δευτέρα στο Youtube βλέπω ένα επεισόδιο
άρε Μπουτάρη σε καλό μας βγαίνει κάθε εμπόδιο

κι απ τον Σταθμό όταν περνάς, να είσαι ξυρισμένος
να μην σου κάνουν έλεγχο, σα να σουν κάνας ξένος

κι αν ο Μπουτάρης κατεβεί στις εκλογές, «φιλάκια»

Κόλακας κόλακα μάτι

Άνθρωπος που δεν παρεξηγιέται
με φοβίζει απ όλους πιο πολύ
γιατί σπάνια σωστά εξηγιέται
όταν γίνει η μία η στραβή

άνθρωπος που δεν παρεξηγιέται
είναι μ όλους άρχοντας σωστός
δεν χρειάζεται να συγκρατιέται
όλους τους σκλαβώνει διαρκώς

άνθρωπος που δεν παρεξηγιέται
σπάνια ακούει λόγο αιχμηρό
ατσαλάκωτος πάντα κρατιέται
με τον ψεύτικο τον λόγο τον γλυκό

κόλακας, κόλακα μάτι λεν ποτέ δεν βγάζει

μα όταν του στραβώσει κάτι πρόσωπο αλλάζει

Η γατού

Την ανιψιά σου τη «γατού»
να βρεις σε άλλον να τη δώσεις
κάποιον θα βρει η «μισιρλού»
με τέτοια προίκα που θα σπρώξεις

συνήθεια Αλεξανδρινή, μου λες,
τα οικόσιτα στο σπίτι
μα ούτε γάλα ούτε τυρί
σου δίνουνε βρε πρώην Κνίτη

οκτώ γατιά κι ένα σκυλί
χώρια αράχνες , κατσαρίδες
πήγα το απόγευμα από εκεί
γι αυτό ούτε σ είδα ούτε μ είδες

«όποια τα ζώα αγαπά
με τέτοιο πάθος βρε γαλιάντρα
σκοπό δεν έχει για παιδιά
μυαλό δεν έχει για τον άντρα»

της είπα κι έγινε μωβ γκρι
μου είπε πως: «πολλή μου πέφτει»
κι εγώ της είπα με πυγμή
σαν να με είπε μόλις κλέφτη:

«είσαι πουτούδα και γατού
και τριακόσια και… για φρίσκις
βρέξει χιονίσει βρει τσιμπλού
ευρώ το μήνα πως τα βρίσκεις;»


Χαμένη ψυχή

Δεν είσαι φίλε κι ούτε είμαι κάτι δα μεγάλο
έτσι μικρούς μάς έχει φτιάξει και μας θέλει η ζωή
κι αν είναι κάτι που χωρίζει τον ένα από τον άλλο
είναι η αγάπη που κρατάει στην ψυχή


μα προτιμότερο είναι να σαι μια ψυχή χαμένη
από το να σαι ένα χαμένο κι αδιόρθωτο κορμί
γιατί όταν φεύγουμε και πάμε κάτι πίσω μένει
για να θυμίζει πως περάσαμε από κει

κάτι απροσδιόριστο, μια αύρα, μια σκιά στο δρόμο
που δεν ανήκει ούτε σε δέντρο, ούτε σε πλάσμα ζωντανό
μια μελωδία μες τη χάβρα, ένα φως στον τρόμο
απ το βαθύ μας κέντρο ως τον ουρανό

δεν είσαι φίλε και δεν είμαι κάτι δα μεγάλο
όπως δεν είσαι και δεν είμαι του πεταματού
κάποιοι δεν βλέπουν ούτε ένα τ ουρανού σινιάλο
 κι άλλοι το βλέπουνε παντού

μα προτιμότερο είναι να σαι μια ψυχή χαμένη
από το να σαι ένα χαμένο κι αδιόρθωτο κορμί
γιατί όταν φεύγουμε και πάμε κάτι πίσω μένει
για να θυμίζει πως περάσαμε από κει

κάτι απροσδιόριστο, μια αύρα, μια σκιά στο δρόμο
που δεν ανήκει ούτε σε δέντρο, ούτε σε πλάσμα ζωντανό
μια μελωδία μες τη χάβρα, ένα φως στον τρόμο

απ το βαθύ μας κέντρο ως τον ουρανό 

Πιο φιλελεύθερη μη γίνεις από τόσο…

Ο Τζήμερος απ την αρχή σού φάνηκε σωστός
και μέχρι και το Μάνο στο πλευρό του ανέχτηκες
και λες ήταν ο οίστρος ο μεταρρυθμιστικός
στο άρμα τους που βρέθηκες

«δημιουργία ξανά» πως ψήφισες το ξέρω
μαζί μ άλλους πολίτες που θέλαν αλλαγή
πιο δεξιά όμως μη πας, γιατί θα υποφέρω
για σένα ψήφισα ΠΑΣΟΚ, μια μαύρη Κυριακή

δύο καφέδες ένα ευρώ, θυμάσαι; Είχα κεράσει
την πρώτη μέρα του ευρώ
Γενάρης δυο χιλιάδες δυο
που κάτι σ είχε πιάσει

Πιο φιλελεύθερη μη γίνεις από τόσο
πιο δεξιά μη μετατοπιστείς
κράτα και κάτι απ τα παλιά για να σε νιώσω
τόση αλλαγή πως την μπορείς

Πριν καταρρεύσει σαν το κάστρο στο σκοτάδι
ο υπαρκτός ο Σοσιαλισμός
των φιλελεύθερων κατέρρευσε ένα βράδυ
ο υπαρκτός ερωτισμός

πιο φιλελεύθερη μη γίνεις από τόσο
πιο δεξιά μη μετατοπιστείς
σε μια εποχή που όλα πουλιούνται όσο όσο
μείνε στο κέντρο να χαρείς



