Κυριακή 31 Ιουλίου 2011

Νύχτα Ιρλανδική


Ξύλα σκισμένα, σαπισμένα
πού χουν μαυρίσει απ τον καιρό
χωρίς κορύφωση ευθεία μέρα
σβόλοι ναφθαλίνης στο νερό

αλλόκοτη γαλήνη βασιλεύει
ασθενική ημέρα, καταχνιά
το μάρμαρο λαξεύεις με καλέμι
μια ίλη κατεβαίνει απ την πλαγιά

κι έπειτα προς τους λόφους να κοιτάς, την πεδιάδα
ριπή ανέμου καταιγίδας μακρινή
πίσω απ τη σκόνη που συστρέφεται μια δάδα
φωτίζει αιώνια, νύχτα Ιρλανδική

Σάββατο 30 Ιουλίου 2011

ΤΕΤΟΙΑ ΞΕΦΤΙΛΑ ΣΤΑ ΓΕΡΑΜΑΤΑ Ο ΤΣΑΚ ΝΟΡΙΣ


Μη μ ακούς μη μ ακούς, αν δεν θέλεις μη μ ακούς
εγώ έφυγα απ το σπίτι στα σαράντα
μη μ ακούς, μη μ ακούς, αν δεν θέλεις μη μ ακούς
εγώ θήλαζα σχεδόν ως τα τριάντα

μη μ ακούς, μη μ ακούς, αν δεν θέλεις μη μ ακούς
εγώ γνώριζα τον Τσίπρα στο σχολείο
μη μ ακούς μη μ ακούς, αν δεν θέλεις μη μ ακούς
κι όλο αντέγραφα απ το διπλανό θρανίο

θέλεις να γίνεις διάσημος, ν ανέβεις στη ματιά της
μα πίσω έχει ο άσημος κι η αχλάδα την ουρά της
θέλεις να γίνεις διάσημος, τους πάντες να κουρδίζεις
μα μοναχά σαν άσημος στ αλήθεια ξεχωρίζεις

μη μ ακούς μη μ ακούς, αν δεν θέλεις μη μ ακούς
ποιος το περίμενε ο μέγιστος ο γόης
μη μ ακούς μη μ ακούς, αν δεν θέλεις μη μ ακούς
τέτοια ξεφτίλα στα γεράματα ο Τσακ Νόρις

μη μ ακούς μη μ ακούς, αν δεν θέλεις μη μ ακούς
κανένας διάσημος δεν έχει επιστρέψει
μη μ ακούς μη μ ακούς, αν δεν θέλεις μη μ ακούς
σ αυτά που πίστευε, σ αυτά πού χε γυρέψει

θέλεις να γίνεις διάσημος, ν ανέβεις στη ματιά της
μα πίσω έχει ο άσημος κι η αχλάδα την ουρά της
θέλεις να γίνεις διάσημος, τους πάντες να κουρδίζεις
μα μοναχά σαν άσημος στ αλήθεια ξεχωρίζεις

Παρασκευή 29 Ιουλίου 2011

32 Δεκέμβρη (του Enki Bilal )


Στις 31 Δεκέμβρη ακριβώς συμβαίνει μια εξαφάνιση σχεδόν ταυτόχρονη, στο δωδέκατο χτύπημα του ρολογιού, τα μεσάνυχτα. Πρόκειται για δέκα εξέχουσες πνευματικές προσωπικότητες που σημάδεψαν με το έργο τους την ιστορία της ανθρώπινης εξέλιξης. Νωρίτερα ή αργότερα-μικρή σημασία έχει-η Λεϊλά, ο Αμίρ και ο Νάικ, τους οποίους ο συγγραφέας μας συστήνει ως τρεις φωνές από το Σεράγεβο, συμμαχούν για να αντιμετωπίσουν την παράξενη υφή ενός κόσμου που έχει αναγάγει τα επιστημονικά κριτήρια σε υπέρτατη αντιδιαστολή της λογικής τάξης και της σχέση αιτίας αιτιατού, όπως τη γνωρίζαμε μέχρι σήμερα ως κινητήριας δύναμης ενός παραμυθιού με άγνωστη καταβολή προερχόμενο από μια μακρινή εποχή.
Ο Όπτους Γουόρχουλ είναι ένα αναστημένο τέρας που προσεγγίζει τα πειράματα και τα εγκλήματά του στη βάση της παραγωγής ενός έργου τέχνης.
Αντιπροσωπευτικό δείγμα του σατανικού έργου του θεωρείται ένα πολύνεκρο χάπενινγκ, το οποίο ο ίδιος θεωρεί αξεπέραστης καλλιτεχνικής αξίας.
Εκστασιασμένοι από το μέγεθος της μεγαλοφυΐας του δηλώνουν και οι κριτικοί τέχνης που κατάφεραν να επιβιώσουν κατά τη διάρκεια της προβολής του.

Πρόκειται για ένα αριστουργηματικό επεισόδιο της φουτουριστικής μυθολογίας του Enki Bilal (το δεύτερο μέρος της περίφημης Τετραλογίας του Τέρατος) αντάξιο της συγγραφικής και σχεδιαστικής ιδιοφυΐας του, το οποίο μας ταξιδεύει σ ένα κόσμο δυσοίωνο και εφιαλτικό μέσα από καθηλωτικές εικόνες και λογοτεχνικές εξάρσεις.
Μέσα από τις εικόνες και τα λόγια του Bilal ξεπροβάλλει ένα φουτουριστικό σκηνικό, όπου η έκδηλη ποίηση και ο ανατρεπτικός σουρεαλισμός παράγουν συναισθήματα και σκέψεις που εμφυσούν στους χαρακτήρες του κουράγιο και δύναμη για να αντιμετωπίσουν τη διαφαινόμενη τραγωδία.
Για να μας εισάγει τελικά, βήμα-βήμα, σ έναν κόσμο όπου η τέχνη έχει από καιρό ξεχειλώσει τα όριά της και που τώρα πια εξαντλεί τις δυνατότητές της μέσα από τις επιστημονικές ανησυχίες μιας αρρωστημένης διάνοιας, που έχει βάλει σκοπό της ζωής του να καταστρέψει τον ανθρώπινο πολιτισμό.

Τετάρτη 27 Ιουλίου 2011

Οι ουδέτερες ζώνες των σιωπών


Η παύση αποτελεί ένα οργανικό κομμάτι τόσο της μουσικής όσο και της ίδιας της ζωής. Από την διάρκειά της μάλιστα εξαρτώνται τόσο η σταθερότητα του ρυθμού όσο και η γλαφυρότητα της μελωδίας. Προκειμένου λοιπόν ένα μουσικό κομμάτι να αντηχεί εύηχα στα αυτιά ενός ακροατή, θα πρέπει μουσικολογικά να υπάρχει ισορροπία μεταξύ δυνατών και αδύναμων μέτρων και παράλληλα να υπάρχει τυφλή προσήλωση στην απόδοση των παύσεων, ωσάν να επρόκειτο για άγνωστες νότες, οι οποίες πρέπει να τονίζονται με καλλιτεχνική ευλάβεια και θεμελιώδη συνέπεια.

Τόσο σημαντική είναι η παύση στην καλλιέργεια της αρμονίας, ώστε να αποτελεί πιθανότατα τον σημαντικότερο παράγοντα παραγωγής κακοφωνίας.
Παράλληλα, η μουσικότητα που διέπει τις ανθρώπινες σχέσεις, προσωπικές, ερωτικές, κοινωνικές, πολιτικές κτλ δεν θα μπορούσε να υπάγεται σε διαφορετικούς κανόνες.
Σ αυτή την περίπτωση, το μουσικό έργο εκτελείται σχεδόν αυτοσχεδιαστικά, με ρυθμούς και μελωδίες που ευφερίσκονται εν κινήσει σαν να συνθέτεται και να εκτελείται ένα έργο της jazz από δύο ή περισσότερους διακεκριμένους μουσικούς του δρόμου που δεν προσυνεννοήθηκαν ποτέ για να εκφράσουν ένα κοινό όραμα συναισθηματικών αξιών. Εδώ γεννιούνται και οι κοινωνικές αρμονίες που βασίζονται σ ένα σύμπλεγμα ετερογενών συνηθειών, στερεοτύπων, κανόνων και αξιών που απορρέουν απευθείας από τις κοινωνικές καταβολές και την ψυχολογία του εκτελεστή για να δημιουργήσουν αστοχίες, φυγές, αντιστίξεις ή θεαματικές εναρμονίσεις.
Η μουσικότητα λοιπόν στην επικοινωνία είναι το α και το ω μιας καταληκτικής επαφής. Άλλωστε, πόσες και πόσες φορές δεν γίναμε όλοι μας μάρτυρες μιας κουβέντας που δεν έβγαλε πουθενά, μιας διαπραγμάτευσης που διακόπηκε βίαια στη μέση, μιας προσπάθειας αναζήτησης λύσεων που εκτροχιάστηκε επειδή κάποιος από τους συμμετέχοντες δεν σεβάστηκε τα μέτρα της αρμονίας, αψήφησε τις ανακουφιστικές παύσεις, επεκτάθηκε με θρασύτητα στις ουδέτερες ζώνες των σιωπών.

Και σε κοινωνικό πεδίο διερχόμαστε από μια περίοδο όπου ο υπερβολικός θόρυβος κατέπνιξε κάθε πιθανότητα αναζήτησης αρμονικών λύσεων στην υπηρεσία του συλλογικού καλού ή της κοινωνικής δικαιοσύνης.
Και η ορχήστρα αυτή έπαψε να είναι καλοκουρδισμένη και να παράγει αποτελέσματα που θα μας βελτιώνουν ως κοινωνία και μονάδες από τη στιγμή που ο κάθε μουσικός αυτονομήθηκε για να εκφράσει το δικό του ρεπερτόριο παραβιάζοντας ταυτόχρονα την κουλτούρα του σεβασμού στη σιωπή και τη αναγκαιότητα τήρησης των παύσεων.
Εκεί ακριβώς βρίσκεται και η διαφορά του θορύβου από τη μουσική όπως και της πραγματικής διαπροσωπικής επαφής από τη μάχη των ιδεών που παράγει σύγκρουση και μένος.
Στην εσκεμμένη παραβίαση των όρων αυτών των μικρών αλλά τόσο σημαντικών εκεχειριών που αποτελούν οι παύσεις.

