Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα κριτικές ταινιών. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα κριτικές ταινιών. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2019

Boy and the world (2013)


Boy and the world (2013). Είναι εύκολο να σκεφτεί κανείς ότι  με την τεχνική του animation  μια ταινία απευθύνεται άμεσα στα ψήγματα παιδικότητας που όλοι  διατηρούμε  μέσα μας. Κάθε κίνηση ενός χαρακτήρα ή μιας κάμερας, κάθε μονταζιακή επιλογή, κάθε  αντικείμενο του σετ μοιάζουν να παραπέμπουν στις ιστορίες που αφηγούμασταν ως παιδιά, αξιοποιώντας, από τα υλικά  που υπήρχαν στο περιβάλλον μας τα πιο εκφραστικά για τη χειροποίητη κατά σκευή ενός χαρακτήρα, ενός σκηνικού και τελικά ενός ολοκληρωμένου και από κάθε άποψη τέλειου ολόδικού μας κόσμου.
Όμως, θα ήταν πιο ακριβές, αν προσθέταμε σε όλα αυτά και τη μαγεία που αρχίζει  στα, πρόθυρα της ενηλικίωσης, να χάνεται. Η καταναλωτική κουλτούρα φροντίζει ώστε η καταβύθιση των νέων ανθρώπων σε ένα κόσμο υποχρεώσεων και προβλημάτων να ξεκινήσει υπερβολικά νωρίς. Οι άνθρωποι που βρίσκονται γύρω από τα παιδιά φέρουν συχνά ευθύνη. Πρωτίστως γιατί  βιάζονται. Δευτερευόντως, γιατί θεωρούν περισσότερο ασφαλές για τα παιδιά τους να εγκαταλείψουν έστω και πρόωρα τη θαλπωρή του οραματισμού και της φαντασίωσης. Έτσι,   όσα απασχολούν τους ενηλίκους γίνονται οι αιτίες για την απώλεια της αθωότητας των παιδιών τους.

Σύμφωνοι, οι γονείς πάντα απολάμβαναν να λένε πως  τα παιδιά τους  μοιάζουνε ωριμότερα από τα υπόλοιπα  της ηλικίας τους και το επιδείκνυαν. Τα μεγάλωναν και  συνεχίζουν να τα μεγαλώνουν  λες και είναι μικρογραφίες τους , κι αφού ζούνε μαζί τους μια δεύτερη σύντομη παιδική ηλικία και τα φέρνουν μέχρι τα κεφαλόσκαλα της νέας εποχής, τα αναβαπτίζουν μέσα σε σκοτούρες και ανησυχίες, υποβάλλοντάς τα σε μια βεβιασμένη μύηση  στα μυστικά της ενηλικίωσης, για να συνεχίσουν μετά την ολοκλήρωση αυτής της τελετουργίας να τους φέρονται για πάντα ως παιδιά.

Όμως, το παιδί που πρωταγωνιστεί στην ταινία του Ale Abreu ζει ακόμα μακριά απ΄όλα αυτά.  Αναζητώντας τον χαμένο πατέρα του, κινείται αυθόρμητα και ανακαλύπτει τον πολύχρωμο κόσμο, απωθώντας κάθε προσταγή ενηλικίωσης . Ανακαλύπτει   έναν κόσμο κατεστραμμένο από την αδυναμία του ανθρώπου να αλλάξει τη ρότα της ζωής του και μαζί τη μοίρα του, αλλά όχι αφανισμένο. Θέματα ταμπού γι αυτή τη μελλοντική κοινωνία δεν υπάρχουν.  Οι πόλεις αναπτύσσονται καθ ύψος και μόνο με τη δύναμη της φαντασίας μπορεί κάποιος παρείσακτος να ξεπεράσει τα τείχη και τις περιφράξεις τους. Η συστηματοποιημένη παραγωγή μετατρέπει τον εργαζόμενο σε εργαλείο, που πετιέται όταν δεν κάνει καλά τη δουλειά του. Όλοι οι άνθρωποι αρχίζουν να μοιάζουν πια με τον πατέρα του παιδιού, κάνοντας  την εύρεσή του σχεδόν αδιανόητη. Το τοπίο, όπως το ξέραμε, αλλάζει ανεπιστρεπτί, οι πλούσιοι συνεχίζουν να βγάζουν χρήματα, οι φτωχοί να ζούνε μέσα σε σκουπιδότοπους. Που και που μόνο εμφανίζεται μια μπάντα χαρούμενων καρναβαλιστών που μοιάζουν να είναι οι μόνοι που απολαμβάνουν τη ζωή τους κινούμενοι στην περιφέρεια της κανονικότητας.
Δεν χρειάζεται να έχει ολοκληρωθεί η καταστροφή του πλανήτη για να γνωρίσει το ανθρώπινο είδος τη δυστοπία, μας δείχνει ο Ale Abreu.  Ακόμα και τώρα που γνωρίζουμε τι πρόκειται να συμβεί, το περιβάλλον βάλλεται από κάθε μορφή ανθρώπινης δραστηριότητας,Οι συνέπειες δε θα γίνουν ποτέ  απολύτως αντιληπτές, ο αργός θάνατος του πλανήτη δε θα ολοκληρωθεί ποτέ. Και για όσους αναρωτιούνται γιατί  αυτή η κατ επείγουσα κατάσταση εξακολουθεί να αντιμετωπίζεται με τέτοια προκλητική χαλαρότητα, η ιστορία μας δείχνει ότι πάντα θα υπάρχουν προστατευόμενες νησίδες φυσικής παρουσίας για τους ισχυρούς , ενώ, πάντα θα απομένουν για τους φτωχούς και αδύναμους ο ουρανός, ο άνεμος και τα ηλιοβασιλέματα.
Η   ταινία animation «Boy and the World” του Ale Abreu ήταν υποψήφια για το βραβείο Όσκαρ καλύτερης ταινίας animation το 2013.

Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2017

Νυκτόβια Πλάσματα (Nocturnal Animals)


Νέες ταινίες: Η νέα ταινία του Τομ Φορντ, "Νυκτόβια πλάσματα", μιλάει για την εγκατάλειψη της αληθινής αγάπης και τις συνέπειες που επισύρει μια ολόκληρη ζωή.


Η επιστροφή του σκηνοθέτη της ταινίας "A Single Man" με τα "Νυκτόβια πλάσματα" είναι πέρα από κάθε προσδοκία εξαιρετική. Ο Τομ Φορντ φτιάχνει ένα σύνθετο φιλμ που διαθέτει χαρακτηριστικά Φιλμ Νουάρ, ερωτικού ρομάντσου και θρίλερ εκδίκησης, αντιπαραβάλλοντας μέσα στην ίδια ταινία δύο διαφορετικούς κόσμους: ο ένας, είναι ψεύτικος, και κυριαρχείται από όμορφα ακριβά πράγματα, πλαστική ομορφιά, αυστηρότητα, ακρίβεια και επιτηδευμένο στιλιζάρισμα. Ο δεύτερος, είναι σχεδόν νατουραλιστικός, ένας κόσμος όπου κυριαρχούν η ωμότητα και η βία, κι όπου το οργανωμένο ή αυτοσχεδιαστικό έγκλημα έχει άφθονο χώρο για να δράσει. 






Η βασική ηρωίδα της ταινίας ονομάζεται Σούζαν και είναι μια όμορφη, πετυχημένη γυναίκα, γκαλερίστα και υψηλόβαθμο στέλεχος, η οποία βιώνει την απόλυτη αδιαφορία, σ έναν ψυχρό και αδιέξοδο γάμο, όπου κυριαρχούν το ψέμα και η υποκρισία.

Μια μέρα, η Σούζαν θα παραλάβει ένα βιβλίο γραμμένο και αφιερωμένο σε εκείνην από τον πρώτο άντρα της. Με την ανάγνωσή του θα γεμίσει τις ατελείωτες ώρες της παθολογικής αϋπνίας που την ταλαιπωρεί, κατά τις οποίες, συνήθως συλλογίζεται όλα όσα, αν και αγαπούσε εγκατέλειψε για να έχει σήμερα εκείνα τα πράγματα που δεν έχουν καμιά απολύτως σημασία για την ίδια.

Η καταβύθισή της στην ιστορία που αφηγείται ο Έντουαρντ, θα την συγκλονίσει, όσο λίγα πράγματα στη ζωή της.







Η μεταμοντέρνα ταινία του Τομ Φορντ "Νυκτόβια Πλάσματα" αποτελεί οπτικοποίηση του μυθιστορήματος "Tony and Susan" που έγραψε ο Όστον Ράιτ το 1993.  Διαθέτοντας αρκετά προτερήματα όπως την εξαιρετική τους σκηνοθεσία, την ατμοσφαιρική φωτογραφία του Σίμους Μακ Γκάρβεϊ,  χαρακτήρες που ξεχωρίζουν για το ειδικό τους βάρος και φυσικά τη συγκινητική  μουσική του Έιμπελ Κορζενιόφσκι τα "Νυκτόβια πλάσματα" είναι μια ταινία που χαϊδεύει τα μάτια και την ψυχή σου. Έχω, την εντύπωση, ωστόσο, ότι το υπερβολικό μάρκετινγκ που την ακολουθεί εδώ και αρκετό καιρό, θα γίνει αιτία για να προσεγγιστεί κοινό πολύ πιο μαζικό από αυτό στο οποίο απευθύνεται μια τέτοια ταινία με διαφορετικά και συχνά επικαλυπτόμενα επίπεδα ανάγνωσης.

Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2014

Last Vegas

Παρακολουθούμε την φιλόδοξη αν και κάπως προσωρινή διαφυγή τριών φίλων εξήντα και κάτι από την τελματωμένη καθημερινότητά τους προκειμένου να διοργανώσουν ένα πάρτι στο Λας Βάγκας για τον εναπομείναντα ελεύθερο και πάντα απασχολημένο φίλο τους.

