Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα λαϊκισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα λαϊκισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 27 Νοεμβρίου 2010

Ο λαϊκισμός ως αισθητική πρόταση

Προερχόμενος από τα αχανή τούνελ της ανθρώπινης ιστορίας, ο λαϊκισμός υπήρξε μια οντολογική αλλά και κατ επέκταση συλλογική ανάγκη που αναφυόταν κάθε φορά στον αντίποδα της κοινωνικής χειραφέτησης, ενθαρρύνοντας τους ανθρώπους να απωθούν με πεισματική αποστροφή την έννοια της προσωπικής ευθύνης.
Κατά την ιστορική διαδρομή που διήνυσε συναντήθηκε με πολλά ρεύματα και τάσεις και αφομοιώθηκε επιτυχώς από τα περισσότερα για να καταλήξει τελικά αλλού να αποτελεί ένα κυρίαρχο σύστημα σκέψης με διαφορετικά προσωπεία και αλλού μια εκφυλισμένη επικοινωνιακή πρακτική. Σ όλες τις περιπτώσεις όμως δραματικό ρόλο για τη μοίρα του λαϊκισμού ως συνήθειας και συστήματος σκέψης έπαιζε το μορφωτικό και πολιτιστικό επίπεδο του κάθε λαού.
Λόγου χάρη, οι λαοί που γρήγορα αντιλήφθηκαν ότι κανένας εξωραϊσμός της φόρμας, καμιά ωραιοποίηση, δεν μπορεί να αλλάξει επί της ουσίας μια επώδυνη κατάσταση άρχισαν μέσα από την καλλιέργεια της πολιτικής τους κουλτούρας να αντιμετωπίζουν με αυξανόμενη καχυποψία- που έφτανε έως τα όρια του πολιτικού αποκλεισμού- τις φωνές εκείνες που καλλιεργούσαν προσδοκίες μεγαλύτερες από όσες το συλλογικό ασυνείδητο δικαιολογούσε.

Σήμερα, που είναι ευδιάκριτη και ήδη δρομολογημένη περισσότερο από κάθε άλλη χώρα, στη δικιά μας, η μετάβαση σε μια νέα εποχή ο εγχώριος λαϊκισμός έρχεται αντιμέτωπος με έναν οδοστρωτήρα αμφίβολης ισχύος.


Αυτός έχει βάλει στο μάτι τα στερεότυπα που έλκουν την καταγωγή τους από το αντιπαραγωγικό πνεύμα που κυριάρχησε στη χώρα μας εδώ και δεκαετίες και θέλει να τα εκριζώσει, μια προσπάθεια που μοιάζει να είναι εξαιρετικά φιλόδοξη έως και τιτάνια.

Η αλήθεια είναι ότι επειδή είναι πολύ δύσκολο να πειστεί ένας λαός που συνήθισε να χειραγωγείται με την αντίληψη του καρότου και του μαστιγίου, ότι το καρότο του θα έχει εφεξής λιγότερο ελκυστική εμφάνιση , πρέπει να είμαστε υπομονετικοί και να κρατούμε μικρό καλάθι.

Άλλωστε, οι αντανακλαστικές κινήσεις αυτού του λαού θα χαρακτηρίζονται από σπασμωδικότητα, ευκαιριακή πλαστικότητα και αντιδραστική οπισθοδρομικότητα, όσο θα αισθάνεται ότι θα χάνει αυτό που εννοούσε ο Πλάτωνας όταν μιλούσε για τις σκιές της σπηλιάς που είχε μάθει να θεωρεί ως πραγματικό κόσμο ο άνθρωπος της παραβολής: την πραγματικότητα που έμαθε να αναγνωρίζει ως αποδεκτή.

Έτσι, η αντίδραση του λαού που προσπαθεί σήμερα να φιλοξενήσει τον ορφανό λαϊκισμό, τον οποίο οι κυβερνώντες επιχειρούν να εξοβελίσουν σε μια προσπάθεια αποκατάστασης της διεθνούς αξιοπιστίας της χώρας, είναι φυσιολογική και αναμενόμενη.

Όπως και η μετάβασή του στον χώρο του πολιτισμού και της καθημερινότητας.
Εκεί όπου βρίσκει ένα τεράστιο και αναξιοποίητο κενό για να καλύψει με την γοητευτική και εκμαυλιστική φύση του.

Ο νέος λαϊκισμός λοιπόν, αυτό το παιχνίδι της υπόγειας συναίνεσης μεταξύ κυβερνώντων και πολιτών, είναι σήμερα κυρίως ένα πολιτιστικό φαινόμενο που αναπτύσσεται ως αισθητική άποψη μέρα με την ημέρα μέσα από τη χρήση των νέων τεχνολογιών και φυσικά του διαδικτύου.

