Πέμπτη 30 Ιουνίου 2011

Και αποδεικνύεται, λέει, τελικά, ότι δεν διαθέτουμε ούτε καν εθνικό και ενιαίο ένστικτο αυτοσυντήρησης



Δεν ξέρω αν ήταν πραγματικά καλή είδηση για την Άγκελα Μέρκελ, τους χρηματοπιστωτικούς οίκους, και τους υπόλοιπους δανειστές μας η ψήφιση του μεσοπρόθεσμου σχεδίου, καθώς αυτό το πράγμα δεν υλοποιείται με τίποτα. Άλλωστε τι σχέση μπορούν να έχουν με μας τα αισθήματα όσων μας πουλάνε ακριβό χρήμα με το πρόσχημα της αλληλεγγύης ενώ επί της ουσίας κερδοσκοπούν εις βάρος μας με όρους ξεκάθαρα ληστρικούς και επαχθείς. Τοκογλυφικούς, όπως επιτυχημένα ισχυρίζονται κάποιοι. Βέβαια, εδώ υπάρχει και ένα άλλο ζήτημα: είναι άραγε τόσο βλοσυροί οι Ευρωπαίοι, που μας βρήκαν μπόσικους και θέλουνε απλά να μας ξεψαχνίσουνε, ή μήπως απλώς προσπαθούνε να ελαχιστοποιήσουνε τους κινδύνους που διατρέχει το ασφαλιστικό και τραπεζικό τους σύστημα από την συνδιαλλαγή μ έναν αφερέγγυο εταίρο; Όπως και νά χουν τα πράγματα από την δικιά μας σκοπιά χωρίς αμφιβολία μοναχά μια στάση μπορεί να αποδειχθεί επαρκής, εθνική και αποτελεσματική απέναντί στις πιέσεις τους. Η σκληρή και αβυσσαλέα διαπραγμάτευση που θα αναδείξει, μεταξύ άλλων, και τις συστημικές ευθύνες της νομισματικής ένωσης στη δημιουργία των ελληνικών ελλειμμάτων. Μια διαπραγμάτευση, όμως, όχι, στο πνεύμα της διαλλακτικότητας που την σχεδιάζει η κυβέρνηση Παπανδρέου, ούτε φυσικά όπως την εννοεί ο κ. Σαμαράς και οι υπόλοιποι κωλοτούμπες του ελληνικού κοινοβουλίου, που άλλα λένε, άλλα εννοούνε, άλλα εύχονται, άλλα υπόσχονται και άλλα θα κάνουν αν ,ω μη γένοιτο, αναλάβουν σύντομα τις τύχες της χώρας. Ούτε καν με τον τσαμπουκαλίδικο τρόπο που την προσδιορίζει η αριστερά. Αλλά και ούτε με τον ανέξοδο και ανεύθυνο τρόπο που την υπονοεί το φυγόπονο τμήμα του Ελληνικού λαού που λάδωσε για τα καλά το αντεράκι του όταν έρεαν τα δανεισμένα τους χρήματα , ενώ σήμερα καταριέται την ώρα και την στιγμή που υπογράφτηκαν εκείνες οι δανειακές συμβάσεις. Μόνο με ένα τρόπο μπορεί να γίνει αυτή η διαπραγμάτευση. Μόνο μέσα από τις δυναμικές ενέργειες μιας σοβαρής χώρας με σοβαρούς πολίτες, που αρχίζει να κατανοεί τα λάθη της, να πατάει στα πόδια της, να αποκτάει αυτάρκεια και να διεκδικεί αυτό που της αξίζει. Εν ολίγοις, μέσα απ αυτό το δρόμο που κατάφερε να προσδώσει ένα μίνιμουμ διεθνούς σεβασμού σε χώρες, μικρές το δέμας, όπως η Μάλτα, η Κύπρος, το Βέλγιο, η Ελβετία, η Δανία κ.α με μια φυσιολογική και αυτονόητη πολιτική συμπεριφορά. Μικρές χώρες με ασήμαντες αγορές που αντιστάθηκαν στα ρεύματα του καιρού και κατόρθωσαν να μείνουν όρθιες επειδή ακολούθησαν σε μεγάλο βαθμό ένα στοιχειώδη κανόνα κοινωνικής και οικονομικής ισορροπίας. Ότι δεν πρέπει να ξοδεύει κανείς περισσότερα απ όσα παράγει. Σε αντίθεση με τη χώρα μας που μόλις το 2009 ξόδευε περίπου 35 δισεκατομμύρια ευρώ περισσότερα απ όσα παρήγαγε, αρκετές χώρες της ΕΕ κατάφεραν και τη δημοκρατία τους να διαφυλάξουν αλλά και ένα κράτος πρόνοιας με πραγματικό κοινωνικό αντίκρισμα και προσφορά στους πολίτες να διατηρήσουν.