Αν και ενσαρκώνονται από τέσσερις υπέροχους πρωταγωνιστές (Μάικλ Ντάγκλας, Ρόμπερτ ντε Νίρο, Μόργκαν Φρήμαν, Κέβιν Κλάιν), οι κεντρικοί χαρακτήρες της ταινίας είναι αρκετά μονοδιάστατοι, η πλοκή προβλέψιμη και το όποιο χιούμορ, αυτονόητα εστιασμένο στα στερεότυπα που συγκινούν τις μεγάλες ηλικίες . Και τελικά μπορεί κανείς εύκολα να συμπεράνει ότι πρόκειται απλώς για ένα εμπορικό τρικ εστιασμένο σ ένα συγκεκριμένο τάργκετ γκρουπ θεατών.. Όποια όμως και να είναι τα κίνητρα της ταινίας , το γεγονός παραμένει ένα: ότι τελικά οι ηλικιωμένοι την ευχαριστιούνται σε πολύ μεγάλο βαθμό, άσχετα αν, στην καλύτερη περίπτωση, οι υπόλοιποι, απλώς συμμερίζονται τη χαρά τους.

Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2013

How I Live Now (2013)

Μέσα σ ένα δεξιοτεχνικά δομημένο φουτουριστικό σύμπαν, όπου κυριαρχεί το ειδυλλιακό τοπίο και το υπερβατικό φως, το οποίο λούζει μαγευτικά το φυσικό περιβάλλον, ένας δυνατός έρωτας γεννιέται μεταξύ δύο νέων ανθρώπων. Τα πάντα όμως είναι ρευστά σε περιόδους όπου ο πόλεμος ξεδιπλώνει τις πιο σκοτεινές πτυχές της ανθρώπινης φύσης. Εφηβικό δράμα με ρομαντικά στοιχεία και στιγμές έντασης και αγωνίας που θυμίζουν θρίλερ, για τη φιλία , τις οικογενειακές αξίες και τα νοήματα μιας ατακτοποίητης ζωής.

Ο Kevin Macdonald εκθέτει ένα συναισθηματικό ταξίδι αυτογνωσίας, από την κατά βάθος ανώριμη, κακομαθημένη, αλλά και πληθωρική ιδιοσυγκρασιακά ηρωίδα του, μια δεκαεξάχρονη νεοϋορκέζα, την Daisy.
O  46χρονος σκηνοθέτης παρακολουθεί την πανέμορφη Saoirse Ronan με μικρά πλάνα-σεκάνς συχνά με τη μηχανή στο χέρι και σε συνεχή κίνηση. Οργανώνει στέρεα τη δραματική εξέλιξη, δε φορτίζει με «κινηματογραφική» συγκίνηση. Διευθύνει το γύρισμά του με μαεστρία
Τελειώνοντας, όμως, δεν είχα την αίσθηση ότι είδα μια καλή ταινία. Άσχετα αν ξεχωρίζω ιδιαίτερα το εντυπωσιακό σκηνικό που έστησε ο  Kevin Macdonald. Ο σκηνοθέτης μ αυτό έχει καταφέρει να αναδείξει τη σοβαρότητα του παρόντος, μέσα από την κατανομή του χώρου τις χρωματικές αντιθέσεις, εγγύτητα, απόσταση, κλίσεις, λεπτομέρεια.
Η Daisy πρέπει να ζήσει με τους μακρινούς της συγγενείς, κάπου μακριά στο νωχελικό μέλλον, αδιαφορώντας να εγκλιματιστεί στο καταθλιπτικό αγροτόσπιτο που αποτελεί το νέο της σπίτι .
Τότε ακριβώς είναι που ξεσπάει ένας ακόμη παγκόσμιος πόλεμος που απειλεί με αφανισμό το ανθρώπινο είδος. Η παλέτα των φωτογραφικών χρωμάτων αντικαθίσταται με αποχρώσεις ενός ζοφερού γκρίζου. Μια νέα δυστοπική ατμόσφαιρα αντικαθιστά την ειδυλλιακή φύση , προσθέτοντας διαστάσεις και βάθος στη μορφή της ταινίας.

Βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα της Meg Rossof.