Φορείς του είναι ένα θεαματικό κομμάτι της επικοινωνίας που συναπαρτίζεται από περιούσιους δημοσιογράφους, bloggers, απλούς πολίτες, καλλιτέχνες κα….που επαίρονται ότι μονάχα αυτοί κατέχουν την μοναδική και αδιάψευστη αλήθεια.
Παράλληλα, η αναγνωρίσιμη φόρμα της αισθητικής του λαϊκισμού, χρησιμοποιεί απλά, ευανάγνωστα και κατανοήσιμα σχήματα για να αστικοποιηθεί στο σύγχρονο κοινωνικό περιβάλλον, που εκφράζονται μέσα από κραυγές, οιμωγές, αποδομήσεις, μηδενισμούς κτλ. Όσο πιο απορριπτικός γίνεται κανείς λοιπόν, με όσο μεγαλύτερη γραμματοσειρά τονίζει την αγανάκτησή του τόσο περισσότερο ταυτίζεται με την έννοια της αλήθειας. Κι όσο περισσότερο γκρεμίζει τόσο πιο αληθινός φαντάζει στα μάτια ενός κοινού που εκπαιδεύτηκε να αντιλαμβάνεται την δημιουργία ως σιωπηλή συνενοχή στις προθέσεις ενός συστήματος που υπηρετεί τους ισχυρούς παράγοντες του τόπου.
Εν κατακλείδι, η έλλειψη παραγωγικότητας που μας χαρακτηρίζει συνδέεται άμεσα τόσο με τον λαϊκισμό όσο και με την δημαγωγία. Γιατί επί της ουσίας όλα αυτά έχουνε τις ρίζες τους στην καλλιέργεια του εύκολου τρόπου, της φυγοπονίας και της ελαχιστοποίησης της προσπάθειας απέναντι στο κοπιαστικό και εργώδες κτίσιμο μιας διαφορετικής καθημερινότητας.

Πέμπτη 6 Μαΐου 2010

Ποια ακριβώς είναι η εικόνα της χώρας μας στο εξωτερικό που αμαυρώνεται;

Η κρισιμότητα των περιστάσεων είναι μεγάλη και αδιαμφισβήτητη. Η Ελλάδα βρίσκεται καθηλωμένη σ ένα κρίσιμο σταυροδρόμι και διστάζει να αποφασίσει αν θα πάει μπροστά, πίσω, δεξιά ή αριστερά. Αιτία αυτού του δισταγμού δεν είναι άλλη από την παντελή έλλειψη εμπιστοσύνης προς τους παραδοσιακούς διαχειριστές των καρπών του ελληνικού μόχθου. Με απλά λόγια, πολλοί από τους Έλληνες πολίτες έχουν συνειδητοποιήσει την επιτακτική σημασία των μέτρων, ελάχιστοι ωστόσο δεν είναι καχύποπτοι απέναντι στην αποτελεσματικότητα που διαθέτουν οι πολιτικές ηγεσίες. Δεκαετίες ολόκληρες χαμένων θυσιών δημιούργησαν τη σημερινή χιονοστιβάδα καχυποψίας που ορθώνεται σαν οδόφραγμα ενώπιον κάθε αναγκαιότητας. Από την άλλη οι συνθήκες που διαμόρφωσαν από κοινού τα λάθη και οι παραλείψεις δεκαετιών, οι ανεπαρκείς ηγεσίες μας και οι κερδοσκόποι, γίνονται περισσότερο επιτακτικές και πιεστικές από την λάθος στάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε σχέση με το ελληνικό πρόβλημα. Με λίγα λόγια, το ασφυκτικό χρονικά πλαίσιο μέσα στο οποίο εγκιβωτίστηκε η πιο φιλόδοξη προσπάθεια δημοσιονομικής προσαρμογής στα χρονικά απειλεί την ίδια την επιτυχία του εγχειρήματος κι η πραγματική τραγωδία θα ήταν να μην καρποφορήσουν για άλλη μια φορά οι θυσίες του ελληνικού λαού.
Το σημείο μηδέν της ελληνικής ιστορίας έγκειται στο γεγονός ότι δεν υπάρχει παρά μόνο μία επιλογή. Να επιτύχουμε την αλλαγή της χώρας.

Επειδή όμως μια ενδεχόμενη αποτυχία στην εφαρμογή των μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής, θα πυροδοτούσε αλυσιδωτές αντιδράσεις στην παγκόσμία οικονομία, ο διεθνής παράγοντας ρεαλιστικά θα έπρεπε να ήταν πιο προσεκτικός στην χρήση των όρων και των χρονοδιαγραμμάτων που επιβάλλει. Και θεωρώ ότι θα ήταν αν δεν φοβόταν την παραδοσιακή ελληνική αναβλητικότητα μπροστά στην εφαρμογή επώδυνων αποφάσεων.