Λέγεται ότι στα πηγαδάκια της βουλής, μεταξύ σοβαρού και αστείου, βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας προσέγγιζαν, το πρωϊ της Τετάρτης, τους επίφοβους βουλευτές του ΠΑΣΟΚ για να τους δεσμεύσουν, ώστε να μην κάνουν καμιά ανοησία και δεν πράξουν το αυτονόητο.
Δεν παραξενεύομαι καθόλου. Είμαι της άποψης ότι και η πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτών υποδέχθηκε με πρόσκαιρη ανακούφιση την εξέλιξη της ψηφοφορίας, είτε το παραδέχεται είτε όχι, καθώς οι επιπτώσεις των πρόσθετων μέτρων δεν θα αρχίσουν να φαίνονται παρά μόνο μετά από μερικούς μήνες. Άλλωστε ο Έλληνας έχει πια εμπεδώσει για τα καλά την ψυχολογία και την κουλτούρα του δανειζόμενου που μισεί να αγαπά τις τράπεζες, τόσο σε προσωπικό όσο και σε εθνικό επίπεδο, έχοντας πετάξει αρκετά χρήματα άσκοπα δεξιά και αριστερά και ξέροντας πως ο άλλος δρόμος της προσωπικής προσπάθειας για την απόκτηση ενός καλού βιοτικού επιπέδου αποδεικνύεται πάντα δυσκολότερος.
Ένιωσε ανακούφιση, λοιπόν, ο Έλληνας, όχι απαραίτητα ελπίζοντας πως η εφαρμογή του μεσοπρόθεσμου θα οδηγήσει στην δικαίωση των προσδοκιών της κυβέρνησης για ανάκαμψη της οικονομίας και αλλαγή του κλίματος εντός του 2012. Ούτε λογικά επειδή είχε πειστεί ότι η ΕΕ θα εγκατέλειπε την Ελλάδα στις τύχες της, κάτι που προφανώς δεν συνέφερε ούτε στις εθνικές οικονομίες των κρατών δανειστών, ούτε στους διεθνείς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς.
Περισσότερο λειτούργησε θα έλεγε κανείς η ενεργοποίηση του ενστίκτου αυτοσυντήρησης των επιμέρους ομάδων, αυτό που όταν υπαγορεύεται με το αίσθημα του κατ επειγόντως στο μαζικό υποσυνείδητο συνήθως οδηγεί τα πράγματα αν όχι προς τον καλύτερο δρόμο τουλάχιστον προς το λιγότερο κακό.
Αυτό λοιπόν το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, που έχει σήμερα ενεργοποιηθεί, ξυπνώντας σε πρώτο επίπεδο την επιθυμία για περιχαράκωση του προσωπικού συμφέροντος είτε αυτό λέγεται ξεβόλεμα, είτε παρακράτος, είτε καταστροφικός οίστρος και μαζική καταστολή είτε διατήρηση ενός άκοπου και ανέμελου τρόπου διαβίωσης, δεν είναι στην πραγματικότητα ούτε εθνικό, αλλά ούτε και ομοιογενές.
Δεν είναι δηλαδή το ένστικτο αυτοσυντήρησης μιας χώρας με συμπαγή και ξεκάθαρη ταυτότητα, όπως θα το φανταζόταν κάποιος αποστασιοποιημένος παρατηρητής, αλλά το ένστικτο των επιμέρους ομάδων της.
Είναι περισσότερο το αίσθημα της προσωπικής αυτοσυντήρησης, της περιχαράκωσης, που αρχίζει να αποκτά κάποια κοινά χαρακτηριστικά όταν βρίσκεται αντιμέτωπο με μια κοινή απειλή.
Αυτό το αίσθημα είναι που εμπνέει και ενώνει τόσο ετερόκλητα πλήθη στις πλατείες και τους δρόμους ή που τοποθετεί άσχετα ιδεολογικά προσωπεία σε άσχετους ανθρώπους.
Μόνο που η αυτοσυντήρηση κάποιων αποδεδειγμένα αντιτίθεται στο συλλογικό συμφέρον, όπως αυτό μπορεί να εκδηλωθεί μέσα από την παγίωση κανόνων αξιοκρατίας και διαφάνειας για τους πολλούς.