Δευτέρα 25 Ιουλίου 2011

ΣΕ ΜΙΑ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΠΑΝΣΙΟΝ (ΤΗΣ ΚΑΘΡΙΝ ΜΑΝΣΦΙΛΝΤ)


Η Νέο-Ζηλανδή συγγραφέας, Κάθριν Μάνσφιλντ ανήκει στην κατηγορία των ομότεχνών της που δεν αναγνωρίσθηκαν παρά μόνο μετά την παρέλευση πολλών χρόνων από τον θάνατό τους.
Σήμερα, θεωρείται, μια από τις κορυφαίες εκπροσώπους της αγγλικής λογοτεχνίας με έργο που συνοδεύεται συχνά από χαρακτηρισμούς του τύπου πρωτοποριακό-μεταμοντέρνο-φεμινιστικό ή ενδοσκοπικό.

Στην σύντομη, αλλά, αρκούντως ταραχώδη, ζωή της, η Μάνσφιλντ κατάφερε να αφήσει το στίγμα της γυναίκας που αντιμετωπίζει με σκωπτικό και ειρωνικό τρόπο κάθε στερεότυπο, σύμβαση και κανόνα που συμβάλλει στην οικοδόμηση ενός κόσμου που περιστρέφεται γύρω από την ισχύ του άντρα.

Η ίδια όχι μόνο δεν αρκέστηκε σ έναν συμπληρωματικό ρόλο, αλλά μίλησε με αιχμηρό και γενναίο τρόπο για τις μονοδιάστατες δομές της άκαμπτης κοινωνίας που βασίζεται από τη μια στις απολιθωμένες απόψεις της κυρίαρχης τάξης και από την άλλη στην παγιωμένη μοιρολατρία των γυναικών, που δεν αμφισβητούν τίποτα και κανέναν, παρά μόνο την ίδια την αμφισβήτηση.

Η συλλογή κειμένων που φέρει τον τίτλο «Σε μια γερμανική πανσιόν» καταγράφεται ως το πρώτο έργο που εξέδωσε η Κάθριν Μάνσφιλντ μέσα στο οποίο αφηγείται με γλαφυρότητα τις εμπειρίες που η ίδια είχε κατά τη διάρκεια της παραμονής της σε μια πανσιόν στη Βαυαρία, όπου έζησε για κάποιο χρονικό διάστημα, μετά από απαίτηση της μητέρας της για να κρύψει μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη της .

Το έργο είναι βαθιά ατμοσφαιρικό και διαθέτει πηγαίο λυρισμό και καλοκουρδισμένη αφήγηση. Απαρτίζεται από μικρά στιγμιότυπα που συνολικά υπακούουν σε μια εσωτερική ροή ενέργειας.
Επικεντρώνεται στην ασυμβατότητα που νιώθει μια νεαρή αγγλίδα που επισκέπτεται μια πανσιόν της Βαυαρίας και εξαναγκάζεται να συμβιώσει με ανθρώπους που διακατέχονται από ενοχλητικά στενόμυαλες αντιλήψεις, επιδεικνύοντας με κάθε τρόπο τις μικροαστικές απόψεις τους και την ανόητη αφοσίωσή τους στα τετριμμένα στερεότυπα της ζωής.
Γι αυτήν ο κόσμος που την περιβάλλει είναι ακατανόητος, εγωκεντρικός και σχεδόν νεκρικός, ένα πεδίο μέσα στο οποίο άντρες και γυναίκες της μεσαίας τάξης κονταροχτυπιούνται σε ένα διαγωνισμό, φαιδρότητας, ανοησίας και φυσικά υποκρισίας.
Η νεαρή αγγλίδα έρχεται αντιμέτωπη με διάφορες καθημερινές καταστάσεις και άλλοτε αντιδρά με έναν ειρωνικό και εύθυμο τρόπο, ενώ άλλοτε φτάνει στα όρια της συναισθηματικής απόγνωσης .

Κυριακή 24 Ιουλίου 2011

ΤΑΞΙΔΙΩΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ


Το ζώο μέσα σου μυρίζει το χειμώνα
ξύνει τη σάρκα του με νύχια σουβλερά
σαν την εξαίρεση που φτιάχνει τον κανόνα
μπαίνεις στο τρένο που ανεβαίνει στα βουνά

μ άδεια βαλίτσα ταξιδεύεις, κι όσα κρύβεις
είναι τα σύνεργα που μείνανε λειψά
στα τελωνεία την καρδιά σου δεν ανοίγεις
δείχνεις στον έλεγχο αποκόμματα πλαστά

ίσως εκεί να υπάρχει χιόνι
που δεν μπορείς να δεις ακόμη
ίσως εκεί να υπάρχει μία κορυφή
έχει μια δύναμη η συγνώμη
που αν τη βρεις σε απογειώνει
υπηρεσία είναι ταξιδιωτική

την προσοχή αυτών που θέλεις να αποφύγεις
με μυστικότητα απάνω σου τραβάς
πάνω στο χάρτη μια κουκκίδα υπογραμμίζεις
ξέρεις για πρώτη σου φορά που θες να πας

ένα μισάνοιχτο παράθυρο κι ο αέρας
σε πλημμυρίζει με μια ανάμνηση δροσιάς
λίγο πριν σβήσει το πιο σκούρο φως της μέρας
ξέρεις ποιος είσαι, τι προσμένεις, που πατάς

ίσως εκεί να υπάρχει χιόνι
που δεν μπορείς να δεις ακόμη
ίσως εκεί να υπάρχει μία κορυφή
έχει μια δύναμη η συγνώμη
που αν τη βρεις σε απογειώνει
υπηρεσία είναι ταξιδιωτική

Σάββατο 23 Ιουλίου 2011

Το σκοτεινό κράτος


Στην ταινία του Ινδού σκηνοθέτη Μάικ Σιάμαλαν το «Σκοτεινό Χωριό» ένας τρομακτικός συμβολισμός αστικοποιεί σε εξαιρετικό βαθμό τις γνώσεις μας σχετικά με την λειτουργία των υπανάπτυκτων κοινωνιών. Δηλαδή εκείνων των κοινωνιών που δε αναπτύχθηκαν επαρκώς ώστε να διαθέτουν την στοιχειώδη ωριμότητα αυτοδιαχείρισης και την ικανότητα οργάνωσης, ελέγχου, επιβολής και εφαρμογής κανόνων για το συλλογικό συμφέρον.

Θυμόμαστε ότι, στο χωριό της εν λόγω ταινίας είχε εφευρεθεί ένας φόβος για να φυλάει «τα έρημα», αντικαθιστώντας την ανυπαρξία ελεγκτικών μηχανισμών, ικανών να κρατήσουν τους κατοίκους του δεμένους γύρω από μια υποτυπώδη συνοχή. Ένας φόβος υπερβατικός, μυστηριώδης και ανεξιχνίαστος που εξασφάλισε τις ευαίσθητες ισορροπίες σε μια κοινωνία που αγνοούσε τον εαυτό της.

Εν είδει θρύλου που επιβιώνει σε πείσμα των καιρών, αυτός ο φόβος εδράζεται στα έγκατα ενός παλιού σπιτιού, το οποίο κανείς δεν πλησιάζει, γιατί κρύβει ένα φοβερό μυστικό, που αν αποκαλυφθεί είναι ικανό να αναζωπυρώσει αρχέγονους τρόμους και απειλητικές καταστροφές.

Κατά ένα μαγικό τρόπο λοιπόν, αυτός ο φόβος του μυστηριώδους πλάσματος που κρύβει το παλιό σπίτι καταφέρνει να κρατήσει το χωριό σε μια τάξη που συνυπάρχει με την παράλληλη πραγματικότητα, όπως αποδεικνύεται.

Στην περίπτωση της Ελλάδας το σκοτεινό χωριό είναι η ίδια η κοινωνία και ο φόβος του απομακρυσμένου σπιτιού είναι το κράτος με τις επαπειλούμενες ποινές σχετικά με φορολογικά, ποινικά ή αστικά αδικήματα. Μαζί φυσικά με τα μέτρα που λαμβάνονται χωρίς να υλοποιούνται απουσία φορολογικής συνείδησης, φορολογικής δικαιοσύνης και αξιοπιστίας μηχανισμών είσπραξης. Έτσι, το αρχικό δέος των υποψήφιων παραβατών μετατρέπεται γρήγορα σε βεβαιότητα πάσης έλλειψης κινδύνου.
Έχω την εντύπωση ότι σήμερα βρισκόμαστε ακριβώς στο σημείο όπου και ο τελευταίος νομοταγής έως σήμερα φορολογούμενος πολίτης έχει αντιληφθεί ότι μέσα στο σκοτεινό σπίτι δεν κρύβεται απολύτως τίποτα, άρα δεν υπάρχει, κατ αυτόν, λόγος να μην κάνει ότι και οι υπόλοιποι.
Κι αν δεν μας συνέχει πια ούτε καν ο φόβος του ελέγχου τι μπορεί άραγε να το κάνει αυτό σε μια κοινωνία που δεν έχει κατανοήσει την ίδια της τη φύση;
Που δεν μπορεί να διαπαιδαγωγήσει τους πολίτες της σχετικά με τον τρόπο που λειτουργούν τα οργανωμένα κοινωνικά αναπτύγματα στη βάση μιας διαρκούς αλληλεπίδρασης;
Πριν από ένα χρόνο περίπου η κυβέρνηση προσπάθησε να δώσει στοιχεία κινηματικού χαρακτήρα στην υποχρέωση του Έλληνα πολίτη να κόβει και να ζητάει αποδείξεις. Υποτίμησε, όμως, το γεγονός ότι η συλλογή αποδείξεων αντιτίθεται στο life style status του σύγχρονου Έλληνα που όχι μόνο δεν συνειδητοποίησε ποτέ πόσο ευθέως ανάλογη είναι η σχέση που συνδέει την είσπραξη των φόρων με τους μισθούς και τα προνοιακά δικαιώματα που διεκδικεί, αλλά και που ποτέ δεν νοιάστηκε να μάθει από πού προέρχονται τελικά όλες αυτές οι δυσκολίες που πλήττουν την μισθοδοσία του και την καταναλωτική του αυθεντία.
Το μόνο βέβαιο είναι ότι τελικά θα προχωρήσουμε με πολύ επώδυνο τρόπο.
Εκτός και αν αντιληφθούμε γρήγορα ότι δεν χρειαζόμαστε ούτε μυστηριώδη σπίτια ούτε φόβητρα για να προοδεύσουμε ως κοινωνία παρά μόνο συνειδητοποίηση, χειραφέτηση, ενεργητική αντίδραση και δημιουργικό πνεύμα.