Από την άλλη η ευόδωση αυτής της προσπάθειας με την παράλληλη ανανέωση παρωχημένων νοοτροπιών και αντιλήψεων θα μπορούσε τελικά να τοποθετήσει την Ελλάδα σε μια νέα βάση ανάπτυξης και προόδου. Επιμένω στην άποψη ότι οι πιο δύσκολες πρόνοιες που πρέπει αναγκαστικά να λάβουν οι Έλληνες είναι εσωτερικής φύσεως. Κι επειδή οι νοοτροπίες ενός λαού είναι βαθύρριζες, ο μόνος τρόπος απαλλαγής από αυτές είναι το ξερίζωμά τους κι αυτή είναι μια επώδυνη διαδικασία. Γίνεται γρήγορα αλλά με επιθετικό τρόπο.


Μεταξύ αυτών και η υποτέλεια προς τους ξένους, που είναι λάθος να την αποδίδουμε μόνο στις πολιτικές ηγεσίες.

Στην πραγματικότητα, δεν γνωρίζω, αν υπάρχει στον κόσμο άλλη χώρα που να ενδιαφέρεται τόσο πολύ για την έξωθεν καλή μαρτυρία, και παράλληλα να φροντίζει τόσο λίγο για το είδος της εντύπωσης που εκπέμπει προς τη διεθνή κοινή γνώμη. Και φυσικά δεν αναφέρομαι μόνο στην ιδιαίτερη συγκυρία που βιώνει η χώρα μας κατά την οποία η πολιτική επικοινωνία φαίνεται να παίζει ένα καθοριστικό ρόλο σχετικά με τις οικονομικές εξελίξεις. Εννοώ την παραδοσιακή αγωνία μας σχετικά με το πως φαινόμαστε στον έξω κόσμο, τι σκέφτονται για μας οι ξένοι, ποια εικόνα αποκομίζουν από τη χώρα μας. Κυρίως, ευθύνεται γι αυτό σε μεγάλο βαθμό το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι ένα μεγάλο ξενοδοχείο που προσφέρει πρωτίστως τουριστικές υπηρεσίες και θέλει να κρατάει τους πελάτες του ικανοποιημένους.

Το κακό ονομάζεται ξενομανία, ριζώνει κατά τη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης και γιγαντώνεται από τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1980. Στον πυρήνα του κρύβει μια πολύ χαμηλή εθνική αυτοεκτίμηση με παράλληλη αποστροφή για την ελληνική γλώσσα, μια συνθήκη που σφραγίζει καθοριστικά τη μοίρα αυτού του τόπου, τόσο σε οικονομικό, όσο και σε πολιτιστικό επίπεδο. Όλα πρέπει να τα κάνουμε μ έναν τρόπο που παραπέμπει στο αγγλοσαξωνικό μοντέλο, χωρίς να λογαριάζουμε πως ανταγωνιστικό για τις διεθνείς αγορές θεωρείται το πρωτότυπο, το "εθνικό" που γίνεται διεθνές, κι όχι η απομίμηση, στην οποία, άλλωστε, διαπρέπει ένας άλλος πανάρχαιος πολιτισμός, ο Κινέζικος.

Άλλωστε η έλλειψη παραγωγικότητας που μας χαρακτηρίζει στους περισσότερους τομείς συναρτάται άμεσα με το γεγονός ότι δεν σεβόμαστε ούτε τον χώρο, ούτε και τα υλικά που μας διαθέτει η γλώσσα και η παράδοση της χώρας προκειμένου να δημιουργήσουμε, κάτι που θα έχει εθνικά χαρακτηριστικά και θα προκαλέσει το ενδιαφέρον της διεθνούς αγοράς μεγαλώνοντας την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας.
Ωστόσο η αποστροφή μας προς αυτά τα ελληνικά εργαλεία καθορίζει σε μεγάλο βαθμό το γεγονός ότι ασχολούμαστε διαρκώς με μερεμέτια, παράγουμε ελάχιστα, εισάγουμε δυσανάλογα πολύ σχετικά με τις δυνατότητές μας και αναπαράγουμε μέχρι εξαντλήσεως τις ελάχιστες πρωτότυπες ιδέες που κατά καιρούς διαθέτουμε.