Τετάρτη 29 Ιουνίου 2011

Διδασκαλία



Στη βασιμότητά σου να πιστεύω
και στους σκοπούς που έσπειραν τα δέντρα
τα σύννεφα μεμιάς να ξεπεζεύω
να πέφτω στα οργανικά σου κέντρα

να βρει και μια δασκάλα η φαντασία
ρίχνοντας στο ηφαίστειο ένα σάλι
να γίνει η σιωπή διδασκαλία
και μάθημα να γίνει το κοράλλι

τι έγραψες απόψε στην καρδιά μου;
στον καθαρό τον μαυροπίνακά μου
γιατί δε σβήνει η μαύρη κιμωλία;
γιατί αδειάσανε όλα τα θρανία;

Περί συγγραφής (Στέφεν Κινγκ)




Ένας από τους πιο επιτυχημένους και δημοφιλείς συγγραφείς του καιρού μας, ο Στέφεν Κινγκ, άρχισε να γράφει το 1999 ένα βιβλίο για την τέχνη της συγγραφής. Όπως εξομολογείται ο ίδιος η ανάγκη του αυτή προέκυψε σχεδόν αυθόρμητα μετά από ένα ατύχημα που είχε εκείνη την περίοδο και το οποίο έθεσε αμφιβολίες ακόμα και για την ίδια του τη ζωή.
Διαβάζοντας κανείς το βιβλίο καταλαβαίνει ότι δεν πρόκειται απλώς για ένα τυπικό εγχειρίδιο που απευθύνεται σε επίδοξους συγγραφείς, αλλά και για μία απόπειρα περιγραφής των ψυχικών και βιωματικών διεργασιών που συντελέστηκαν στην ψυχή ενός παιδιού που επρόκειτο να γίνει ένας από τους πιο επιφανείς μετρ του τρόμου παγκοσμίως.
Κι αυτό ακριβώς το χαρακτηριστικό είναι που του προσδίδει κάποιο τυπικό λογοτεχνικό ενδιαφέρον. Ότι ο συγγραφέας, προτού φτάσει στο ψητό, παραθέτει μια σειρά από γλαφυρές αναμνήσεις που ξεκινούν από την παιδική του ηλικία, συνεχίζονται με την εφηβεία και την ενηλικίωσή του και καταλήγουν στα χρόνια του κολεγίου και τις πρώτες του ολοκληρωμένες συγγραφικές απόπειρες οι οποίες συνοδεύονται από μερικές ιδιαίτερα αποκαρδιωτικές απορρίψεις.
Εκεί, ακριβώς αναδεικνύεται το πείσμα του ανθρώπου που αισθάνεται ότι είναι γεννημένος για να επιτελέσει ένα πεπρωμένο, παραμερίζοντας τις όποιες αποτυχίες με σχετική ευκολία και άνεση προκειμένου να δημιουργήσει το επόμενο και ακόμα πιο βελτιωμένο δείγμα της αυθεντικότητάς του.
Στο πιο τεχνικό σκέλος του βιβλίου, ο Κινγκ, μιλάει για τα βασικά εργαλεία της δουλειάς του, αναδεικνύοντας ιδιαίτερα τη σημασία της σωστής χρήσης του λόγου, αλλά και τη βαρύτητα της εξάσκησης του συγγραφικού ενστίκτου μέσα από την ανάγνωση και το συνεχές γράψιμο, προσφέροντας μερικές διαφωτιστικές συμβουλές για τον τρόπο με τον οποίο προκύπτει η συγγραφική εξέλιξη αλλά και του πως πολλαπλασιάζονται με τη συνεχή χρήση τα πάσης φύσεως όπλα ενός μυθιστοριογράφου. Σε γενικές γραμμές, το πνεύμα των συμβουλών του περιορίζεται στην βελτιστοποίηση των βασικών εργαλείων ενός συγγραφέα, στην ανάδειξη της σημασίας του ρυθμού έναντι της μελωδίας για την μυθιστοριογραφία στη σημασία της καλά δομημένης παραγράφου, στον αποκλεισμό μετά βδελυγμίας της συχνής χρήσης επιρρημάτων ή της παθητικής φωνής και στην ζωηράδα των διαλόγων που προκύπτει από την ειλικρίνεια, την απλότητα και αμεσότητα που εκπέμπουν.
Τελικά, αν αγνοήσει κανείς κάποιες αρκετά δογματικές απόψεις του Κινγκ, που σκοντάφτουν με σφοδρότητα πάνω στον ευρωπαϊκό τρόπο σκέψης και δημιουργικής λειτουργίας, όπως για παράδειγμα ότι οι συγγραφείς χωρίζονται σε ευπώλητους και ζηλιάρηδες (κάπως έτσι το θέτει ο Κινγκ) ή ότι επιτυχημένο βιβλίο είναι εκείνο που μπορεί να διαβάζεται εξίσου άνετα σ ένα λεωφορείο, σ ένα αεροπλάνο ή στο αναγνωστήριο μιας βιβλιοθήκης, μπορεί να ανακαλύψει στο βιβλίο του κάποια μικρά αλλά εύχρηστα μυστικά της αναμφισβήτητης αφηγηματικής δεινότητας του συγγραφέα.