Τετάρτη 3 Αυγούστου 2011

The Resident


Η Τζούλια είναι μια νεαρή γιατρός, η οποία, ούσα προσφάτως χωρισμένη, μετακομίζει στο νέο της διαμέρισμα στο Μπρούκλιν. Εκεί, στην αρχή, όλα μοιάζουν ειδυλλιακά, καθώς της αρέσουν πολύ και το σπίτι και η πόλη και η ίδια η ελευθερία που καλείται να γευθεί μέσα από την καινούργια της ζωή.
Σύντομα, όμως, διαπιστώνει ότι κάτι περίεργο συμβαίνει με το σπίτι και οι αρχικές υποψίες της δίνουν την θέση τους σε μια ιδιαίτερα τρομακτική ανησυχία. Τελικά αποδεικνύεται ότι η απειλή είναι υπαρκτή και αρκετά δύσκολα αντιμετωπίσιμη.
Αναγνωρίζουμε στην ταινία του Antti Jokinen αυτούσια συστατικά που παραπέμπουν στα horror δωματίου των δεκαετιών 1980 και 1990.
Με πρώτο την ίδια τη συνταγή της ιστορίας που βασίζεται στην προσπάθεια μιας γυναίκας μόνης και εκτεθειμένης στους κινδύνους της μεγαλούπολης να αποδειχθεί «παλικάρι» μέσα από την σύγκρουση μαζί τους, ένα μοτίβο που διατρέχει αναλλοίωτο κάθε πράξη της ταινίας, ώστε τελικά οι εκπλήξεις της να είναι και λιγοστές και συχνά προβλεπόμενες, με ότι αυτό συνεπάγεται για μια ταινία τρόμου.
Στα μειονεκτήματα της ταινίας συμπεριλάμβονται εκτός από τον μεγάλο βαθμός προβλεψιμότητας, που τείνει πλέον να εξελιχθεί, σε πραγματική μάστιγα για το είδος των ταινιών τρόμου που φαίνεται να έχει φτάσει σ ένα αδυσώπητο ταβάνι και το γεγονός ότι οι αναφορές σε παρόμοιες ταινίες του παρελθόντος ξεπερνούν τα όρια των δικαιολογημένων επιρροών.

Βασισμένος σ ένα αφηγηματικό μοντάζ και με πλάνα που αναπτύσσονται μέσα από μια γρήγορη γραμμική αλληλοδιαδοχή ο Antti Jokinen δίνει στην ταινία του ένα ρυθμικό τέμπο, που της επιτρέπει πάραυτα να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις ενός καλοκαιρινού προϊόντος χαμηλής θρεπτικής αξίας.

Του αναγνωρίζεται γενικά και ότι η σκηνοθεσία σε κλειστούς περιορισμένους χώρους είναι μια διαχρονικά δύσκολη υπόθεση την οποία όμως ο ίδιος διαχειρίζεται με αρκετή επάρκεια και χρησιμοποιώντας μια συνετή ποικιλία πλάνων καταφέρνει να προσδώσει στην ταινία του στοιχεία αφηγηματικότητας που κάποιες στιγμές λειτουργούν αρκετά καλά, ενώ υψηλό βαθμό παίρνει και για τις ερμηνείες που αποσπά από ένα ενδιαφέρον κράμα πολυβραβευμένων και μπαρουτοκαπνισμένων ηθοποιών όπως η Hilary Swank, Jeffrey Dean, Morgan Lee Pace, Christopher Lee και Aunjanue Ellis.
Στις αρετές της ταινίας δεσπόζει όμως η αρκετά εικαστική φωτογραφία του βραβευμένου με Όσκαρ για τον «Λαβύρινθο του Πάνα» Guillermo Navaro στην βάση κορεσμένων χρωμάτων και έντονων αντιθέσεων φωτός-σκιάς.

Παρασκευή 8 Ιουλίου 2011

Mr. Popper's Penguins


Ένα από τα πιο κλασικά, παιδικά βιβλία του 20ου αιώνα το «Mr. Poppers Penguin’ s” των Richard και Florence Atwater το οποίο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1938 και έκτοτε αδιαλείπτως κοσμεί τις περισσότερες παιδικές βιβλιοθήκες του κόσμου μεταφέρεται στη μεγάλη οθόνη από τον Mark Waters με πρωταγωνιστή τον Jim Carrey .

Το σενάριο εξιστορεί τις εμπειρίες του κ. Tom Popper, ο οποίος είναι ένα ιδιαίτερα προβεβλημένο διοικητικό στέλεχος, αλλά ταυτόχρονα και ένας άνθρωπος με αρκετά τραυματισμένη παιδική ηλικία, που υπέφερε από την διαρκή απουσία του πατέρα του σε εξερευνητικά και επιστημονικά ταξίδια.

Μια μέρα ο κ. Popper θα λάβει από τον πατέρα του ένα εντελώς ασυνήθιστο δώρο: ένα πακέτο με έξι ολοζώντανους ασπρόμαυρους πιγκουίνους.

Αρχικά, η παρουσία τους θα τον αιφνιδιάσει και θα προκαλέσει αταξία και χάος. Κατόπιν, όμως, και ενώ θα προσπαθεί να διαμορφώσει στο σπίτι του συνθήκες βιώσιμης διαβίωσης για τα χαριτωμένα πτηνά, και παράλληλα να βρει ένα τρόπο για να τα ξεφορτωθεί, θα δει την πρώην γυναίκα του και τα παιδιά τους να αποδέχονται την πρωτόγνωρη κατάσταση με έναν ενθουσιασμό που θα τους βοηθήσει τελικά να επαναπροσδιορίσουν τις ξεφτισμένες οικογενειακές αξίες.


Τρυφερή κωμωδία καταστάσεων για την ευεργετική επίδραση που ασκούν τα ζώα στους ανθρώπους, συγκατοικώντας μαζί τους μέσα σ ένα ασφυκτικά προγραμματισμένο και αυστηρά οριοθετημένο αστικό περιβάλλον.