Μέχρι να αποκτήσουμε εθνική αυτοπεποίθηση, λοιπόν, θα ζούμε και θα αναπνέουμε για το πώς δείχνουμε στο εξωτερικό. Αυτός είναι ο εκπεφρασμένος λαϊκισμός του μέσου Έλληνα. Και θα αποζητούμε την αποκατάσταση μιας εικόνας του Έλληνα που μόνο στο μυαλό μας υφίσταται.

Έτσι, ακόμα και το γεγονός της δολοφονίας των τριών συνανθρώπων μας πέρασε ουσιαστικά σε δεύτερη μοίρα και κονιορτοποιήθηκε από την επικοινωνιο-λαγνεία των μέσων. Ένα τραγικό γεγονός χρησιμοποιήθηκε προσχηματικά προκειμένου να ακουστούν κραυγές περί αμαύρωσης της εικόνας της χώρας και απολογίες σχετικά με τις ευθύνες που έχει κάθε παράταξη για την πρόκληση των γεγονότων.

Τετάρτη 5 Μαΐου 2010

Ο λαϊκισμός δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο της Αριστεράς

Αλίμονο αν δεν πιστεύαμε ότι ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός. Ένας κόσμος μακριά από δογματισμούς και ιδεοληψίες, αριστερόστροφες ή δεξιόστροφες, αλλά και μακριά από τη μοιρολατρία της παραδοχής ότι: “αυτόν τον κόσμο έχουμε”. Τον κόσμο δηλαδή του φιλελεύθερου μονεταριστικού ολοκληρωτισμού. Διότι τελικά, υπάρχει μεγάλη απόκλιση μεταξύ του να είσαι φίλος της ελευθερίας και πραγματικά ελεύθερος. Στην πρώτη περίπτωση η ελευθερία (οικονομική, κοινωνική, πολιτιστική) είναι απλώς ένα έκθεμα, ένα ιδεολογικό εξάρτημα, ενώ στη δεύτερη είναι μια δυνατότητα που βιώνεται.
Οι αρθρογράφοι της φιλελεύθερης πτέρυγας συχνά διαθέτουν έναν ιδιαίτερο οίστρο όταν πρόκειται να μιλήσουν για την ιδεολογική κηδεμονία που ασκεί η αριστερά του 10%(βαριά βαριά) στις ηγεσίες του τόπου. Ωστόσο, δεν δείχνουν την ίδια ευαισθησία όταν πρόκειται για παράδειγμα για τον φιλελεύθερο λαϊκισμό του κ. Σαμαρά, ο οποίος επίσης λέει έξω το ΔΝΤ , αλλά κανείς δεν τον κατηγορεί για τυχοδιωκτικό φαρισαϊσμό, όταν καταψηφίζει τα μέτρα που θα ψήφιζε αν απαιτούνταν και η προσωπική του συμβολή.


Δεν υποστηρίζω φυσικά ότι η Αριστερά είναι άμοιρη ευθυνών σ αυτό τον τόπο, ωστόσο το μερίδιο που της αναλογεί απέχει παρασσάγγας από αυτό όσων κυβέρνησαν και η δαιμονοποίησή της δεν αποτελεί παρά μια ακόμη μετατόπιση ευθυνών. Έναν συνειδητό αντιπερισπασμό από τις ευθύνες της εξουσίας, αλλά και της πραγματιστικές αδυναμίες της φιλελεύθερης θεωρίας, που είναι τόσο ρηχή και επιφανειακή, ώστε να εξασφαλίζει μονάχα τις απαραίτητες θεωρητικά πρόνοιες για την ομαλή και ελεύθερη λειτουργία των αγορών. Μια θεωρία που απευθύνεται αποκλειστικά στα ένστικτα αυτοσυντήρησης του ανθρώπου της οικονομίας.


Σ αυτή τη χώρα, όμως θα πρέπει κάποτε να καταλάβουμε, ότι ο λαϊκισμός δεν είναι μόνο προνόμιο των άλλων, που κάπου κάπου ζηλεύουμε και μιμούμαστε κι εμείς προκειμένου να γίνουμε ακόμα πιο δημοφιλείς, αλλά πρωτίστως μια θεμελιώδης, αρχέγονη ανθρώπινη τάση που εκπορεύεται από την ανάγκη μας να αρέσουμε να μας αγαπούν και να μας σέβονται. Και τον ασκούνε με επιδεξιότητα πολιτικοί, πολίτες και δημοσιογράφοι ανεξαιρέτως. Γιατί τελικά δεν έχει και καμιά ουσιαστική διαφορά από το να θέλεις να αρέσεις σ ένα πιο εκλεπτυσμένο κοινό Α, γράφοντας αυτό που περιμένουν να διαβάσουν από σένα ή να θέλεις να γοητεύσεις ένα πιο λαϊκό κοινό Β όπως κάνει για παράδειγμα ο λαϊκιστής δημοσιογράφος των τηλεοπτικών παραθύρων. Και στις δύο περιπτώσεις θέλεις να αρέσεις, απλώς σε διαφορετικό κοινό. Επίσης και στις δύο περιπτώσεις ισχυρίζεσαι ότι για όλα φταίνε οι άλλοι. Ακόμα ακόμα και για την ιδεολογική σου χρεοκοπία.