Τρίτη 28 Ιουνίου 2011

Μη με λησμόνει




Ούτε αγάπη, ούτε καρδιά, ούτε φεγγάρι
ούτε ένα σπίρτο να φωτίζει το καμιόνι
αλλάζουν σκέψεις και τσιγάρα οι φαντάροι
μη με λησμόνει , μη με λησμόνει

ξέπνοη παύση, εμπνευσμένου αρλεκίνου
χέρι τρεμάμενο στηρίζει το τιμόνι
γλυκιά πρεμούρα μεθυσμένου Βεδουίνου
μη με λησμόνει, μη με λησμόνει

ένα σπουργίτι στην καρδιά του άγιου κρίνου
συνεπαρμένη η αυγή απ το τρομπόνι
πευκοβελόνες στην καρδιά του μαντολίνου
μη με λησμόνει, μη με λησμόνει

απλή ψωρίαση, και φώτα λιτανείας
φτάνει το άγημα στο τέταρτο βαγόνι
με τους αιώνια «εκτός υπηρεσίας»
μη μένεις μόνη, μη μένεις μόνη

κάποιο σημάδι του εαυτού μου σαπφικό
από ένα σκίρτημα του άνεμου κορώνει
πνεύμα ελεύθερο μαζί και ασκητικό
μη μένεις μόνη, μη μένεις μόνη

Δευτέρα 27 Ιουνίου 2011

ΒΟΗΘΕΙΑ ΚΟΙΝΟΥ

Αν είσαι άνθρωπος που μοιάζει
κάτι καινούργιο να ετοιμάζει
κι αν είναι ο στόχος σου εφικτός
η διαδρομή, όμως, σε κουράζει

ή αν σε φόρτωσε η πείρα
μ ένα ηττημένο χαρακτήρα
που δεν μπορείς να εμπιστευθείς
στις μάχες που ορίζει η μοίρα

να ξέρεις: στ άγνωστα του νου
η διαδρομή βγάζει παντού
σου φεύγει το τιμόνι
ζητάς βοήθεια κοινού
με φώτα σε τυφλώνει

να ξέρεις: στ άγνωστα του νου
η διαδρομή είναι αλλουνού
αυτή που εκπληρώνεις
σπας την κλεψύδρα που και που
το χρόνο ανανεώνεις

αν είσαι άνθρωπος που αλλάζει
κάθε φορά για να ταιριάζει
σ ένα τοπίο συμβατό
μ όσα το αίσθημα προστάζει

ή αν σε πρόδωσε μια ελπίδα
για να πετάξεις την ασπίδα
και να βρεθείς γυμνός μπροστά
στου πεπρωμένου τη λεπίδα

να ξέρεις: στ άγνωστα του νου
η διαδρομή βγάζει παντού
σου φεύγει το τιμόνι
ζητάς βοήθεια κοινού
με φώτα σε τυφλώνει

να ξέρεις: στ άγνωστα του νου
η διαδρομή είναι αλλουνού
αυτή που εκπληρώνεις
σπας την κλεψύδρα που και που
το χρόνο ανανεώνεις

Σάββατο 25 Ιουνίου 2011

Στοιχημάτισαν στον υποβιβασμό του Ηρακλή;



Πρώτα ποντάρουν. Μετά κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους προκειμένου να κερδίσουν. Και πιστέψτε με: περνούν πολλά από το χέρι τους...

Είμαι σχεδόν βέβαιος πλέον ότι η οφθαλμοφανής και αποδεδειγμένη και με δικαστικά έγγραφα πια στοχοποίηση του Ηρακλή δεν κρύβει τελικά πίσω της καμία απολύτως από τις πρόδηλες αιτίες με βάση τις οποίες επιχειρήθηκε μέχρι σήμερα να εξηγηθεί. Δηλαδή, ούτε τη μεγάλη ακίνητη περιουσία του συλλόγου έχουν βάλει κάποιοι στο μάτι τους, ούτε το ενοχλητικό οπαδικό κίνημα, ούτε και το γεγονός ότι η ομάδα παρέμεινε ανένταχτη κατά τον διαχωρισμό του πρωταθλήματος σε ζώνες επιρροής, είναι που τους ενοχλεί. Τουλάχιστον όχι στον βαθμό που τους αποδίδεται.