Παρασκευή 22 Ιουλίου 2011

ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ ΠΟΡΕΙΕΣ


Μικρός ήσουνα ξένος από τον εαυτό σου
στα είκοσι θιγμένος από τον πατριό σου
ο δρόμος σε καλούσε, μα πάντα έβλεπες πίσω
στα μούτρα σου γελούσε: «δε θα σε συντηρήσω»

παιδί ποτέ δεν ήσουν, γι αυτό δε μεγαλώνεις
φοβάσαι μη σε λύσουν, τη μάνα σου στοιχειώνεις
στα μάτια του δασκάλου για έξυπνος περνιέσαι
τα βάσανα του άλλου, σε κάνουν να ξεχνιέσαι

χωρίς παρεξηγήσεις, καμιά ντροπή δεν ξέρεις
σου φτάνουν οι εξηγήσεις, την «βρίσκεις» να υποφέρεις
ταξίδι που σε διώχνει, λιμάνι που σε δένει
η άρνηση σε σπρώχνει, σ αυτό που σε υπομένει

απάντηση δεν πήρες, αντίστροφα αρμενίζεις
μεγάλωσες και οι μοίρες, σου λέν πως δεν αξίζεις
το βάρος σου ανήκει, αυτό που σε πλακώνει
για άλλους είναι φρίκη, για σε η ελπίδα η μόνη

ανθρώπινες πορείες, χωρίς σηματοδότες
δε λείπουν οι ευκαιρίες, βαθιά σου είν οι προδότες
η ασφάλεια τελειώνει, το σίδερο λυγίζει
ο πόνος δυναμώνει, η θεραπεία αρχίζει

Πέμπτη 21 Ιουλίου 2011

ΚΑΤΙ ΣΟΥ ΕΓΡΑΨΑ ΞΑΝΑ


Παίρνοντας όρκο να αλλάξει μοίρα
μόνη στη λίμνη να βουτά
ένιωσε τη γλυκιά πλημμύρα
που φέρνει δάκρυα και φωτιά

ακόμα ωραία, γεμάτη πόθους
σκοινιά μπουγάδας λαμπερά
μετρά τους έρωτες τους νόθους
και κατεβαίνει στη στεριά

σ ονειροπόληση δεμένη
ζευγάρια βλέπει αγκαλιαστά
ένας ψαράς την περιμένει
με μια σοδειά που σπαρταρά

του αφήνει χρήματα στο χέρι
και μια σταλιά του το ακουμπά
η αγάπη έστησε καρτέρι
μα εκείνη πίσω το τραβά

"άλλαξες όλη μου τη φύση
άνθισες κάθε μου γωνιά
σαν ένα ατέλειωτο μεθύσι
μοιάζει το πέλαο με φωτιά

νοίκι που βρήκα να πληρώσω
πριν μου αδειάσεις την καρδιά
μοιάζει η ανάγκη να σε νοιώσω
σκληρή σπιτονοικοκυρά

μαθήτρια αιώνια και δασκάλα
κάρβουνα μέσα στα σακιά
κάτω απ την πέτρινη τη σκάλα
κάτι σου έγραψα ξανά"

Τετάρτη 20 Ιουλίου 2011

Δημοσιογράφοι-οπαδοί


Το να κάνει κανείς το χόμπι του επάγγελμα θεωρείται διαχρονικά μεγάλη ευλογία.
Αυτός που τα καταφέρνει, λοιπόν, μπορεί ανενόχλητα να συνεχίσει να φοράει τα ανέμελα σορτσάκια του και κοντομάνικες φανέλες του, παρατείνοντας την παιδικότητά του μέχρι τα σαράντα του, ή να εκφράζεται μέσα από το γραπτό λόγο και να δίνει σχήμα και χρώμα στα συναισθήματά του μέσα από τη φόρμα μιας τέχνης. Κάποιοι άλλοι ανακαλύπτουν νωρίς το εμπορικό τους δαιμόνιο και την ικανότητά τους να πουλάνε πράγματα, κερδίζοντας την εμπιστοσύνη των ανθρώπων.

Η αλήθεια είναι ότι είναι πολύ δύσκολο πια να βρει κανείς κάτι επιλήψιμο στη μετάβαση από την αθώα υλοποίηση μιας δραστηριότητας στην εμπορευματοποίησή της. Άλλωστε, στην ιστορία της τέχνης υπήρξε και ένα ανάλογο κίνημα το περίφημο Fluxus, γερμανικής προέλευσης, που αποτελούσε μια αναβίωση του ντανταϊσμού και υπερασπιζόταν εκτός των άλλων με πάθος την ανάγκη να παραμένει η ανθρώπινη έκφραση ανεπηρέαστη από τη σκοπιμότητα και τη διάβρωση που μπορεί να προκαλέσουν στον καλλιτέχνη η χρηματική απολαβή και η οικονομική συνδιαλλαγή. Το εν λόγω κίνημα, ωστόσο, πήγε σχεδόν άπατο, αν και πρόλαβε να αφήσει το στίγμα του, υπενθυμίζοντας διαρκώς την πρωταρχική σημασία της καλλιτεχνικής έκφρασης.

Αναγνωρίζοντας, όμως, κανείς, την δυσκολία των καιρών και την ακόμα μεγαλύτερη δυσχέρεια που συναντάει κανείς, προσπαθώντας να βρει κάτι που να τον εκφράζει και να τον καλύπτει απόλυτα, για να δώσει τη μάχη της προσωπικής του επιβίωσης, δεν μπορεί παρά να μοιράζεται τη χαρά κάποιου που κατάφερε να κάνει το νεανικό του «παιχνίδι» ένα προσοδοφόρο επάγγελμα.

Υπάρχουν όμως και αποχρώσεις αυτής της κατάστασης που αναδεικνύουν έντονες κοινωνικές στρεβλώσεις και πρέπει να μπαίνουν στο μικροσκόπιο κάθε λογικού πολίτη που ενδιαφέρεται για το εύρος και το βάθος της σύγχρονης δημοκρατίας.

Μια από αυτές αντανακλά την μετεξέλιξη οπαδών σε δημοσιογράφους που λειτουργούν με γνώμονα την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της ομάδας που υπερασπίζονται.

Μπορεί μέχρι σήμερα γνωρίζαμε τον εξαρτημένο δημοσιογράφο που εξυπηρετούσε τα συμφέροντα του μέσου που εργαζόταν, τα οποία μάλιστα συχνά διαπλεκόταν με άλλα επιχειρηματικά και πολιτικά συμφέροντα.

Το φαινόμενο όμως του να κατακλύζονται τα μμε από ομάδες ολόκληρες στρατευμένων επαγγελματιών οπαδών, που λειτουργούν ως εκπρόσωποι τύπου των σωματείων που υποστηρίζουν, αναπαράγοντας τον καθημερινό καφενειακό λόγο σ ένα επίπεδο δημιουργικής επικοινωνίας είναι ένα καινούργιο φρούτο, τουλάχιστον στο σημερινό του εύρος. Οι ΠΑΕ χρειάζονται σήμερα τέτοιους ανθρώπους για πολλούς και ποικίλους λόγους. Ο σημαντικότερος εξ αυτών είναι ότι φροντίζουν να καλλιεργούν το ιδεολογικό περίβλημα μιας εταιρείας, όρος απαραίτητος για την απρόσκοπτη και εντατικοποιημένη συμμετοχή των πελατών της στις δραστηριότητές της.

Αυτός ο δημοσιογράφος-οπαδός, λοιπόν, συναντά σήμερα το κοινό του με άμεσο και ευθύβολο τρόπο, αλλά και το κοινό τον υποστηρίζει γιατί τα λέει και τα γράφει καλά
Γίνεται εσκεμμένα προβλέψιμος και ως προς τον τρόπο που εκπέμπει το μήνυμα και ως προς το ίδιο το μήνυμα και γεφυρώνει μια αδιατάρακτη σχέση εμπιστοσύνης με ένα κοινό που δεν του αρέσει να αιφνιδιάζεται.
Ταυτόχρονα απευθύνεται στο θυμικό του αναγνώστη, κολακεύοντας τα στερεότυπα που ενισχύουν την εγωπάθεια και την υποτιθέμενη διαφορετικότητα του, λειτουργώντας ως διαμορφωτής μιας κοινής γνώμης που αναζητά με μεγάλη δίψα την επιβεβαίωση της δικής της βολικής αλήθειας.