Σάββατο 2 Ιουλίου 2011

Lary Crowne




Η γνωστή ελληνοαμερικανίδα σεναριογράφος και ηθοποιός Νία Βαρντάλος προσωπική φίλη και συνεργάτης του Τομ Χανκς και της συζύγου του, πείθει τον βραβευμένο με Όσκαρ ηθοποιό να σκηνοθετήσει ένα δικό της σενάριο (συμμετέχοντας η ίδια ως συν-σεναριογράφος) και να πρωταγωνιστήσει στο πλευρό της Τζούλια Ρόμπερτς σε μια ρομαντική ιστορία για τη χαμένη πίστη που ξανακερδίζεται με τόλμη και τα αδιέξοδα που ξεπερνιούνται όταν βρίσκει κανείς το κουράγιο να κοιτάξει κατάματα την πραγματικότητα και το θάρρος να παλέψει για αυτά που τον απασχολούν.

Στις ΗΠΑ, λοιπόν, του 2011, όπου φαινομενικά ποτέ δεν είναι αργά για τίποτα, ο Larry Crowne, ένας ζωντοχήρος μεσήλικας απολύεται από τη δουλειά του, στην οποία διέπρεπε αδιαλείπτως στα χρόνια της παρουσίας του, με το θλιβερό πρόσχημα ότι δεν διαθέτει ακαδημαϊκό τίτλο σπουδών.
Κι αν οι προϊστάμενοί του το θυμήθηκαν αυτό λιγάκι αργά για να τον πετάξουν στον δρόμο καταμεσής της μεγάλης οικονομικής ύφεσης ο ίδιος όχι μόνο δεν το βάζει κάτω, αλλά ταυτόχρονα με την προσπάθειά του να βρει δουλειά εγγράφεται και στο πανεπιστήμιο.
Στο τμήμα του θα γνωρίσει ενδιαφέροντες ανθρώπους, θα κάνει νέους φίλους και θα μπει σε μια φάση δημιουργικού παλιμπαιδισμού (το λένε και δεύτερη εφηβεία) για να ξεζουμίσει τις δυνατότητες μιας φοιτητικής ζωής την οποία γεύεται λιγάκι όψιμα, αλλά και με ένα πρωτόγνωρο πάθος.
Κυρίως, όμως, θα λατρέψει το μάθημα της καθηγήτριάς του Mercedes Tainot (Julia Roberts), που κι αυτή από την πλευρά της ψάχνει να βρει ένα τρόπο για να ξεφύγει από τα προσωπικά της αδιέξοδα.

Σκηνοθετώντας ένα αρκετά ρετουσαρισμένο σενάριο που μπλέκεται σε δρόμους που το αποδυναμώνουν, υπακούοντας τυφλά στο γνώριμο, ανάλαφρο , ρομαντικό και πικάντικο στυλ της Νία Βαρντάλος, ο Τομ Χανκς μας παραδίδει μια ταινία χωρίς εξάρσεις, κορυφώσεις και πραγματικές ανατροπές με αρκετές απλοποιήσεις και χαρακτήρες που δεν ξεφεύγουν από την χοντρή σχηματοποίησή τους.

Σάββατο 18 Ιουνίου 2011

The Ward


Η νέα ταινία του εισηγητή του «ξύλινου» φόβου John Carpenter έχει ήδη ξεκινήσει την καριέρα της στις κινηματογραφικές αίθουσες.
Το σενάριο εξιστορεί την περιπέτεια μιας νεαρής κοπέλας που πέφτει στα χέρια της αστυνομίας και οδηγείται σε ψυχιατρικό άσυλο. Εκεί, της φέρονται με άγριο, επιθετικό και βάναυσο τρόπο, ενώ έρχεται αντιμέτωπη και με ένα «εσώκλειστο» φάντασμα το οποίο διψάει για αίμα. Μετέωρο παραμένει και το ερώτημα του τι συνέβη στην κοπέλα προτού πέσει στα χέρια των «ειδικών» της ανθρώπινης ψυχής.