Πολύ φοβάμαι ότι, ο υποβιβασμός της ιστορικής ελληνικής ομάδας έχει γίνει αντικείμενο πονταρίσματος στο εξωτερικό και μάλιστα με πολύ θεαματικές αποδόσεις από τα μέλη του κυκλώματος που λυμαίνονται τον χώρο του αθλητισμού. Αυτών που πρώτα ποντάρουν και κατόπιν κάνουν ότι περνάει από το χέρι τους για να κερδίσουν το στοίχημα. Πρακτικά, αυτό σημαίνει, ότι τα κέρδη, ενός τέτοιου στοιχηματισμού, θα ενεργοποιηθούν ταυτόχρονα με την επικύρωση της βαθμολογίας του πρωταθλήματος από την Σούπερ Λίγκα και ως εκ τούτου για κάποιους το παιχνίδι δεν τελείωσε ακόμα. Γι αυτό και κάθονται σε αναμμένα κάρβουνα, γι αυτό πιθανότατα και έχουν επιδοθεί κατά το τελευταίο διάστημα σε μια προσπάθεια ανάσχεσης της υπερασπιστικής γραμμής του «γηραιού» στο CAS.
Δυστυχώς η ομάδα αδίκησε τελευταία πολύ τον εαυτό της χάνοντας σημαντικά από τα ηθικά ερείσματά της στην αθλητική κοινωνία με την υπόθεση της Καβάλας, ενώ η αμηχανία των διοικούντων της μπροστά στις εξελίξεις είναι πια τόσο έκδηλη που σε κάνει να αναρωτιέσαι, μήπως τελικά ο σύλλογος βαδίζει με αυτόματο πιλότο προς την καταστροφή του.
Κι όμως, υπάρχουν ακόμα ελπίδες για την ανατροπή της κατάστασης.
Άλλωστε, το παράπτωμα της ομάδας ωχριά μπροστά σε όλα αυτά που βλέπουν το φως της δημοσιότητας τις τελευταίες ημέρες, ενώ και η κατηγορία που της αποδόθηκε για συκοφάντηση του αθλήματος μοιάζει με ευφημισμό μπροστά στην πλήρη απαξίωση του που έχουν προκαλέσει οι πρωτεργάτες της συμμορίας που μοιράζουν τίτλους, ευρωπαϊκές θέσεις και υποβιβασμούς.

Η ΟΜΟΡΦΙΑ Η ΑΛΗΘΙΝΗ


Πίνακας: Claude Monet

Μες στα σανδάλια του Ερμή
φτερούγες βγάζει το πουλί
πάνω απ της κλώσας το αυγό
η αράχνη υφαίνει ένα σταυρό

σπάει το αμύγδαλο στη γη
και το καρύδι στο γουδί
κορίτσια αστράφτουν στο νερό
φωτιές σκορπάει το δειλινό

η ομορφιά η αληθινή
πατρίδα μου παντοτινή
κάτω απ του κόσμου τον αφρό
ξυπνά το φως μου το ιερό

η ομορφιά η αληθινή
πατρίδα μου παντοτινή
που ενώνει γη και ουρανό
πατρίδα άλλη δε ζητώ

μες στα ματόκλαδα της νιας
της Ρέας της Μυτιληνιάς
θάβω χαμένο θησαυρό
κι ένα πιθάρι με καπνό

σταφίδα γίνεται η στιγμή
σαν της τελειώσει το ζουμί
και το μαρούλι το ξερό
μαχαίρι πάνω στο νερό

είναι η ανάγκη ένα κελί
και η ελπίδα διαφυγή
πίσω απ τα στάχυα θα κρυφτώ
μια Νηρηίδα αγαπώ

Τρίτη 21 Ιουνίου 2011

Πουλήσαμε την ψυχή μας;