Τρίτη 19 Ιουλίου 2011

127 hours


Μια από τις καλύτερες ταινίες του Danny Boyle για τη δύναμη της θέλησης που επιφέρει την άρση των πάσης φύσεως αδιεξόδων είναι το (127 hours). Το φιλμ εξιστορεί την προσπάθεια απεγκλωβισμού ενός παθιασμένου φυσιολάτρη και αναρριχητή, του Aron Ralston, o οποίος σε μια από τις καθιερωμένες εξορμήσεις του στο χέρσο και αφιλόξενο φαράγγι της Γιούτα έρχεται αντιμέτωπος με ένα βράχο, ο οποίος παγιδεύει το δεξί του χέρι και καθιστά αδύνατη τη διαφυγή του από την πετρώδη τάφρο.
Υπακούοντας στο ένστικτο της αυτοσυντήρησης- το οποίο είναι ιδιαίτερα οξυμένο και ανεπτυγμένο σε άτομα που βρίσκονται σε διαρκή συνδιαλλαγή με το φυσικό περιβάλλον- ο Aron θα αξιοποιήσει τις πρώτες ώρες του εγκλωβισμού του για να προϋπολογίσει τα υλικά και τους πόρους που διαθέτει στη διάθεσή του προκειμένου, είτε να απελευθερωθεί είτε να καταφέρει να επιβιώσει μέχρι να τον εντοπίσουν. Το σημείο, όμως, στο οποίο βρίσκεται είναι τόσο απομακρυσμένο από τις φυσιολογικές αναρριχητικές διαδρομές, που το καθιστά σχεδόν άβατο, περιορίζοντας στο ελάχιστο τις ελπίδες να τον αναζητήσει κάποιος εκεί. Άλλωστε, ο Aron είναι ένας άνθρωπος, ο οποίος διαρκώς ξεπερνά το όριά του για να ανταγωνιστεί τη φύση, η οποία, όμως, για μια ακόμη φορά αποδεικνύεται σκληρή και άκαρδη, μέσα από την τυχαιότητα και την απροβλεψία που συνθέτουν τα όριά της

Η ιδέα ενός εγκλωβισμένου ανθρώπου μέσα σ ένα πολύ περιοριστικό χώρο δίνει στο Danny Boyle την δυνατότητα να χρησιμοποιήσει σε ανοιχτό χώρο σύνθετες τεχνικές δωματίου, εφαρμόζοντας μέχρι κεραίας το βασικό κανόνα του κινηματογραφικού συντακτικού που αναφέρει ότι όσο περισσότερο σε περιορίζει ένα θέμα χωρο-χρονικά τόσο η ποικιλία των λήψεων και η πολλαπλότητα της ματιάς ενισχύει την αφηγηματικότητα της ταινίας.

Κι αφού το σώμα του ήρωα παραμένει καθηλωτικά και ολέθρια εγκλωβισμένο ανάμεσα στα ανελέητα και ακλόνητα βράχια της Γιούτα, η διαφυγή του μυαλού μέσα από λιτά και περιεκτικά πλάνα στη λογική της τεχνικής Flash Back αποτελεί μονόδρομο για να υποψιαστεί ο θεατής ποιες ακριβώς ήταν οι παράμετροι της αστικής ζωής αυτού του ποιητή της δράσης.
Τελικά, δεν αργούμε να αντιληφθούμε ότι η μάχη του για τον απεγκλωβισμό και την επιβίωσή του δεν συνδέεται με την επιθυμία του να επιστρέψει στην ασφαλή φυλακή της πόλης, αλλά με τη δίψα του να συνεχίσει να διευρύνει το όριά του και να εμπλουτίζει τους ορίζοντες της προσωπικής του ελευθερίας.

Κυριακή 17 Ιουλίου 2011

ΜΗΝ ΜΕ ΞΥΠΝΑΤΕ ΑΝ ΔΕΝ ΣΑΣ ΠΩ


Μην με ξυπνάτε αν δεν σας πω
αφήστε με να ζήσω
το όνειρο είναι ζωντανό
δε θέλω να το αφήσω

μην με ξυπνάτε αν δεν σας πω
πως χόρτασα αλήθεια
δεν έχω στόχο ούτε σκοπό
μα μια ενοχή στα στήθια


δεν μ αρέσει ο κόσμος τους
ούτε κι ο δικός σας
τι ζητάτε να σας πω
φτου σας και των δυο σας
το ηθικό είναι νόμιμο
όταν αδικείστε
κι όταν αδικήσετε
νομικά κινείσθε

μη με ξυπνάτε αν δεν σας πω
σας ξέφυγα στον ύπνο
βγήκα μια βόλτα να χαρώ
με πιάσατε στον ξύπνιο

μη με ξυπνάτε αν δεν σας πω
πως άλλαξε εντός μου
δρόμο, προσανατολισμό
ο εφήμερός καημός μου

δεν μ αρέσει ο κόσμος τους
ούτε κι ο δικός σας
τι ζητάτε να σας πω
φτου σας και των δυο σας
το ηθικό είναι νόμιμο
όταν αδικείστε
κι όταν αδικήσετε
νομικά κινείσθε

Παρασκευή 15 Ιουλίου 2011

Μακάρι να ήμασταν διαφορετικοί για να μπορούσαμε να ελπίζουμε



Σε τόσο δύσκολες στιγμές θα ήλπιζες να μπορούσες να βρίσκεσαι σε μια χώρα που θα διέθετε ένα σοβαρό πολιτικό σύστημα. Ένα σύστημα πάνω στο οποίο θα μπορούσε να βασιστεί ένας λαός για να ανταποκριθεί στις προκλήσεις των καιρών. Αντίθετα, διαπιστώνεις, ώρα με την ώρα, ότι ο πραγματικός εχθρός της Ελλάδας είναι εσωτερικός, απευθύνεται αποκλειστικά στο θυμικό των πολιτών, και αφορά στο γεγονός ότι κανένα κόμμα της αντιπολίτευσης δεν προτάσσει το εθνικό συμφέρον έναντι του κομματικού. Φυσικά ούτε το ΠΑΣΟΚ το έκανε, όταν ήταν στην αντιπολίτευση , ενώ και σήμερα που κυβερνά και διατείνεται ότι εφαρμόζει μια πατριωτική πολιτική στην πραγματικότητα προσπαθεί απλώς να υλοποιήσει ένα ξενόφερτο οικονομικό πρόγραμμα που σχεδιάστηκε, αναπτύχθηκε και επιβλήθηκε κομμάτι κομμάτι από την τρόικα.
Παράλληλα, ξέρεις ότι η διαφαινόμενη λύση για την Ελλάδα θα αντιμετωπιστεί στο εσωτερικό της χώρας ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία.
Οι πολιτικές δυνάμεις της ευρύτερης αντιπολίτευσης θα δραματοποιήσουν ακόμα περισσότερο την κατάσταση, θα υποκινήσουν ακόμη περισσότερη υστερία, θα επενδύσουν στην αποτυχία της κυβέρνησης. Μάλιστα, σε κατακλύζουν μαύρες σκέψεις όταν διαπιστώνεις πόσοι πολλοί είναι αυτοί στο εσωτερικό της χώρας που ποντάρουν σε αυτήν την αποτυχία.
Υπό τέτοιες προϋποθέσεις είναι πραγματικά αδύνατη η παραγωγή έργου, η εξεύρεση λύσεων, η δημιουργία προοπτικής και από μια πλευρά είναι ανακουφιστικό ότι βρισκόμαστε σήμερα υπό την κηδεμονία των ξένων δυνάμεων, γιατί όσο θλιβερό και αν ακούγεται, άλλο τόσο είναι το να διαθέτεις ένα πολιτικό σύστημα που αντανακλά το επίπεδο ενός ανώριμου εκλογικού σώματος.
Οι δανειστές της χώρας έχουν γίνει πια ένα αναπόσπαστο τμήμα της σύγχρονης καθημερινότητάς της. Ακόμα και τα κοινωνικά της αιτήματα αυτοακυρώνονται στην πράξη. Δεν ξέρουμε τι θέλουμε, ξέρουμε όμως τι πρέπει να διεκδικήσουμε. Ξέρουμε πως πρέπει να φαινόμαστε και τι περιμένουν οι άλλοι από εμάς.
Ζητούμε επανάκτηση της εθνικής μας κυριαρχίας χωρίς να γνωρίζουμε το πως πρέπει να την διαχειριστούμε. Πρέπει να παραδεχτούμε ότι είμαστε αυτοκαταστροφικός λαός γι αυτό και δεν μπορούμε να επιβιώσουμε χωρίς υποστυλώματα. Επιλέξαμε να είμαστε ένας ετερόφωτος λαός γιατί πιστέψαμε ότι μαζί με ένα μεγάλο κομμάτι των δικαιωμάτων μας θα αποφορτιζόμασταν και από ένα αντίστοιχο κομμάτι υποχρεώσεων. Όση ελευθερία, όμως, και να διαθέτουμε δεν μας φτάνει για να την καταστρατηγήσουμε ενώ και όταν πιεζόμαστε από τις αντικειμενικές περιστάσεις γινόμαστε ριζοσπαστικοί, προοδευτικοί και επαναστάτες, όποια κι αν είναι η κοινωνική μας προέλευση.
Συνηθισμένοι στο γκρέμισμα και όχι στη δημιουργία, αναδεικνύουμε στην εξουσία κόμματα τα οποία ανταποκρίνονται στην εικόνα των κομματιών ενός σπασμένου καθρέφτη. Για να μην μπορούμε να καθρεφτιζόμαστε.
Η περίοδος είναι όχι μόνο εξαιρετικά δύσκολη αλλά και γεμάτη με αντιφάσεις.
Το χειρότερο απ όλα είναι ότι ενώ η ιστορία εγκυμονεί, τα διακυβεύματα της εποχής εξακολουθούν να παραμένουν άγνωστα. Ότι ενώ απαιτείται πανεθνική συστράτευση ο καθένας ξεχωριστά βυθίζεται στους μύθους του προσωπικού του μικρόκοσμου. Ότι ακόμα και σήμερα αρνούμαστε να δούμε την πραγματικότητα κατάματα ξεγελώντας συστηματικά τον εαυτό μας.

Παράλληλα, τα διλήμματα που τίθενται υποχρεώνουν διαρκώς έναν λαό να επιλέξει ανάμεσα στην λιγότερο και περισσότερο επώδυνη λύση. Ταυτόχρονα, τα περιθώρια στενεύουν υπερβολικά ενώ απουσιάζει και το αίσθημα του προσανατολισμού που θα μπορούσε να δώσει κάποιες ανάσες στην κοινωνία.
Τελικά, μοιάζει η κατάσταση σαν να προσπαθούν να περάσουν έναν ολόκληρο λαό μέσα από μια μικρή πορτούλα, μαζικά με μεγάλη ταχύτητα. Το πείραμα γίνεται μέσα σε συνθήκες ασφυκτικής πίεσης με τον χρόνο να γίνεται αδυσώπητος, όσο, υπό τις παρούσες προϋποθέσεις, παράγει συνεχώς νέα ελλείμματα και νέα χρέη.