Δια χειρός John Carpenter υπογράφηκαν μερικά από τα πιο θρυλικά b-movies horror από τις απαρχές του κινηματογράφου. Ο ίδιος υπήρξε ένας εκφραστής ενός διαφορετικού πνεύματος στον τρόμο, το φανταστικό και το υπερφυσικό, το οποίο δεν κατάφερε να βρει πολλούς μιμητές ή συνοδοιπόρους. Πρόκειται για την οικοδόμηση ενός εφιαλτικού σύμπαντος φτιαγμένου από πολύ απλά, αναγνωρίσιμα και οικεία υλικά.
Στη νέα του ταινία με τον τίτλο “The Ward” η κεντρική ηρωίδα του υποφέρει εκτός των άλλων από απώλεια μνήμης. Αυτή η συνθήκη την επιβαρύνει με μια σαφή απουσία προσανατολισμού. Είναι θαυμαστό και αξιοπερίεργο, πάντως, το πόσο άρρηκτα συνδέονται η αίσθηση του προσανατολισμού με την έννοια της μνήμης.
Η ταινία δεν είναι κάτι το ιδιαίτερο. Θα έλεγε κανείς ότι από άποψη περιεχομένου πάσχει από απουσία ουσιαστικού νοήματος.
Άλλωστε, ο Carpenter, όπως και οι περισσότεροι παραμυθάδες του τρόμου μοιάζουν να μοιράζονται την ίδια μοίρα με τους τελευταίους σπουδαίους ταχυδακτυλουργούς του 20ου αιώνα. Τότε που η μαγεία είχε εξηγηθεί τόσο αναλυτικά με βάση τους κανόνες της επιστήμης που είχε χάσει ολοσχερώς την αίγλη της, μιας και οι θεατές είχαν αρχίσει να προσανατολίζονται στο πως γίνεται κάτι παρά στο να αφεθούν στην επίδρασή της αυθόρμητης έκφρασής του. Η ίδια λογική που υπερανάλυσε τη μαγεία στα επιμέρους ρεαλιστικά στοιχεία της, σήμερα κάνει φύλλο και φτερό τον φόβο και τις μυστικές συναρτήσεις του.
Από άποψη φόρμας η ταινία καταφέρει να σου επιβάλλει μια ατμόσφαιρα αρκετά καθηλωτική. Διαθέτει ξεκάθαρα στοιχεία από την ταυτότητα του δημιουργού της αλλά όπως και να το δούμε, απευθύνεται σ ένα κοινό που στέκεται πια σχεδόν απαθές μπροστά στον ελεγχόμενο τρόμο των ταινιών.

Κυριακή 10 Απριλίου 2011

Sucker Punch


Η κληρονομιά που αφήνει σε μια νεαρή κοπέλα η μητέρα της, μπαίνει στο στόχαστρο του πατριού της, ο οποίος την κλείνει σε ψυχιατρείο προκειμένου να την ξεψαχνίσει ανενόχλητα.

Την ώρα που οι γιατροί ετοιμάζονται να κάνουν λοβοτομή στην έγκλειστη, εκείνη νιώθει την άμμο από την κλεψύδρα του χρόνου της να αδειάζει με τρομερή ταχύτητα και σπεύδει να κινητοποιήσει κάθε ικμάδα του εαυτού της για να αποκτήσει ξανά την ελευθερία της. Τελικά, η επέκταση του πραγματικού πεδίου δράσης που διαθέτει στον κόσμο της φαντασίας θα της δώσει ένα πολύτιμο εργαλείο για να διεκδικήσει την ελευθερία της.

Ο Zack Snyder σκηνοθετεί ένα δικό του σενάριο και διανέμει τους ρόλους κλειδιά της ταινίας του σε μια ομάδα από ανερχόμενες σταρ του χόλιγουντ, προσπαθώντας να εξισορροπήσει με ακροβατικό τρόπο μερικές παράταιρες μεταξύ τους αφηγηματικές ενότητες.

Η ταινία φαντασίας του ανερχόμενου σκηνοθέτη αντιμετωπίστηκε με υπερβολική σκληρότητα από τη διεθνή κριτική, επειδή αποπειράθηκε να ενοποιήσει διαφορετικά επίπεδα αφηγηματικής δράσης χωρίς να αποκτήσει την απαιτούμενη συνοχή.

Θα ήταν άδικο, πάντως, να μην σημείωνε κάποιος ότι το Sucker Punch
διαθέτει και ορισμένες ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες επινοήσεις.

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ:6/10

Τετάρτη 15 Σεπτεμβρίου 2010

Elena et les Hommes (Η Έλενα και οι άντρες της)


Ακόμα μια ταινία έρχεται αυτή την εβδομάδα από το παρελθόν για να μας υπενθυμίσει κάποιες κατασκευαστικές αρετές και αξίες αρκετά δυσεύρετες στην εποχή μας.

Πρόκειται για το πόνημα του μεγάλου σκηνοθέτη Ζαν Ρενουάρ “Η Έλενα και οι άντρες της” που ξετυλίγει τα ερωτικά παιχνίδια ανάμεσα σε μια δραστήρια κόμισσα και διάφορους Γάλλους στο Παρίσι παραμονές του πρώτου παγκοσμίου πολέμου.

Η δεύτερη σημαντική επανέκδοση της εβδομάδας, έχει ως πρωταγωνίστρια της την Ίνγκριντ Μπέργκμαν στο ρόλο της Έλενας, μιας Πολωνής, στα πρόθυρα της πτώχευσης κόμισσας, η οποία ερωτεύεται ένα Γάλλο στρατηγό τον οποίο υποδύεται ο Ζαν Μαρέ.

Παράλληλα, την καρδιά της αισθησιακής κόμισσας διεκδικούν, ένας στρατηγός, ένας πλούσιος ηλικιωμένος άνδρας κι ένας εργοστασιάρχης που ετοιμάζεται να την αποκαταστήσει.

Η εκτυφλωτική ακτινοβολία που εκπέμπει η Μπέργκμαν, με το βλέμμα, τις κινήσεις και την συνολική της παρουσία ξεπερνά τα όρια ενός συνηθισμένου σεξ απίλ για να αναρριχηθεί ως εκείνα μιας ερμηνείας που λάμπει μέσα στον ερωτισμό και το στυλ μιας αξεπέραστης ηθοποιού.