Αν πράγματι ισχύει ότι ανατέλλει περίοδος Μάκη Ψωμιάδη στον Ηρακλή, την αγαπημένη μας ομάδα, κι αν πράγματι οι όροι της συμφωνίας επιφέρουν μεταξύ των άλλων και τον αφανισμό μιας ομάδας όπως ο ΑΟ Καβάλας, υπάρχει ένα ηθικό ζήτημα τεράστιου διαμετρήματος, που, όμως, είμαι σίγουρος ότι υπό διαφορετικές συνθήκες δεν θα περνούσε απαρατήρητο από τους φιλάθλους του «γηραιού».
Οι συνθήκες όμως είναι τόσο εξαιρετικά ακραίες που δοκιμάζονται εκτός των άλλων τόσο η αξιοπιστία , όσο και η συνέπεια λόγων και πράξεων, ενός ολόκληρου λαού που αποδεδειγμένα κινήθηκε για χρόνια, εκτός συστήματος. Εκπροσωπώντας μοναχά τον εαυτό μου και κανέναν άλλο θεωρώ ότι η λύση Ψωμιάδη για τον Ηρακλή, δε είναι η ενδεδειγμένη για αρκετούς λόγους, ακόμη κι αν είναι η μοναδική.
Οι σημαντικότεροι είναι ότι δεν μπορείς να βασίζεις την δική σου ευτυχία πάνω στην δυστυχία του άλλου, ότι δεν μπορείς δηλαδή να αφανίζεις ένα ολόκληρο σωματείο για να κερδίσεις πάση θυσία την δική σου σωτηρία, ακόμη κι αν προσπάθησαν να σου κάνουν ακριβώς το ίδιο. Επίσης προσωπικά δεν μπορώ να εμπιστευτώ το μέλλον της ομάδας μου στα χέρια ενός ανθρώπου που δεν γνωρίζω με ποιον τρόπο θα χρησιμοποιήσει , αύριο μεθαύριο το ΑΦΜ της ΠΑΕ, όταν για παράδειγμα βρεθεί ένα ελκυστικότερο σωματείο από τον Ηρακλή στην αδιέξοδη θέση που βρίσκεται σήμερα ο «γηραιός».
Σύμφωνα με τη φημολογία τα κέρδη του Ηρακλή από μια τέτοια ενδεχόμενη συμφωνία θα είναι μεγάλα τόσο σε οικονομικό όσο και σε αγωνιστικό επίπεδο, ενώ η μή συμφωνία συνεπάγεται πιθανότατα την οικονομική και αγωνιστική καταστροφή της ομάδας. Βέβαια υπάρχει και η περίπτωση Παντελή, που, όμως, δεν έχει την ίδια δυναμική, ούτε και την ίδια απήχηση με το πακέτο σωτηρίας που φέρεται να προτείνει ο Μάκης Ψωμιάδης. Μοιάζει λίγο το δίλημμα που έχει να αντιμετωπίσει η ομάδα μας με το γνωστό λογοτεχνικό δίλημμα, τι θα έκανες αν ήξερες ότι με το πάτημα ενός κουμπιού θα πέθαιναν κάποιοι άνθρωποι στην άλλη άκρη του πλανήτη, ενώ εσύ θα γινόσουν πλούσιος. Προσαρμοσμένο, όμως, σε όρους επιβίωσης και όχι πλουτισμού, πράγμα που το κάνει ακόμα πιο ανελέητο.
Η άποψή μου είναι ότι η πλειονότητα των Ελλήνων φιλάθλων θα εξαφάνιζε με μεγάλη χαρά από το χάρτη κάποια ομάδα προς όφελος της δικιάς της. Άλλωστε, το αίσθημα της αυτοσυντήρησης εξαφανίζει συχνά και τις τελευταίες ηθικές επιφυλάξεις ενός λαού.
Πίστευα, όμως, ότι οι φίλαθλοι της δικής μου ομάδας είναι διαφορετικοί από τους συνηθισμένους και ότι υπάρχουν σημαντικότερα πράγματα στη ζωή από το να έχεις πάση θυσία ομάδα σ΄αυτό το διεφθαρμένο πρωτάθλημα. Θα μου πει κανείς ότι από την ιστορία του ανθρώπινου γένους όχι μόνο έχουν διαγραφεί αλλά και έχουν ξεχαστεί εντελώς όσοι βρήκαν την ηθική δύναμη να μην πατήσουν το συμβολικό κουμπί. Απομένει μόνο να δούμε, το κατά πόσο θα επαληθευτούν οι φήμες που φέρνουν τελικά τον Ηρακλή από τη θέση του θύματος στη θέση του θύτη αλλά και το κατά πόσο μπορεί να αλλάξει το DNA μιας ομάδας μέσα από την υπαγωγή της σ ένα κλίμα πλήρους αδιαφορίας των υπολοίπων για την προσωπική της περιπέτεια και το μοναχικό κυνήγι του δίκιου της.