Πέμπτη 14 Ιουλίου 2011

Η κερδοσκοπική επίθεση εναντίον της Ιταλίας επισπεύδει τις εξελίξεις


Είναι οι ευρωπαϊκές χώρες που αντιμετωπίζουν προβλήματα δανεισμού- με έσχατη την Ιταλία- που έσπευσαν από τις πρώτες κιόλας ημέρες των κερδοσκοπικών επιθέσεων που δέχθηκαν να διατρανώσουν προς κάθε πλευρά την άποψη ότι οι ίδιες δεν ανήκουν καθ οιονδήποτε στην ίδια κατηγορία με την Ελλάδα. Ότι δηλαδή τα προβλήματά τους είναι σαφώς πιο διαχειρίσιμα και αντιμετωπίσιμα από εκείνα της Ελλάδας.
Και πράγματι, κάπως έτσι είναι τα πράγματα, καθώς πρόκειται στην πλειοψηφία τους για οικονομίες με δυναμική και δεδομένες δυνατότητες που αργά ή γρήγορα θα βρούνε τον βηματισμό τους και θα αντεπεξέλθουν στην κρίση δανεισμού που αντιμετωπίζουν. Δεν είναι αυτές, όμως, το αντικείμενο της άγριας σύγκρουσης που έχει ξεσπάσει κατά το τελευταίο χρονικό διάστημα μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας που είχε ως αποτέλεσμα να αναβληθεί η σχεδιαζόμενη για αύριο έκτακτη σύνοδος κορυφής της ΕΕ. Το πρόβλημα είναι η Ελλάδα και το ευρώ και ο φόβος μήπως αποδειχθεί το νέο πακέτο βοήθειας προς τη χειμαζόμενη χώρας μας ανεπαρκές και αδίκως δαπανηρό για τους ευρωπαίους φορολογούμενους. Σ αυτό το ευαίσθητο σημείο συγκεντρώνουν την ενέργειά τους οι ευρωπαίοι ηγέτες που πιθανότατα έχουν καταλήξει στο σχέδιο, αλλά αγνοούν ακόμα τον τρόπο με τον οποίο θα το περάσουν από τη στενωπό της κοινωνίας και των αγορών.

Στην Ελλάδα, αντίθετα, εξακολουθούμε να το λιβανίζουμε πολύ το θέμα. Σε αντίθεση με τους Ευρωπαίους εκφραζόμαστε φωναχτά, επικοινωνιακά και ανώριμα. Συνεχίζουμε να παράγουμε πολύ επικοινωνία και λιγότερο πολιτική, να φοβόμαστε να αρθούμε στο ύψος των περιστάσεων, να νομοθετούμε χωρίς να εφαρμόζουμε και να υποσχόμαστε χωρίς να υλοποιούμε. Επίσης στην κοινωνία γίνεται ορατή μια ξεκάθαρη απροθυμία εφαρμογής του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, αρκετά δικαιολογημένη από μια άποψη, καθώς υπάρχει ένας φυσιολογικός κορεσμός του Έλληνα φορολογούμενου, κυρίως εκείνου που υπήρξε συνεπής στις υποχρεώσεις του.

Επειδή, όμως, οι εξελίξεις τρέχουν, η ελληνική απροθυμία περνάει σε δεύτερη μοίρα, καθώς το ζητούμενο για τους δανειστές μας είναι να βγαίνουνε οι αριθμοί και ποσώς τους ενδιαφέρει αν αυτό συντελείται στη βάση κοινωνικών αδικιών ή μιας οριζόντιας λογικής που εντατικοποιεί τα συμπτώματα της κοινωνικής αναταραχής.

Το τελευταίο διάστημα μάλιστα φαίνεται να επισπεύδονται οι εξελίξεις και με αφορμή κυρίως την κερδοσκοπική επίθεση εναντίον της Ιταλίας να πυκνώνουν οι ευρωπαϊκές φωνές που κάνουν λόγο για μια γενναία προσέγγιση αποκλιμάκωσης του ελληνικού χρέους. Μάλιστα, η αίσθηση που αποκομίζουμε από τις τελευταίες δηλώσεις των πρωταγωνιστών των διαπραγματεύσεων είναι ότι υπάρχει ήδη ένα πρώτο σχέδιο για την αντιμετώπιση του ελληνικού χρέους, το οποίο, όμως, για να υλοποιηθεί, με τρόπο ώστε να συνεχίσουν να καλύπτονται οι ανάγκες χρηματοδότησης και ρευστότητας του ελληνικού συστήματος πρέπει να συνδυαστούν στρατηγικές και επιλογές που θα αγγίζουν ακόμα και τις λέξεις ταμπού της οικονομικής ορολογίας, προαλοίφοντας την πιθανότητα μιας επιλεκτικής χρεοκοπίας με ελεγχόμενες συνέπειες στην πραγματική οικονομία. Σ αυτήν την περίπτωση η διατύπωση του σχεδίου είναι σημαντικότερη ακόμα και από το ίδιο το σχέδιο.

Γενικά, οι Ευρωπαίοι εταίροι μας θεωρούν ότι από το 2012 οπότε και θα κορυφωθεί στο 162% το ελληνικό χρέος για να αρχίσει σταδιακά να αποκλιμακώνεται οι δυνατότητες διαχείρισης του τεράστιου οικονομικού φορτίου θα αυξηθούν θεματικά μέσα από τις πραγματικές μεταρρυθμίσεις που θα κάνουν περισσότερο ανταγωνιστική την ελληνική κοινωνία, αλλά και την θεσμική θωράκιση της ΕΕ και τον εξοπλισμό της με εργαλεία, που μέσα από την Ελληνική περιπέτεια θα δώσουν μια θεαματική ώθηση προς την κατεύθυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Τι θα συμβεί, όμως, μέχρι τότε; Θα καταφέρει το πολιτικό μας σύστημα να αξιοποιήσει την συγκυρία προς όφελός μας ή για μια ακόμη φορά θα εγκλωβιστούμε σ ένα κλίμα υστερίας, άρνησης, και ανευθυνότητας που θα προάγει μοναχά τα μικροκομματικά οφέλη αφήνοντας πίσω του άλλο ένα μισοτελειωμένο σχέδιο άλλη μια ανολοκλήρωτη προσπάθεια εκσυγχρονισμού της ελληνικής οικονομίας;

Τετάρτη 13 Ιουλίου 2011

Έρωτας χωρίς ελευθερία


Πίνακας: Jennifer Baird


Ξαφνικά το γέλιο έπαψε
διαπεραστική στριγκλιά ανέπεμψε
το παράστημά της όρθωσε και σφίχτηκε
λίγο πριν λυγίσει συγκρατήθηκε

ράμφος μεθυσμένου παπαγάλου
προβολή παράξενου μετάλλου
του γερμανικού στρατού ιδιοκτησία
κούνια βρεφική, χαλκομανία

σιδερένιες κόκκινες ακτίνες
της ειρήνης ήχησαν σειρήνες
φως, τα καταφύγια γεμίζουν
την κονσέρβα της ζωής διαιωνίζουν

με ωραία μαύρα κάγκελα κτιστός ο τάφος
επιστρέφει στα σανίδια ο τοπογράφος
τρομερή επιθανάτια αγωνία
έρωτας χωρίς ελευθερία

Η Αποστασία της Πιστής


Με κουμπωμένο το παλτό και έτοιμη να φύγει
δυο βήματα απ το χωρισμό την τσάντα της ανοίγει
το τσιμπιδάκι αναζητά και πιάνει τα μαλλιά της
το κοτσιδάκι της σφιχτά, μιας μπούκλας αεράτης

το κατευόδιο δεν πονά, το πόμολο γυρίζει
τον περιμένει μια σταλιά, ο άνεμος σφυρίζει
ξύπνησε απότομα η καρδιά και κάτι τυμπανίζει
μια τελευταία αγκαλιά κι ο πόλεμος αρχίζει

δεμένα πλοία στη σειρά, γι αυτήν που περιμένει
η Πηνελόπη ξεκινά, ο Οδυσσέας υφαίνει
γλυκό ταξίδι της ζωής, μνηστήρας τελευταίος
η αποστασία της πιστής, το αντίπαλό του δέος

Κυριακή 10 Ιουλίου 2011

ΠΙΣΤΗ ΑΙΩΝΙΑ


εσύ τις ήξερες
καλά τις ήξερες
αυτές τις θάλασσες τις σκοτεινές
που τις ταξίδεψες
και τις γαλήνεψες
με τις θλιμμένες σου αστροφεγγιές

πάνω στις ξέρες σου
είναι οι γαλέρες σου
ναυαγισμένα όνειρα κι ευχές
μα εγώ δεν πείσθηκα
γι αυτό και ορκίσθηκα
πίστη αιώνια στις ακρογιαλιές

βοήθεια ζήτησα
για σένα αλήτισσα
κι η αγάπη άναψε φάρο τυφλό
τον λόγο τήρησα
τον κόσμο γύρισα
πνίγηκα σε μια κουταλιά νερό

Όπως μού ρθε στο μυαλό!

Όπως μού ΄ρθε στο μυαλό
θα τολμήσω να το πω
όπως έφευγαν τα τρένα
και φοβόμουν για εσένα

ψάχνεις τον μοναδικό
τον σωστό, τον ωριμότερο
και στο τέλος καταντάς
ν αγαπήσεις τον χειρότερο

ψάχνεις τον μοναδικό
τον καλό, τον εξυπνότερο
κι αν τον βρεις τον παρατάς
ψάχνοντας κάτι λιγότερο

όπως μού ρθε στο μυαλό
θα τολμήσω να το πω
μέσα σου κρατάς κρυμμένα
τα χαρτιά σου τα ανοιγμένα

ψάχνεις τον μοναδικό
τον σωστό, τον ωριμότερο
και στο τέλος καταντάς
ν αγαπήσεις τον χειρότερο

ψάχνεις τον μοναδικό
τον καλό, τον εξυπνότερο
κι αν τον βρεις τον παρατάς
ψάχνοντας κάτι λιγότερο

Σάββατο 9 Ιουλίου 2011

Κλιμακώνουν τις πιέσεις τους για να ολοκληρωθεί η τοποθέτησή τους οι διοριστέοι γραπτού διαγωνισμού ΑΣΕΠ του υπουργείου Οικονομικών


Κι ενώ ήδη με το προσφάτως επικαιροποιημένο μνημόνιο ο κανόνας 1 πρόσληψη για 5 αποχωρήσεις στο δημόσιο έχει πάει και επισήμως στο 1 προς 10, η κυβέρνηση φροντίζει να χρησιμοποιεί τις περιορισμένες δυνατότητες για πρόσληψη μόνιμου προσωπικού που διαθέτει για να ενισχύσει περαιτέρω τον κατασταλτικό μηχανισμό του κράτους, αποφασίζοντας την έναρξη διαδικασιών πρόσληψης 4.087 ατόμων στα σώματα ασφαλείας.