Πέμπτη 22 Απριλίου 2010

Τούμπες


Για πολλές δεκαετίες ευδοκιμούσε στην Ελλάδα ένας πολιτικός λόγος που χαρακτηριζόταν από οριστική και αμετάκλητη ιδεοληψία. Δύσκαμπτος, απ όποια πολιτική πτέρυγα κι αν προερχόταν, απροσάρμοστος σε εποχές που απαιτούσαν σύνθεση και μεγαλύτερη ευελιξία, βαθιά κομματικός και αρκετά λαϊκίστικος σε στιγμές που έπνεε στον υπόλοιπο κόσμο αέρας ελευθερίας και αξιοκρατίας.
Εντούτοις, όπως αποδεικνύεται από την ιστορία των χωρών που έχουν διανύσει αιώνες πολιτικής παράδοσης, η ικανότητα των πολιτικών θεωριών να προσαρμόζονται στις σύνθετες απαιτήσεις της κάθε εποχής μετατρέπεται σε ιδεολογική πομφόλυγα και σε συγκαλυμμένο λαϊκισμό, κάθε φορά που δεν συνοδεύεται από ιδεολογική συνέπεια και σταθερότητα.
Σήμερα ένα πέντε τοις εκατό περίπου των Ελλήνων συμπατριωτών μας εμπνέεται από τον πολιτικό λόγο του Γιώργου Καρατζαφέρη, που βρίσκεται σχεδόν στον αντίποδα εκείνης της πολιτικής ρητορικής που εκπορεύεται από μια σαφή και ξεκάθαρη ιδεολογική βάση. Μοιάζει μ έναν πολιτικό λόγο, όπως θα τον εξέφραζε ένας αυτοδημιούργητος επιχειρηματίας, που γνωρίζει από την εμπειρία τι θέλει να ακούσει ο πολίτης και με ποιο τρόπο. Χωρίς έρμα και ρίζες, αρχή και τέλος, ένας λόγος, που μεταφέρεται με μεγάλη ευκολία από πεδίο σε πεδίο αντιπαράθεσης, αναμιγνύοντας παράταιρα υλικά, φιλελευθερισμού, λαϊκισμού, φοβικότητας και lifestyle για να δημιουργήσει τελικά μια ανορθόδοξη πολιτική πλατφόρμα, ένα καλούπι συμβουλευτικής πολιτικής που αλλάζει διαρκώς σχήματα και θέσεις, προκειμένου προφανώς να προσεταιριστεί την εξουσία απ όποια πλευρά κι αν αυτή προέρχεται. Άλλωστε, στο δια ταύτα όλων αυτών των πολιτικών παρεμβάσεων εμφανίζεται συνήθως η προτροπή προς τον εκάστοτε πρωθυπουργό να κοιτάξει ξεκάθαρα γύρω του προκειμένου να αναγνωρίσει τα ικανά εκείνα στελέχη που θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν την επιτυχία σε κάθε κυβερνητικό σχεδιασμό.

Για τον κ. Καρατζαφέρη όλα τα προβλήματα λύνονται αρκεί να υπάρχει πολιτική βούληση, αλλά οι λύσεις που προτείνει είναι συχνά τόσο αντιφατικές και αντικρουόμενες μεταξύ τους, και τόσο ανυπόστατες σε κάποιες άλλες περιπτώσεις που αυτοακυρώνονται εν τη γενέσει τους. Όμως η εικόνα αυτής της διφορούμενης εξωστρέφειας που εκπέμπει προς την κοινωνία δεν φαίνεται να τον απασχολεί και ιδιαίτερα, καθώς ιδεολογία και επικοινωνία στην πολιτική του πρακτική είναι ένα και τ αυτό.
Εξάλλου, ως αρχηγός κόμματος που επιβίωσε, μπήκε στη βουλή και απέκτησε υπόσταση, ο πρόεδρος του ΛΑΟΣ μπορεί να αισθάνεται αρκετά υπερήφανος, καθώς έχει πετύχει σημαντικά για τα δεδομένα της χώρας πράγματα. Ωστόσο δεν έχει ακόμα πετύχει το πιο σημαντικό θεωρώ για εκείνον. Να κερδίσει την εκτίμηση και κυρίως το σεβασμό του πολιτικού συστήματος.
Κι αυτό είναι κάτι που θα έπρεπε να τον είχε προβληματίσει, αν μπορεί να δέχεται συμβουλές εκτός από το να δίνει.