Με ψήγματα πολιτικής σάτιρας και διάθεση διακωμώδησης της κοινωνίας η ταινία του Ζαν Ρενουάρ εμπλουτίζεται με την υπέροχη φωτογραφία του Κλοντ Ρενουάρ και τους περιπαικτικούς ήχους που αναδύει η μουσική του Ζοζέφ Κοσμά.

Μπλεξίματα, ερωτικά, κυνηγητά, παρεξηγήσεις και άπλετος αισθησιασμός δοσμένα με το υπέροχο στυλ του Γάλλου σκηνοθέτη, που τοποθετεί την Ίνκμαρ Μπέργκμαν στο βάθρο της απόλυτα ελκυστικής σταρ της εποχής.

Παραγωγή: Γαλλία, 1956. Σκηνοθεσία: Ζαν Ρενουάρ. Σενάριο: Ζαν Ρενουάρ, Ζαν Σερζ. Ηθοποιοί: Ινγκριντ Μπέργκμαν, Ζαν Μαρέ, Μελ Φερέρ, Ζαν Ρισάρ, Μαγκαλί Νοέλ, Ζιλιέτ Γκρεκό. 98'

Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 2010

Le plaisir




Το γνωστό κομψό, αρτίστικο στυλ του μεγάλου σκηνοθέτη Μαξ Όφιλς πλημμυρίζει κάθε καρέ της “ηδονής», ταινίας του 1953 που επανεκδίδεται για ένα δεύτερο γύρο απόλαυσης στις ελληνικές αίθουσες.

Η θρυλική ταινία βασίζεται σε τρία διηγήματα του Γκι ντε Μωπασάν και αναφέρεται στο τίμημα που είναι συχνά αναγκασμένος κάποιος να πληρώσει για να φτάσει στην κορύφωση της εκστατικής απόλαυσης που ονομάζεται ηδονή.

Στην πρώτη ιστορία παρακολουθούμε ένα περίεργο δανδή που φοράει μια μάσκα η οποία κρύβει έναν ηλικιωμένο άνθρωπο, ο οποίος παρά τα χρόνια του δεν μπορεί να στερηθεί το κυνήγι του έρωτα και της απόλαυσης.

Το σπίτι της “Μαντάμ Τελιέ» ένα πολυτελές μπορντέλο βρίσκεται κάπου στο βάθος του φόντου της δεύτερης ιστορίας.

Αποτελώντας την συνηθισμένη διασκέδαση μιας ομάδας Γάλλων της υψηλής κοινωνίας, δημιουργεί μεταξύ τους προστριβές και έριδες βασισμένες σε ασημαντότητες, όταν για μέρα μέρα παραμένει κλειστό επειδή η μαντάμ Τελιέ έχει δώσει άδεια στα κορίτσια της να πάνε στην εξοχή.

Διάρκειας μόλις 7 λεπτών το τρίτο και τελευταίο μέρος της ταινίας αναφέρεται στον έρωτα που αναπτύσσει ένας ζωγράφος για το μοντέλο του.


Βασισμένη στις ατμοσφαιρικές συνθέσεις που προκαλεί η εξαιρετική ασπρόμαυρη φωτογραφία των Κριστιάν Ματράς και Φιλίπ Αγκοστινί και διαθέτοντας ένα έξοχο καστ ηθοποιών, η ταινία «Le Plaisir» διαθέτει ένα κομψό, αέρινο στυλ που τέρπει τα βλέμματα των θεατών που δεν παρηγορούνται με τίποτα λιγότερο από τις απολαύσεις του ωραίου.

Οι κινήσεις της κάμερας, εξαντλητικά περιγραφικές και διεισδυτικές μας οδηγούν στα πιο ανεξερεύνητα μονοπάτια της ανθρώπινης ψυχής.
Εκεί όπου η μικρότητα και το μεγαλείο της χωρίζονται από μια ανεπαίσθητη κλωστούλα που ονομάζεται ηδονή.

Σκηνοθεσία: Μαξ Οφίλς. Σενάριο: Μαξ Οφίλς, Ζακ Νατανσόν. Ηθοποιοί: Ντανιέλ Νταριέ, Ζαν Γκαμπέν, Μαντλέν Ρενό, Κλοντ Ντοφέν, Πιερ Μπρασέρ, Σιμόν Σιμόν, Ζαν Σερβέ, Ντανιέλ Ζελέν. 97'

Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2009

ΤΟ ΦΙΛΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ (ΑΡΧΕΙΟ ATHENS24)

Την ώρα που η Ανθούλα τον περιμένει στη Μήλο για να παντρευτούνε, ο Πασχάλης παγιδεύεται σε ένα πλοίο που σαλπάρει για τη Σίφνο.

Ψάχνοντας, ματαίως , τρόπους για να βρεθεί μια ώρα αρχύτερα κοντά στην αγαπημένη του ο συνεσταλμένος άντρας έχει να αντιμετωπίσει τις μύριες όσες ατυχίες, από απεργίες, μέχρι τραυματισμούς και κακοποιά στοιχεία.