Την ίδια ώρα, μάλιστα, που οι υπηρεσίες του υπουργείου Οικονομικών σχεδόν υπολειτουργούν στερούμενες εξειδικευμένου προσωπικού κι ενώ τα φορολογικά έσοδα του κράτους αποδεικνύουν την ουσιαστική έλλειψη βούλησης της κυβέρνησης να πατάξει φοροδιαφυγή και λαθρεμπόριο, οι 545 πανεπιστημιακής εκπαίδευσης αδιόριστοι αριστεύσαντες στον διαγωνισμό του υπουργείου Οικονομικών (εφορίες, τελωνεία, γενικό λογιστήριο) βιώνουν μια πρωτόγνωρη ομηρία, καθώς, όχι μόνο δεν βρίσκονται ήδη στις θέση τους όπως θα έπρεπε να είναι από πέρυσι το καλοκαίρι, αλλά και με τα ονόματά τους δημοσιευμένα σε ΦΕΚ, είναι πρακτικά αδύνατη η έστω και προσωρινή απασχόλησή τους σε κάποια εργασία στον ιδιωτικό τομέα, καθώς το κράτος που αναστέλλει συνεχώς τον διορισμό τους τούς θεωρεί ήδη μόνιμους υπαλλήλους.

Οι άνθρωποι αυτοί λοιπόν που αποδεικνύουν με την προσπάθεια που κατέβαλαν για να επιτύχουν σ έναν εξαιρετικά ανταγωνιστικό και αδιάβλητο διαγωνισμό αλλά και την υπομονή που σήμερα επιδεικνύουν ότι ο δρόμος της αξιοκρατίας στην Ελλάδα εξακολουθεί να είναι σπαρμένος με αγκάθια, κι ότι ο άξιος ή ο επιτυχών παραμένει σ αυτή τη χώρα σε δυσχερέστερη θέση από τον καπάτσο και τον κομματικά διαπλεκόμενο διεκδικούν σήμερα την αυτονόητη αναγνώριση των προσπαθειών τους και την αποκατάσταση μιας ξεκάθαρης αδικίας, σε μια περίοδο μάλιστα που οι φορολογούμενοι πολίτες καλούνται διαρκώς να υποστηρίξουν νέα οικονομικά μέτρα λόγω αποτυχίας στην είσπραξη εσόδων.

Ήδη παραμένουν έξω από το υπουργείο Οικονομικών 38 ημέρες και είναι αποφασισμένοι να κλιμακώσουν την πίεσή τους για να συναντηθούν με τον υπουργό Οικονομικών Ευάγγελο Βενιζέλο, έχοντας στο πλευρό τους συγγενείς, φίλους και το κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας που εξακολουθεί να πιστεύει στην αξιοκρατία, αλλά κυρίως την έκθεση του επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης κ. Ρακιτζή που λέει ότι τα οφέλη από την εργασία τους στις υπηρεσίες που πρόκειται να στελεχώσουν θα είναι πολλαπλάσια από την μισθοδοσία τους.

Παρασκευή 8 Ιουλίου 2011

Mr. Popper's Penguins


Ένα από τα πιο κλασικά, παιδικά βιβλία του 20ου αιώνα το «Mr. Poppers Penguin’ s” των Richard και Florence Atwater το οποίο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1938 και έκτοτε αδιαλείπτως κοσμεί τις περισσότερες παιδικές βιβλιοθήκες του κόσμου μεταφέρεται στη μεγάλη οθόνη από τον Mark Waters με πρωταγωνιστή τον Jim Carrey .

Το σενάριο εξιστορεί τις εμπειρίες του κ. Tom Popper, ο οποίος είναι ένα ιδιαίτερα προβεβλημένο διοικητικό στέλεχος, αλλά ταυτόχρονα και ένας άνθρωπος με αρκετά τραυματισμένη παιδική ηλικία, που υπέφερε από την διαρκή απουσία του πατέρα του σε εξερευνητικά και επιστημονικά ταξίδια.

Μια μέρα ο κ. Popper θα λάβει από τον πατέρα του ένα εντελώς ασυνήθιστο δώρο: ένα πακέτο με έξι ολοζώντανους ασπρόμαυρους πιγκουίνους.

Αρχικά, η παρουσία τους θα τον αιφνιδιάσει και θα προκαλέσει αταξία και χάος. Κατόπιν, όμως, και ενώ θα προσπαθεί να διαμορφώσει στο σπίτι του συνθήκες βιώσιμης διαβίωσης για τα χαριτωμένα πτηνά, και παράλληλα να βρει ένα τρόπο για να τα ξεφορτωθεί, θα δει την πρώην γυναίκα του και τα παιδιά τους να αποδέχονται την πρωτόγνωρη κατάσταση με έναν ενθουσιασμό που θα τους βοηθήσει τελικά να επαναπροσδιορίσουν τις ξεφτισμένες οικογενειακές αξίες.


Τρυφερή κωμωδία καταστάσεων για την ευεργετική επίδραση που ασκούν τα ζώα στους ανθρώπους, συγκατοικώντας μαζί τους μέσα σ ένα ασφυκτικά προγραμματισμένο και αυστηρά οριοθετημένο αστικό περιβάλλον.

Πέμπτη 7 Ιουλίου 2011

Απομονώσαμε τους ποιητές, εξιδανικεύσαμε τους συνθηματοποιούς

Συχνά ένα πετυχημένο σύνθημα, πεταμένο ασυλλόγιστα σε μια ανύποπτη στιγμή, είναι αρκετό για να ενοποιήσει τις εξεγερμένες συνειδήσεις ενός κοινού που συνήθως απαρτίζεται από ένα μεγάλο αριθμό ετερόκλητων προσώπων.
Ζώντας στην εποχή του σύντομου και περιεκτικού και αποδεχόμενοι με πολύ μεγάλη ευκολία την υιοθέτηση κάθε μιας ομοιοκαταληξίας που μπορεί προσωρινά να μας κεντρίσει το ενδιαφέρον, εκφράζοντας συνήθως ένα συναίσθημα κι όχι μια ασχημάτιστη σκέψη μας, παραβλέπουμε εσκεμμένα την πιθανότητα να αδικούμε ανθρώπους ή και θεσμούς μέσα από την αναπαραγωγή γενικεύσεων που το μόνο που εκφράζουν τελικά είναι την ένταση της θολούρας και της ψυχολογικής ρευστότητας της στιγμής όπως και την επιθυμία μας να βρεθούμε μ ένα μαγικό άλμα στον ιδεατό κόσμο των ονείρων μας.

Πρέπει να παραδεχτούμε λοιπόν, ότι μας αρέσουν τα συνθήματα, ως λαό. Πρώτον επειδή διαθέτουν μόνο ένα νοηματικό επίπεδο και δεν μας κουράζουν. Δεύτερον επειδή μας γοητεύει ο λαϊκισμός, που σήμερα παίρνει τη μορφή μιας ωμής και καταδικαστικής γλώσσας απέναντι στους ανθρώπους του συστήματος, που κάποτε μπορεί να εξυπηρέτησαν μερίδα από τα συμφέροντά μας. Τρίτον επειδή μας εμπνέουν, μας κλυδωνίζουν και μας προσανατολίζουν σε μονοπάτια συμβατά με τα συναισθήματά μας, καθώς δεν απαιτούν από εμάς ούτε αναλυτική προσπάθεια ούτε φυσικά κάποια επώδυνη εμβάθυνση.

Γι αυτό και δείχνουμε τόση μεγάλη συμπάθεια και σεβασμό και σ αυτούς που τα σκαρφίζονται, στους γνωστούς και άγνωστους συνθηματοποιούς της καθημερινότητάς μας. Αυτούς που γεννούν συνθήματα, που μπορεί να μας παρακινούν σε ριζοσπαστικές δράσεις, που ευαγγελίζονται μια καλύτερη ζωή η οποία έωλα πλανάται στην ατμόσφαιρα, αλλά σπανίως περιγράφεται με τόλμη και πειστικότητα, ή που λειτουργούν επικουρικά για μια επιχείρηση, έναν οργανισμό, μία ομάδα, ή μία ιδέα και άλλα που τοποθετούνται μπροστά από προσωπικές πικρίες και φοβίες απέναντι στο κοινό μέλλον.
Συνθήματα που εκφράζουν ταυτόχρονα πολλούς ανθρώπους άλλοτε με χοντροκομμένο και άλλοτε με ποιητικό τρόπο, όπως ακριβώς τα τραγούδια την ώρα που αφηγούνται κάποια αποσπάσματα από την ιστορία του καθενός μας ξεχωριστά και όλων μαζί την ίδια στιγμή.

Συνθήματα που μας κρατούν σε διαρκή επαφή με το ρητό και αναλλοίωτο πνεύμα των παιδικών ασμάτων, τότε που τραγουδούσαμε απλές κατανοητές στιχοπλοκίες χτυπώντας ρυθμικά τα χέρια μας στον ρυθμό που απαιτούσε η μελωδία, και άλλα που εξιδανικεύουν την ιδιαιτερότητα ενός τμήματος της κοινωνίας έναντι των υπολοίπων, κρύβοντας μια τραυματισμένη ματαιοδοξία που σχεδόν πάντα εκφράζεται με ιδεολογικούς όρους.
Συνθήματα που εμφανίζουν ένα μέρος της αλήθειας ενώ αποκρύπτουν ένα άλλο, προσκλητήρια κινητοποίησης χωρίς κέντρο βάρους προς έναν τύπο ανθρώπου που σήμερα βρυχάται σαν πληγωμένο λιοντάρι, αλλά και μια απόπειρα υλοποίησης των ουτοπιών στη βάση ουτοπικών βημάτων.