Σάββατο 24 Οκτωβρίου 2009

Η ΩΡΑ ΤΟΥ ΞΕΡΟΛΑ (ΑΡΧΕΙΟ ATHENS24 09.11.2007)

Με αφορμή την παρουσία, ενός ευγενέστατου λαϊκού ανθρώπου, κατοίκου των περιβόητων πλέον Ζωνιανών της Κρήτης, σε κεντρικό δελτίο ειδήσεων, ιδιωτικού σταθμού, επιβεβαιώθηκε για μια ακόμη φορά η επιθετική ορμή που υφίστανται από τα ΜΜΕ εκείνοι που θέλουν να τολμήσουν να εκφράσουν μια άποψη που έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με το κλίμα που επιδιώκεται να "πουληθεί".

Στην προσπάθειά του, λοιπόν, να διακρίνει, το ψέμα, μέσα στην αλήθεια, που επιχειρείται να επιβληθεί για τον τόπο του, αλλά και το μέγεθος της αλήθειας μέσα στο ομιχλώδες σκηνικό που βλέπει να διογκώνεται τον τελευταίο καιρό με τον πλέον απαράδεκτο, μηδενιστικό και υπερβολικό τρόπο, στο πλαίσιο μιας τηλεοπτικής πλειοδοσίας λαϊκισμού και υποκρισίας, ο κατά τα άλλα "καλεσμένος" του δελτίου ειδήσεων του καναλιού , προχώρησε σε τρία ασυγχώρητα λάθη:

Πρώτον, ότι τόλμησε, εν μέσω άσφαιρων πυρών, να έρθει σε ευθεία αντιπαράθεση με όλους εκείνους τους "ξερόλες" της ιδιωτικής τηλεόρασης, οι οποίοι κάθε φορά που έρχεται ένα καινούργιο θέμα στην επικαιρότητα, παρουσιάζονται τόσο "κατατοπισμένοι", "προετοιμασμένοι" και "πληροφορημένοι" σχετικά με αυτό, που δίνουν με την αψεγάδιαστη βεβαιότητά τους την εντύπωση ότι το μελετούσαν τουλάχιστον για τα πέντε τελευταία χρόνια, και που στην εν λόγω υπόθεση, φαίνεται τελικά ότι γνώριζαν το τι ακριβώς συνέβαινε στον τόπο του καλεσμένου, καλύτερα ακόμα κι από τον ίδιο.

Περιγράφοντας τελικά οι ίδιοι, την πραγματικότητα που εκείνος "δεν τολμούσε να παραδεχτεί δημόσια" όπως αποφάνθηκαν, "συνυπολογίζοντας τους κινδύνους που θα αντιμετώπιζε από τους παρανόμους συγχωριανούς του, όταν πια θα καταλάγιαζε ο κουρνιαχτός της υπόθεσης και οι κάμερες θα έπαυαν πλέον να ασχολούνται με το εν λόγω θέμα" ακύρωναν, με έναν τρόπο, που σε πρώτη ανάγνωση φανερώνει αληθινό ενδιαφέρον για το πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο πολίτης, αλλά σε δεύτερη μας μαυρίζει τις ψυχές, κάθε δυνατότητα εκφοράς αντίθετης άποψης, σε βαθμό που και ο ίδιος ο καλεσμένος να είναι φυσιολογικό να αρχίσει πλέον να αναρωτιέται αν γνωρίζει για το ίδιο του το σπίτι τόσα όσα φέρονται να γνωρίζουν αυτά τα "τσακάλια" της τηλεόρασης.

Κι ας μην γνώριζαν μέχρι και πριν από λίγες ημέρες ακόμα οι κύριοι και οι κυρίες αυτές, ποιο είναι αυτό το "άνομο" μέρος που σήμερα περιγράφουν, σα να κοιτάζουν την ίδια τους την παλάμη, και το πού περίπου τοποθετείται στον χάρτη αυτός ο "βρώμικος" τόπος.

Όμως, ο κάτοικος των Ζωνιανών, υπέπεσε και σε ένα δεύτερο, ακόμα πιο αδικαιολόγητο σφάλμα: Δήλωσε πως υπήρξε μάρτυρας, αρκετές φορές τα τελευταία χρόνια, πλείστων αστυνομικών περιπολιών στον τόπο του, καταγραφή που ερχόταν σε συγκρουσιακή αντιπαράθεση με την κατάσταση απόλυτης ανομίας και ιδιότυπης αναρχίας, που κατά κόρον περιγραφόταν από τα κανάλια τα τελευταία εικοσιτετράωρα.