"Ουδέν κακό", όμως "αμιγές καλού" λέει το διάσημο ρητό που για μια ακόμη φορά επιβεβαιώνεται στο ακέραιο, καθώς όλη αυτή η κακοδαιμονία που κυνηγάει τον ταλαιπωρημένο ήρωά τον οδηγεί τελικά στην αγκαλιά της πανέμορφης και μυστηριώδους Ζωής και ταυτόχρονα στα μονοπάτια του αληθινού έρωτα.

Διασκεδαστική κωμωδία, με έντονο ελληνικό χρώμα, ευχάριστη μουσική, παρεϊστικο στιλ και αγαπησιάρικη ατμόσφαιρα, για τον έρωτα, τις δεσμεύσεις, τα ρίσκα και την εύρεση του κατάλληλου συντρόφου.

Σίγουρα η ταινία του Νίκου Ζαπατίνα εκπληρώνει τον προορισμό της, που είναι να χαρίσει σε όσο το δυνατόν περισσότερους θεατές ένα ξέγνοιαστο, ανάλαφρο δίωρο, αλλά σίγουρα δεν αξιοποιεί όλες τις δυνατότητές της.

Γενικά, θεωρώ, πως με λίγη μεγαλύτερη προσοχή στο θέμα των ερμηνειών και των διαλόγων η ταινία θα απέφευγε μια κάπως ενοχλητική αίσθηση αυτοσχεδιαστικής προχειρότητας, και θα μπορούσε πραγματικά να εξελιχθεί σε μια κωμωδία έκπληξη,
καθώς συγκεντρώνει όλα εκείνα τα υλικά που απαιτούνται για κάτι τέτοιο, με κορυφαίο το ανεπανάληπτο φυσικό σκηνικό και το αρκετά πρωτότυπο και παιχνιδιάρικο σενάριο.

Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2009

PARIS JE T' AIME (ΑΡΧΕΙΟ )

Νέες ταινίες. Η όμορφη ηρεμία και η σκληρή ένταση μιας μυθικής μεγαλούπολης αποτυπώνεται στο φακό 24 σκηνοθετών, μεταξύ των οποίων κάποιων και μερικών ακόμα που με μεγάλη ευχαρίστηση διέσχισαν τον Ατλαντικό για να προσθέσουν τη δική τους σημείωση σ αυτό το ρομαντικό σχόλιο για το Παρίσι.

Η ταινία, γαλλικής παραγωγής, και οικουμενικών δεξιοτήτων αποτελεί ένα πολύχρωμο και πλήρες συναισθημάτων ειδυλλιακό μωσαϊκό στο οποίο κάθε σκηνοθέτης που συμμετέχει προσθέτει μια προσωπική ψηφίδα, τριών-τεσσάρων λεπτών, ένα απλό περιστατικό, μια φωτογραφία "μακράς διάρκειας βουτηγμένη συνήθως σε εξαιρετική μουσική και άκρως προσεγμένο χρώμα.

Η αναζήτηση της αγάπης, η μοναξιά, η δυσανάλογη βία των δρόμων, η ψυχική ταλαιπωρία, η φθορά της μονιμότητας, η έλλειψη επαφής είναι μόνο μερικά από τα θέματα που βολτάρουν στους δρόμους της γαλλικής πρωτεύουσας αναζητώντας τις ψυχές που θα εμπνεύσουν.

Η προσπάθεια όμως που καταβάλουν οι εξαιρετικοί σκηνοθέτες των μικρών αυτών ιστοριών να εξασκηθούν και οι ίδιοι στην συμπύκνωση της γραφής τους, και στην πειθάρχηση σε ένα συλλογικό όραμα γεννάει δεκάδες διαφορετικές γωνίες λήψεις και τελικά μια σκηνοθεσία γεμάτη περιεχόμενο.

Το ντεκόρ- έμψυχο και άψυχο- αποτελεί το κομβικό σημείο και τον τόπο συνάντησης των ταξιδιωτών της μοναξιάς καθώς και με τη βοήθεια των διαφορετικών σκηνοθετικών φιλοσοφιών και την σαφή επιδίωξη των δημιουργών να "παίξουν" με τη φωτογραφία, εκπέμπει άμεσα, μέσα από ένα στυλιζαρισμένο σκοτεινό πέπλο, τον επιδιωκόμενο ρομαντισμό που υποβάλλει η ίδια η παράδοση της πόλης.

Της βιομηχανικής αυτής πόλης, της αριστοκρατικής πόλης, της αμετροεπούς πόλης, της πόλης του υπερφυσικού, αλλά και της σεμνότητας των μεταναστών των εκφραστών μιας πανάρχαιας ευγένειας και του ταπεινού πολιτισμού των καθημερινών ανθρώπων της βιοπάλης.

Μια ελεγεία για τον έρωτα και την μοναξιά.

Ένας αθεϊστικός ύμνος στην αιώνια αναζήτηση της αγάπης αλλά και του τρόπου διαφυγής από αυτήν.