Παράλληλα το στερεότυπο της εικόνας του ποιητή φανφάρα με τον ακατάληπτο λόγο και τις ανεξέλεγκτες κινήσεις έχει για τα καλά γονιμοποιήσει τη σκέψη του σύγχρονου Έλληνα, εμποδίζοντας τον να αντιληφθεί ότι επί της ουσίας κάθε σύνθημα αποτελεί κατά κάποιο τρόπο ένα μελοποιημένο στερεότυπο που ενισχύει τον υπάρχοντα διχασμό, ενώ σε μεγάλο βαθμό αντανακλά την αποτυχημένη απόπειρα του εμπνευστή του να γίνει μέρος του συστήματος που σήμερα μετ επιτάσεως θέλει να γκρεμίσει.

Σ ένα κόσμο λοιπόν, όπου οι άνθρωποι μοιράζονται με μεγάλη ευκολία τα όνειρά τους, αλλά όχι και τις προθέσεις τους, η λογική του συνθήματος ως λεκτικής κατασκευής μάς απομακρύνει ολοένα από την ουσία των πραγμάτων και τον πραγματικό προσανατολισμό μας που παραδοσιακά αρνούμαστε να αποδεχθούμε.

Κυριακή 3 Ιουλίου 2011

ΠΑΝΕ ΜΕ ΠΙΣΩ


Πάνω απ τη μάντρα του σεβνταλή
μόνο πετάει ένα χαλί
το παίρνει ο αέρας, το πλένει η γη
στο φως της μέρας ν αγκιστρωθεί

είχε αναβάτη, λένε οι παλιοί
έναν κατάδικο μπεσαλή
που κύκλους έκανε, πίσω μπρος
μα τον εγκρέμισε ένας αϊτός

στη βρυσομάνα, σε μια πηγή
στέκει για λίγο ν αναπαυθεί
μα το πεζεύει ένα παιδί
το αγριεύει, το τιμωρεί

πάλι χιμάει στον ουρανό
πάνω πετάει απ το νερό
η λίμνη λάμπει και μια βροντή
φέρνει σκοτάδι, φως και βροχή

πιάνει τα κρόσσια του το παιδί
και ημερεύει το άγριο χαλί
«πάνε με πίσω, θ ανησυχεί»
λέει, «η μάνα μου η καλή»

το κατεβάζει, γεμίζει ο ασκός
γιόκα μου λείπεις από μικρός
έγινες άντρας ήσουν παιδί
δες στον καθρέφτη, τι αλλαγή

μάνα της λέει, λείπω λεπτά
ούτε μιαν ώρα δεν πήγα μακριά
κοίτα εκείνο ψηλά το χαλί
είναι η άδεια απ όλα ζωή

Επανεκκίνηση δημιουργικού πνεύματος



Πίνακας: Ματίς

Όσο κι αν ξιφουλκούν μεταξύ τους τα δύο κόμματα εξουσίας, σχετικά με ιστορικά θέματα και τον διαμοιρασμό ευθυνών, κι όσο κι αν η αυτοκριτική τους εξαντλείται στα στενά όρια των θετικών πραγμάτων που θεωρούν ότι έφεραν στην Ελλάδα, δεν είμαι βέβαιος πως υπάρχει μια συγκεκριμένη ημερομηνία ορόσημο κατά την οποία άρχισε να εκπορεύεται η συστηματική προσπάθεια αποδόμησης του δημιουργικού δυναμικού της χώρας που χαρακτηρίζει με πάταγο την εποχή μας. Και ούτε και πρόκειται να μπω στην διαδικασία να προσπαθήσω να την εντοπίσω, καθότι θα αποτελούσε ακόμη μια στείρα απόπειρα έστω και αθέλητου αποπροσανατολισμού. Το βέβαιο είναι ότι κάθε πολιτικός κύκλος που διαδεχόταν τον προηγούμενο κατά τα τελευταία σαράντα και βάλε περίπου χρόνια ενίσχυε αυτό το πνεύμα παρασιτισμού και πολιτιστικής παράλυσης και ως εκ τούτου ο θεμελιωτής του λίγη σημασία έχει πια σήμερα

Μιλάμε λοιπόν, συχνά, για επανεκκίνηση της οικονομίας και περιμένουμε αυτό να συμβεί από κάπου έξω από εμάς ίσως με κάποιο μαγικό και ανεξήγητο τρόπο. Υποσυνείδητα προφανώς αναπολούμε τον τρόπο με τον οποίο αυτό συνέβαινε έως σήμερα, δηλαδή με εξωτερικές ενέσεις οικονομικής ρευστότητας.
Στην πραγματικότητα, όμως, αυτό που απαιτούν οι καιροί είναι μια επανεκκίνηση του δημιουργικού πνεύματος μέσα από την αποκατάσταση μιας νέας σχέσης του καθενός από εμάς με τη δουλειά του και τα μυστήρια που την απαρτίζουν.
Με απλά, λόγια, αν δεν ανακαλύψουν όσοι εξακολουθούν να εξασκούν ένα επάγγελμα μια νέα όρεξη γι αυτό που κάνουν κι ένα λιγάκι ασυνήθιστο κίνητρο από αυτό που τους κινητοποιούσε έως σήμερα, δύσκολα θα αλλάξει θεαματικά η κατάσταση. Με το ίδιο θετικό και δημιουργικό πνεύμα μπορεί να αλλάξει και η ψυχολογία.

Άλλωστε, πρέπει πια να εξοπλίσουμε οι ίδιοι τον εαυτό μας με το κουράγιο και τη ψυχική δύναμη που χρειαζόμαστε για να ανταποκριθούμε στα κελεύσματα της εποχής που απαιτούν ανταλλαγή εμψύχωσης και έμπρακτης συμπαράστασης προκειμένου να αποκατασταθούν τα τραύματα της κοινωνίας και οι δεσμοί που κάποτε άρθρωναν το κοινωνικό σώμα.

Κυρίως, όμως, να πάψουμε να ενοχοποιούμε την αξία της δημιουργικότητας και της παραγωγής, ιδιαίτερα αυτές τις ημέρες όπου το πολιτικά ορθό απαιτεί από τους πολίτες να καταδικάσουν ηθικά οποιαδήποτε δραστηριότητα δε συνάδει μ ένα πνεύμα ανέξοδου ριζοσπαστισμού που ισοπεδώνει σχεδόν άθελά του τα πάντα γύρω μας και καταδικάζει όλους εξόν από εμάς τους ίδιους ως τους μοναδικούς φταίχτες για την κατάστασή που βιώνουμε.
Εξάλλου, ήδη σε πείσμα των καιρών ξεφυτρώνουν από παντού ομάδες δημιουργικών ανθρώπων που έχοντας αυτοκαθαρθεί μέσα από την σκληρή αυτοκριτική τους και χωρίς να χρειάζονται την ανάγκη οποιουδήποτε πολιτικού ή κοινωνικού καθοδηγητή ή πατρόνα για να οργανωθούν, συναντιούνται στη σκιά γεγονότων για να μεταβάλλουν τα συναισθήματα θυμού, οργής και αγανάκτησης που μπορεί να νιώθουν, σε δημιουργικότητα, καλλιτεχνικά συναπαντήματα και συλλογικές δράσεις που αποκτούν, προϊόντος του χρόνου ένα στοχευμένο χαρακτήρα βελτίωσης της μικρής και μεγάλης καθημερινότητας που μας περιβάλλει.
Χιλιάδες συνάνθρωποί μας που αποφάσισαν να πάρουν τις ζωές τους στα χέρια τους και να υπερβούν την ευθύνη που τους αναλογεί για να συμβάλλουν στην δημιουργία μιας κοινωνίας που θα απαρτίζεται από πολίτες με οξυδέρκεια, υψηλό επίπεδο μόρφωσης, κουλτούρας, υπευθυνότητας και ιδιαίτερα οξυμένο κριτικά αισθητήριο, μας δείχνουν ήδη τον δρόμο της εξόδου από το τούνελ της ύφεσης και της παρακμής.

Σάββατο 2 Ιουλίου 2011

Lary Crowne




Η γνωστή ελληνοαμερικανίδα σεναριογράφος και ηθοποιός Νία Βαρντάλος προσωπική φίλη και συνεργάτης του Τομ Χανκς και της συζύγου του, πείθει τον βραβευμένο με Όσκαρ ηθοποιό να σκηνοθετήσει ένα δικό της σενάριο (συμμετέχοντας η ίδια ως συν-σεναριογράφος) και να πρωταγωνιστήσει στο πλευρό της Τζούλια Ρόμπερτς σε μια ρομαντική ιστορία για τη χαμένη πίστη που ξανακερδίζεται με τόλμη και τα αδιέξοδα που ξεπερνιούνται όταν βρίσκει κανείς το κουράγιο να κοιτάξει κατάματα την πραγματικότητα και το θάρρος να παλέψει για αυτά που τον απασχολούν.

Στις ΗΠΑ, λοιπόν, του 2011, όπου φαινομενικά ποτέ δεν είναι αργά για τίποτα, ο Larry Crowne, ένας ζωντοχήρος μεσήλικας απολύεται από τη δουλειά του, στην οποία διέπρεπε αδιαλείπτως στα χρόνια της παρουσίας του, με το θλιβερό πρόσχημα ότι δεν διαθέτει ακαδημαϊκό τίτλο σπουδών.
Κι αν οι προϊστάμενοί του το θυμήθηκαν αυτό λιγάκι αργά για να τον πετάξουν στον δρόμο καταμεσής της μεγάλης οικονομικής ύφεσης ο ίδιος όχι μόνο δεν το βάζει κάτω, αλλά ταυτόχρονα με την προσπάθειά του να βρει δουλειά εγγράφεται και στο πανεπιστήμιο.
Στο τμήμα του θα γνωρίσει ενδιαφέροντες ανθρώπους, θα κάνει νέους φίλους και θα μπει σε μια φάση δημιουργικού παλιμπαιδισμού (το λένε και δεύτερη εφηβεία) για να ξεζουμίσει τις δυνατότητες μιας φοιτητικής ζωής την οποία γεύεται λιγάκι όψιμα, αλλά και με ένα πρωτόγνωρο πάθος.
Κυρίως, όμως, θα λατρέψει το μάθημα της καθηγήτριάς του Mercedes Tainot (Julia Roberts), που κι αυτή από την πλευρά της ψάχνει να βρει ένα τρόπο για να ξεφύγει από τα προσωπικά της αδιέξοδα.