Αν σκέφτηκε ο Ζούκερμπεργκ το Facebook να φτιάξει…

Τα ψεύτικά σου τα προφίλ, όλα, ένα προς ένα
έχουνε μια ταυτότητα και είναι προσεγμένα
έχουνε κάτι αλλιώτικο το ένα από το άλλο
είναι προφίλ που κρύβουνε συναίσθημα μεγάλο

στα ψεύτικά μου τα προφίλ, που τά χεις ξεσκεπάσει
μιλάει πάντα ο σινεφίλ που πρέπει να σωπάσει
μα εγώ δε θέλω να κρυφτώ αντίθετά με σένα
θέλω δυο λόγια να σου πω, απλά και μετρημένα

αν σκέφτηκε ο Ζούκερμπεργκ το Facebook να φτιάξει
είναι γιατί αλλιώτικα θα σ είχα ήδη ξεγράψει
κι αν μού γινε η σελίδα σου έμμονη πια ιδέα
είναι γιατί η ελπίδα σου πέθανε τελευταία

έρωτα ανεκπλήρωτο ζουν τα προφίλ μας χρόνια
το αίσθημα μου απλήρωτο κι εσύ σε μιαν αιώρα
απ την σελίδα σου έξω πια δεν τριγυρνώ τα βράδια
ύψωσα μαύρα πια πανιά, με γέμισες σημάδια

και τώρα χρόνια πια μετά, αναρωτιέμαι μόνος
άξιζε τόση τσιγκουνιά στα αισθήματα και πόνος;
κι αν δεν υπάρχει άντρας πια στη χώρα ευτυχισμένος
είναι η δική σου η φουρνιά που είναι ο άντρας ξένος
κι αν δεν υπάρχει άντρας πια να ψάχνει για Ελληνίδα
φταίει η δικιά σου η φουρνιά, που αλλάζουμε πατρίδα

αν σκέφτηκε ο Ζούκερμπεργκ το Facebook να φτιάξει
είναι γιατί αλλιώτικα θα σ είχα ήδη ξεγράψει
κι αν μού γινε η σελίδα σου έμμονη πια ιδέα
είναι γιατί η ελπίδα σου πέθανε τελευταία


Αποκλεισμός

Σου λέω, πως θα έρθει μια στιγμή, που εσύ θα θες
ν αλλάξεις μια κουβέντα και μι αγκαλιά μαζί μου
θα έρθει μια στιγμή που ίσως μόνη σου θα κλαις
και που εγώ θα γλύφω πάλι μόνος την ψυχή μου

θα έρθει μια στιγμή που ούτε θα μπορείς
ξανά να μ αντικρίσεις και να εξηγηθείς
θα έρθει μια στιγμή που τίποτα απ αυτά που ξέρεις
τα παλιά, δεν θα τα ξαναζήσεις

θα έρθει μια στιγμή που κάθε αποκλεισμός
θα σου επιστραφεί σαν κάρμα και χρησμός
θα έρθει μια στιγμή, κοντά ειν η στιγμή
που θα ερωτευθώ και θα ξαναγαπήσω

θα έρθει μια στιγμή, κοντά ειν η στιγμή
που δίχως να ντραπώ για πάντα θα σε σβήσω
θα έρθει μια στιγμή που δε θα σου εξηγήσω
που εσύ θα σαι εκεί και δε θα σου μιλήσω

θα έρθει μια στιγμή, κοντά ειν η στιγμή
που με τον εαυτό μου ξανά θα απορήσω
θα έρθει μια στιγμή, που ό,τι κι αν μου πει
εγώ θα ακολουθήσω
κοντά ειν η στιγμή που θα σε αποκλείσω
χωρίς να σε ρωτήσω, χωρίς να απαντήσω

κοντά ειν η στιγμή, που μαύρο και σιωπή
θα λάβεις από μένα, τα χέρια μου λυμένα
θα έρθει μια στιγμή, που θα χεις καταλάβει
πως έτσι είν η ζωή, μάχαιρα αν έχεις λάβει

και συ τέκνον μου έρωτα ειδοί του Ιουνίου
ανήμερου θηρίου και συ τέκνον μου Βρούτε

γιατί έφτασε η στιγμή
που δε σε συγχωρώ
που δε σε υπολογίζω
που δε σε εκτιμώ
γιατί έφτασε η στιγμή
που χρόνια είχες κτίσει
για να με διαλύσει
γιατί έφτασε η στιγμή
που ακόμα και η σιωπή
που διάλεξες σα λύση
θα σου επιστραφεί
 για να σε τιμωρήσει


Give me baby a life


Ξέρεις τι αισθάνομαι όταν
στις ειδοποιήσεις μου
βλέπω τ όνομά σου πρώτα;
πιάνονται οι αισθήσεις μου

κάποια μ είχε αποκλείσει
και με δέχτηκες εσύ
δε με είχε αγαπήσει
ό,τι φάει κι ό,τι πιει

τώρα ζω για το λαμπάκι
που θ ανάψει στη γωνιά
νιώθω σα μικρό παιδάκι
πού χει κάνει σκανταλιά

έχω χάσει το μυαλό μου
δεν διαβάζω άλλο πια
case criminal θα παίξω
αν με προσκαλείς συχνά

όμως μη ζητάς να παίξω
Candy Crash Saga κι εσύ
δεν μπορώ να το αντέξω
μου θυμίζει μια ψυχή

give me baby a life
στην ψηφιακή στιγμή
το λαμπάκι μου ν ανάψει
και να είσαι πάλι εσύ

είναι κόλπα ψυχολόγων
που γνωρίζουν να σου πουν
πως ο μέγιστος των νόμων
είναι να μη σε ξεχνούν