Το τρίτο λάθος που θα μπορούσαμε να καταλογίσουμε στον συμπαθητικό Κρητικό δεν θα μπορούσε να είναι άλλο από την ανθρώπινη και απόλυτα κατανοητή επιλογή του, να μην εμφανιστεί θορυβώδης και επιθετικός σε ένα "επιθετικό", όμως, εκ της φύσεώς του δελτίο ειδήσεων , στοιχείο, που ο μέσος τηλεθεατής πλέον, συνηθισμένος στους βροντερούς κανονιοβολισμούς , τα ουρλιαχτά και την προσπάθεια αντιμετώπισης των "ντεσιμπέλ" με "ντεσιμπέλ" του ενός συνομιλητή από τον άλλο, εκλαμβάνει υποσυνείδητα, ως στάση άμυνας, αν όχι ως απόδειξη ενοχής ή ένδειξη τουλάχιστον συμμετοχής ή έστω απόκρυψης.

Με λίγα λόγια ο άνθρωπος αυτός, προσπαθούσε υπομονετικά, αλλά χωρίς επιτυχία τελικά, να μας εξηγήσει ότι είναι άδικο να ανακαλύπτουμε ξαφνικά και εντελώς υποκριτικά σαν κοινωνία , στο ξεχασμένο αυτό και όχι μόνο σε επίπεδο αστυνομικών ελέγχων, αλλά και κρατικής φροντίδας, χωριό της μεγαλονήσου, την "Οπλοφορία" των Κρητικών την "Κλοπή" ως πρωτόγνωρο φαινόμενο στην ελληνική κοινωνία και, άκουσον άκουσον την "καλλιέργεια" παρανόμων χασισοφυτειών (γίνονται αυτά τα πράγματα στην υπόλοιπη Ελλάδα;) και την "ασυλία" μέσα στην οποίο ζούνε και δρουν κάποιοι άνθρωποι (όχι πάντως μεγαλοεπιχειρηματίες).


Όσον αφορά δε τις έρευνες των αστυνομικών δυνάμεων οτιδήποτε ανακαλύπτεται πλέον εκεί , από μικροποσότητες σκληρών έως και μεγάλες ποσότητες "μαλακών" ναρκωτικών, από μικροπαράγκες με υποτυπώδεις εξοπλισμούς που χαρακτηρίζονται ως εργαστήρια επεξεργασίας παράνομων ουσιών και από εκρηκτικές ύλες και δυναμίτες που αποκτούν δίπλα στα δεκάδες όπλα, συνδηλώσεις παρανόμων δραστηριοτήτων, φαντάζει τόσο πρωτοφανές και τρομακτικό στα στόματα των διαμορφωτών της κοινής γνώμης που τελικά και καταλήγει να είναι, όχι όμως εξαιτίας των ίδιων των γεγονότων, αλλά κυρίως εξαιτίας της υποκρισίας αυτών, που αρνούνται να αποδεχτούν ότι τα ίδια αν όχι και περισσότερα ευρύματα θα εντόπιζε μια εκτενής αστυνομική έρευνα, και κάπου κοντά στη γειτονιά τους, την συνοικία τους, ή έστω στην πόλη τους, που ξέρει να κρύβει όλες τις ανομίες της με τρόπο τόσο πειστικό που αγγίζει τελικά τα όρια της ηθικότητας.

Αλλά το θέμα μας σήμερα δεν είναι αυτό. Η ανακάλυψη δηλαδή επιτέλους του "Εγκλήματος" και της ύποπτα νωχελικής υπολειτουργίας τμημάτων του κρατικού μας μηχανισμού, σε ένα μικρό, ορεινό και ξεχασμένο χωριό της Κρήτης. Γιατί αν οι αρχαίοι Έλληνες ανακάλυψαν την Δημοκρατία, την Επιστήμη, την Υψηλή Τέχνη, την Φιλοσοφία και τόσα άλλα σημαντικά πράγματα, κάτι δεν πρέπει να ανακαλύψουμε και εμείς; Ή τουλάχιστον να ξαναανακαλύψουμε…. με την συνεχώς αναγεννημένη χαρά της αυταπάτης ότι τα ξανά- βλέπουμε όλα για "πρώτη φορά", σε έναν παράδοξο συντονισμό της, με την πέρα από κάθε αμφισβήτηση προφητική στάση του ότι "εμείς αυτά τα πράγματα τα λέγαμε, από καιρό, αλλά ποιοι μας άκουγαν…"