Σκηνοθετώντας ένα αρκετά ρετουσαρισμένο σενάριο που μπλέκεται σε δρόμους που το αποδυναμώνουν, υπακούοντας τυφλά στο γνώριμο, ανάλαφρο , ρομαντικό και πικάντικο στυλ της Νία Βαρντάλος, ο Τομ Χανκς μας παραδίδει μια ταινία χωρίς εξάρσεις, κορυφώσεις και πραγματικές ανατροπές με αρκετές απλοποιήσεις και χαρακτήρες που δεν ξεφεύγουν από την χοντρή σχηματοποίησή τους.

Παρασκευή 1 Ιουλίου 2011

Άντε, να πω και ένα καλό λόγο για τους "αγανακτισμένους"


Θα σας παρακαλέσω, όμως, πολύ, να μην μου προσάπτετε πράγματα που δεν έχω πει ποτέ κι ούτε χαρακτηρισμούς που δεν έχω αποδώσει.
Εγώ το μόνο πράγμα που έχω πει σχετικά με πολλούς από τους "αγανακτισμένους" είναι ότι η σχέση τους με τα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα μού θυμίζει λίγο τη σχέση δύο γειτόνων που για πολλά χρόνια δεν έχουν συστηθεί ποτέ μεταξύ τους κι ούτε καν έχουν ανταλλάξει μία καλημέρα. Αλλά που αν τύχει και συναντηθούν καμιά φορά σε μια ξένη χώρα ως τουρίστες, όχι μόνο θα ανοίξουν την καρδιά τους ο ένας στον άλλο για να μιλήσουν επί παντός επιστητού, αλλά θα διοργανώσουνε και ένα ελληνικό πάρτι προς τιμήν της μακροχρόνιας γνωριμίας τους.

Θέλεις να αλλάξεις τα πράγματα στον τόπο σου; γίνε καλύτερος…

Συλλογικότητες χωρίς συλλογικό αίτημα και διεκδικήσεις αναποτελεσματικές, ούσες διεκδικήσεις επί δανεισθέντων και όχι επί παραχθέντων.

Η μάχη μεταξύ συναισθήματος και λογικής στην Ελλάδα καλά κρατεί. Και κλιμακώνεται ως μια για μακραίωνη, βαθιά και πολύ πονεμένη επιβίωση. Μια ιστορία, που προϋπήρχε της ίδρυσης του νέου ελληνικού κράτους ακόμα και της θεμελίωσης του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού. Μιλάμε ,επί της ουσίας για ένα δίπολο, που επέφερε μια εσωτερική σύγκρουση ιδεών, την οποία με εξαιρετική γλαφυρότητα περιέγραψαν καλλιτέχνες, διανοούμενοι και συνολικά ανθρώποι του πνεύματος, προδιαγράφοντας τη μοίρα τόσο του ελληνικού λαού, όσο και της λειτουργίας του κράτους.

Στα πρακτικά λοιπόν αυτής της μάχης, μπορούμε να δούμε να αναφύονται διαφόρων ειδών στερεότυπα και προκαταλήψεις, όπως για παράδειγμα, αυτά που θέλουν τον απολύτως συναισθηματικό άνθρωπο, αυτόν δηλαδή που αποφασίζει για το καθετί με αποκλειστικό γνώμονα τα συναισθήματά του να αναπτύσσει ένα συλλογικό ενδιαφέρον πιο έντονο και ουμανιστικό από τον άνθρωπο της λογικής σκέψης και πράξης। Από εκείνον δηλαδή που αναγνωρίζει ότι υπάρχει και μια αντικειμενική πραγματικότητα, πέραν της υποκειμενικής, που υπακούει μάλιστα σε ορισμένους σαφείς, ρητούς και αδυσώπητους φυσικούς κανόνες, προσπαθώντας να εξυπηρετήσει όσο το δυνατόν περισσότερες ατομικότητες κι η οποία θέλουμε δε θέλουμε παίζει καθοριστικό ρόλο στη ζωή μας με τρόπο μάλιστα άμεσο και διαμορφωτικό। Ένας από αυτούς είναι ότι για παράδειγμα, το γεγονός ότι ενώ οι ανθρώπινες ανάγκες είναι απεριόριστες, τα μέσα που υπάρχουν για την κάλυψή τους είναι πεπερασμένα, είναι αναμφισβήτητο। Αυτή λοιπόν η συνθήκη που απασχόλησε όλες τις μεγάλες φιλοσοφικές τάσεις του καιρού μας για να προκύψουν τελικά οι πολιτικές και οικονομικές θεωρίες που γέννησαν μέσα από τις απαντήσεις που έδινε η καθεμιά σχετικά με τον τρόπο που πρέπει να διανέμονται ο πλούτος και οι πλουτοπαραγωγικές πηγές τα σημερινά αδιέξοδα αλλά και πολλούς από τους δρόμους διαφυγής, είναι μόνο ένα απλό παράδειγμα της αντικειμενικής δυσκολίας των καταστάσεων। Και θεωρώ ότι μόνο αναγνωρίζοντάς την μπορεί ένας λαός να διεκδικήσει πραγματικά ένα καλύτερο επίπεδο βιώσιμης ευημερίας και κοινωνικής ανάπτυξης। Ουσιαστικοποιώντας τις ανάγκες του και διεκδικώντας τη χρήση των πλουτοπαραγωγικών πηγών που θα δημιουργήσει και θα θελήσει πραγματικά να εκμεταλλευθεί ο ίδιος। Γιατί και η εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών ενέχει μια ευθύνη που δεν αποδείξαμε ως λαός ότι είμαστε έτοιμοι να αποδεχθούμε.

Ασυναίσθητα, λοιπόν, τις περισσότερες φορές που προέκυπταν κάποια διλλήματα εθνικού ή επιτακτικού χαρακτήρα προκρινόταν η λύση της εξυπηρέτησης του κοινού συναισθήματος μέσα από την κολακεία του εθνικού θυμικού, πάνω στην οποία θεμελιώθηκε τόσο η κρατικοδίαιτη οικονομία, όσο και οι παρασιτικές νοοτροπίες και οι πελατειακές σχέσεις. Έτσι γεννήθηκαν τόσο ο κοινωνικός παλιμπαιδισμός, όσο και ο λαϊκισμός, η ασφαλής καταφυγή των απαίδευτων, των ανερμάτιστων και των φυγόπονων, που σήμερα απαντάται παντού, στην κοινωνία, την τηλεόραση και την πολιτική τάξη με συνέπεια την αδυναμία χειραφέτησης ενός λαού που εναπόθεσε όλες τις ελπίδες ακόμη και τα όνειρά του στα χέρια ενός κράτους που όχι μόνο κατόπιν δεν υποστηρίχθηκε με την εφαρμογή των νόμων και των κανόνων που διέπουν μια ευνομούμενη κοινωνία, αλλά και υπονομεύτηκε συστηματικά

Εξάλλου, η αποδοχή της λογικής σκέψης ως μεθοδολογίας αντιμετώπισης των προβλημάτων μας είναι ένας δρόμος σαφώς δύσκολότερος από τον υπάρχων καθώς απαιτεί την προσαρμογή τού κάθε μέλους μιας κοινωνίας σε γενικότερους κανόνες από αυτούς που επιτάσσει το προσωπικό του συμφέρον. Ιδιαίτερα δε αν το μέλος της κοινωνίας έχει συνηθίσει να βλέπει το κράτος ως μια προέκταση της οικογενειακής του θαλπωρής.
Τότε, ακριβώς είναι που προκύπτει το αίσθημα της προδοσίας και της απογοήτευσης που αισθάνεται κάποιος που δανείστηκε όνειρα και προσδοκίες από την εκάστοτε εξουσία για να τα επενδύσει κατόπιν ως ζωτική ενέργεια και συναισθήματα στο κράτος και τους φορείς του.
Ούτε αξιόπιστος οδηγός λοιπόν επιβίωσης, μπορεί να θεωρηθεί το συναίσθημα από μόνο του, χωρίς την ορθή σκέψη, ούτε και παράγοντας δημιουργίας ευαισθησίας, όπως στρεβλωμένα θεωρούμε. Στην πραγματικότητα το άτομο που πλημμυρίζεται από τα συναισθήματά του, επενδύοντας στον πολλαπλασιασμό της ισχύς τους μέσα απόκλειστικά από συλλογικές ζυμώσεις και κινητοποιήσεις αποφεύγει να βελτιώσει τον εαυτό, που κατ εμέ είναι η μεγαλύτερη κοινωνική προσφορά που μπορεί να επιδείξει ένα άτομο που προτάσσει το συλλογικό έναντι του ατομικού ενώ επί της ουσίας αδιαφορεί για το πρόβλημα του διπλανού του.
Γι αυτό και από τα σημερινά κινήματα λείπουν κυρίως τα συλλογικά αιτήματα όσο κι αν με τέτοια μοιάζουν αυτά που με ασαφή, ουτοπικό και περιγραμματικό τρόπο εκφράζονται μέσα από τα ηρωϊκά συνθήματα που κινητοποιούν τις μάζες.
Και δε συμφωνώ καθόλου ότι ούτε σημαίες ούτε λάβαρα υπάρχουν σε κάποιες μορφές κινητοποιήσεων που με μεγάλη ευκολία αγκάλιασαν τόσο τα κόμματα όσο και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης.
Απλώς, αυτές είναι εσωτερικές, προσωπικές και ιδιωτικές παντιέρες που δεν είναι καθόλου της στιγμής να εκτεθούν σε κοινή θέα.