Κυριακή 19 Ιουνίου 2011

LATERNA MAGICA


Κίτρινο νερό ξερνά η στέρνα
στο πορτάκι του μακαριστή
έγιανε και του Αχιλλέα η φτέρνα
ίδρωσε κι η πλάτη του Ναυή

σούρουπο, η πρώτη άδεια λέξη
κινούμενη εικόνα, καρφωτή
ταξίδι στο φεγγάρι να παλέψει
με την πέτρα που αιμορραγεί

στα μαγικά εάν που ξεκλειδώνουν
τους ήχους που γελούν σιροπιαστά
δοσμένες περιστάσεις που εκκενώνουν
τα βάθη από αισθήματα μισά

λατέρνα της μαγείας, φωνογράφος
καρέ που ομονοούν συρταρωτά
εμπόριο και κινηματογράφος
γεννήθηκαν μ αιώνες διαφορά

ελαφρό μετείκασμα της μνήμης
κάτι μας ξεφεύγει εξ αρχής
κάθε τι που ασύνειδα αφήνεις
φτιάχνει τις εικόνες που θα δεις

Μικρές απόπειρες προσανατολισμού…


Πίνακας:Monet

Αν μπορούσαμε να σταχυολογήσουμε τα δύο μεγαλύτερα εμπόδια που συναντά η χώρα μας κατά την πορεία της προς το μέλλον, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ίσως σ αυτά περιλαμβάνονται η αδυναμία συννενόησης και η απουσία προσανατολισμού.

Για την πρώτη τι να πει κανείς: αναρωτιόσουν, χρόνια πριν, σχετικά με το αν οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου θα κατόρθωναν κάποτε να φτάσουν σε κάποια μορφή συννενόησης έστω και την ύσταση στιγμή, για να διαπιστώσεις πάραυτα πόσο χαμηλή είναι η στάθμη σ αυτή τη χώρα της έννοιας του πατριωτισμού και του συλλογικού χρέους, πρώτα εξ ονόματος των ταγών της εξουσίας που μας ζητούν επιμόνως να τα προτάξουμε. Άλλωστε, δεν χρειάζονται υψηλής επιστημονικότητας μαθηματικοί συλλογισμοί για να αντιληφθεί κανείς ότι πρακτικά είναι αδύνατο να συννενοηθούν δύο δυνάμεις που όχι μόνο δεν εκτιμούν και σέβονται η μία την άλλη, αλλά που έχουν βασίσει ολόκληρη την διαχρονική στρατηγική τους για να την αναρρίχησή τους στην εξουσία στην συστηματική προσπάθεια αποδόμησης και ακυρωτικής αποσύνθεσης του αντιπάλου. Έτσι, είναι, όμως, ο συναγωνισμός στην ελληνική πολιτική σκηνή. Βασίζεται στην κατάρριψη του αντιπάλου και όχι στην ανασύνθεση και την εξέλιξη των πολιτικών δυνάμεων. Κι αυτό θα άλλάξει μόνο όταν μετασχηματιστεί το κριτήριο με βάση το οποίο ψηφίζουμε.

Όταν μάλιστα η αδυναμία συννενόησης υφίσταται ακόμα και κατά τη διάρκεια της ελεύθερης πτώσης, καταλαβαίνεις εις διπλούν πόσο εύθραστη ήταν και παραμένει σ αυτή τη χώρα οποιαδήποτε δικλείδα ασφαλείας σχετικά με το παρόν και το μέλλον της. Από την άλλη, όμως, και ο λαός δεν πρέπει να αντιδρά ωσάν να κατεβαίνουν κάθε τέσσερα χρόνια κάποιοι άλλοι ψηφοφόροι, από έναν μυστηριακό πλανήτη του γαλαξία μας για να αναδείξουν στην εξουσία τις συγκεκριμένες πολιτικές δυνάμεις. Η ιστορία αυτή που ονομάζεται απολογιστικά απουσία κουλτούρας συννενόησης διαρκώς και αδιαλείπτως μετουσιώνεται σε πράξεις και αναφορές της πυκνής καθημερινότητάς μας και αντανακλά τον βαθμό συννεόησης που συναντά κανείς στην ελληνική πολυκατοικία, τη γειτονιά, τον τόπο εργασίας, τον δημόσιο χώρο.

Άλλωστε, δεν χρειάζεται να πάει κανείς πολύ μακριά για να διαπιστώσει ότι από τις απαρχές κιόλας της σύστασης του νέου ελληνικού κράτους οι ίδιες διασπαστικές συμπεριφορές οδήγησαν στις ίδιες εθνικές τραγωδίες, στις ίδιες αγκυλώσεις, στις ίδιες δεσμεύσεις και εξαρτήσεις, που μας ακολουθούν μέχρι σήμερα.