Συνηθισμένοι, λοιπόν, στην άποψη ότι, αφού ο λαϊκοφανής επαγγελματίας της τηλεόρασης, μοιάζει να είναι ένας από εμάς, και δεν θα θελήσει ως εκ τούτου να μας εξαπατήσει ποτέ, δίνουμε τηλεθέαση και ευμενή ακοή και χειραγωγούμαστε τελικά αμαχητί από οτιδήποτε, πρωτόγονο, πρωτόλειο και ακαλλιέργητο, μας θυμίζει τον εαυτό που δεν καταφέραμε να εξελίξουμε, αποδεχόμενοι τελικά ως τηλεθεατές, αρχής γενομένης από τις πρώτες πρωινές πολιτικές εκπομπές, μια νέα λογική τάξη που περιγράφει, τον φωνακλά, τον έξαλλο, τον αιωνίως τσιτωμένο και τσαντισμένο ως πειστικότερο όλων των συνομιλητών του και ως εκ τούτου φέροντα το δίκαιο..
Συνέπεια, όμως, της τεράστιας αυτής επιτυχίας, των φωνακλάδων στην ελληνική τηλεόραση, ήταν να υιοθετηθεί τελικά η φυσιογνωμία τους με τον πλέον, αποκρουστικό, "καρικατουρίστικο" και αστείο τρόπο, από ικανότερους αυτών δημοσιογράφους, φύσεις χαμηλών τόνων, παρουσιάστριες ήπιου προφίλ και επαγγελματίες καλεσμένους που συνήθιζαν κάποτε να κρατούν την "μπάλα" χαμηλά, γνωρίζοντας πλέον, καλύτερα τώρα από τον καθένα, ότι αν δεν συμμετάσχουν στο επικοινωνιακό παιχνίδι με τους όρους και τους άγραφους κανόνες που θέτουν εκείνοι που αγγίζουν, τα πιο επιφανειακά ανθρώπινα ένστικτα, είναι επαγγελματικά ή τουλάχιστον τηλεοπτικά τελειωμένοι.

"Μην βροντοχτυπάς τα ζάρια…" και άλλα πολλά σπουδαία πάνω στο θέμα μας, έλεγε κάποτε σοφά το παλιό καλό αγαπημένο λαϊκό τραγούδι, αλλά τελικά το διακύβευμα αυτού του κακόηχου συναπαντήματος, που δε βρίσκεται και πολύ μακριά από τα όρια της χασμωδίας, δεν αφορά μονάχα την ποιότητα της δημοκρατικής μας παράδοσης και την προώθηση ενός ουσιαστικού διαλόγου σε όλα τα επίπεδα, αναγκαιοτητών δηλαδή καθοριστικών για την επίλυση οποιουδήποτε κοινωνικού ή ατομικού μας προβλήματος.

Αφορά και την ίδια την προοπτική της συμπεριφοράς μας, του πολιτισμού μας και κυρίως της γλώσσα μας, που διαμορφώνεται σταδιακά στη συνείδηση των τηλεθεατών, ως ένα σύστημα 300 λέξεων το πολύ, που εκφράζεται με παντελή έλλειψη σεβασμού, γνώσης και ευγένειας απέναντι στον οιοδήποτε δέκτη και με τόση επιθετικότητα και αμετροέπεια που αγγίζει τα όρια της χυδαιότητας.

Ντύνοντας τελικά την βαρβαρότητα με τον παραδοσιακά ακαταμάχητο χιτώνα του αντρίκιου, του παλικαρίσιου, του ξεκάθαρου, του ειλικρινούς και του μεσογειακού ψευτοταμπεραμέντου μας, που δεν είναι τίποτε άλλο στην πραγματικότητα από την αγωνία μας, να μην μας διακόψουν, την αδυναμία μας να εκφράσουμε μια τεκμηριωμένη επιχειρηματολογία, μια αξιοπρεπή δευτερολογία και κυρίως την αδιαφορία μας απέναντι στην φωνή και την προσωπικότητα του εκάστοτε συνομιλητή μας , καταδυναστεύουμε εκτός των άλλων και την ίδια την δυνατότητα της επικοινωνίας και κατ επέκταση καταθλίβουμε κάθε πιθανότητα συνδιαλλαγής, διαλόγου και ανεκτικότητας, έννοιες που τείνουν το τελευταίο διάστημα να συσχετιστούν με την υποχωρητικότητα, την κοινωνική απάθεια και τον υπνωτισμό των συνειδήσεων. Ούρλιαξε, λοιπόν, αν θέλεις να γίνεις πιο πειστικός, ειδάλλως κρύψου, δειλέ, στην αξιοπρέπειά σου...