Το δεύτερο μεγάλο πρόβλημα είναι η απουσία προσανατολισμού της ελληνικής κοινωνίας, που είναι πια σχεδόν αυταπόδεικτη. Αυτό είναι το σκέλος του προβλήματος που, αν δεν το αντιμετωπίσουμε με γενναιότητα και ειλικρινή διάθεση, θα το κουβαλάμε ως ηθικό χρεός για ακόμα πολλές γενιές Ελλήνων.
Απουσία προσανατολισμού, λοιπόν, η οποία οφείλεται πρωτίστως στην απώλεια της μνήμης και στην εγκατάλειψη της πολιτιστικής κληρονομιάς στην τέφρα της ανυπαρξίας με κατάληξη την υιοθέτηση μιας ταυτότητας που όχι μόνο δεν μας ανήκει και δεν μας ταιριάζει, αλλά και που πλήττει καίρια την εθνική μας αυτοεκτίμηση και μαζί τη διάθεσή μας για προσωπική δημιουργία και έκφραση στη βάση της τοπικής ιδιομορφίας και της ιδιαίτερης χρωματικής μας κοσμοθεωρίας.
Γέφυρες με το παρελθόν χρειαζόμαστε επειγόντως και αποκατάσταση της ιστορικής ροής από το σημείο ακριβώς που διακόπηκε. Να θυμηθούμε από πού ερχόμαστε για να ξέρουμε προς τα πού πηγαίνουμε.

Σάββατο 18 Ιουνίου 2011

ΕΣΥ ΕΙΣΑΙ Ο ΜΟΝΟΣ ΣΟΥ ΕΧΘΡΟΣ

Οι βιαστικοί μάς σπρώχνουνε
μας κυνηγούν οι σκύλοι
από παντού μας διώχνουνε
μας λοιδορούν οι φίλοι

κι εσύ το θαύμα να κρατάς
στο αριστερό σου χέρι
και πιο σφιχτά να το σφαλνάς
μ αιώνιο βουλοκέρι

από καιρό να κουβαλάς
λιωμένες αντιστάσεις
και δίχως φρένα να τσουλάς
σε «ντου» κι επαναστάσεις

εσύ είσαι ο μόνος σου εχθρός
εσύ και η βολή σου
εσύ είσαι ο στραβός γιαλός
εσύ και η αλλαγή σου

εσύ είσαι ο πολιτικός
που κλέβει τη ζωή σου
εσύ είσαι ο γόρδιος δεσμός,
εσύ και το σπαθί σου

οι ποιητές όπου κι αν πας
λόγους δεν λεν ευθύνης
θέλουνε να τους αγαπάς
για να τους υπομείνεις

ανάποδα δεν θα σου πουν
πως έχεις το βιβλίο
γι αυτούς τα ίσια δεν διαρκούν
το σοβαρό είναι αστείο

εσύ είσαι ο μόνος σου εχθρός
εσύ και η βολή σου
εσύ είσαι ο στραβός γιαλός
εσύ και η αλλαγή σου

εσύ είσαι ο πολιτικός
που κλέβει τη ζωή σου
εσύ είσαι ο γόρδιος δεσμός,
εσύ και το σπαθί σου

The Ward


Η νέα ταινία του εισηγητή του «ξύλινου» φόβου John Carpenter έχει ήδη ξεκινήσει την καριέρα της στις κινηματογραφικές αίθουσες.
Το σενάριο εξιστορεί την περιπέτεια μιας νεαρής κοπέλας που πέφτει στα χέρια της αστυνομίας και οδηγείται σε ψυχιατρικό άσυλο. Εκεί, της φέρονται με άγριο, επιθετικό και βάναυσο τρόπο, ενώ έρχεται αντιμέτωπη και με ένα «εσώκλειστο» φάντασμα το οποίο διψάει για αίμα. Μετέωρο παραμένει και το ερώτημα του τι συνέβη στην κοπέλα προτού πέσει στα χέρια των «ειδικών» της ανθρώπινης ψυχής.

Δια χειρός John Carpenter υπογράφηκαν μερικά από τα πιο θρυλικά b-movies horror από τις απαρχές του κινηματογράφου. Ο ίδιος υπήρξε ένας εκφραστής ενός διαφορετικού πνεύματος στον τρόμο, το φανταστικό και το υπερφυσικό, το οποίο δεν κατάφερε να βρει πολλούς μιμητές ή συνοδοιπόρους. Πρόκειται για την οικοδόμηση ενός εφιαλτικού σύμπαντος φτιαγμένου από πολύ απλά, αναγνωρίσιμα και οικεία υλικά.
Στη νέα του ταινία με τον τίτλο “The Ward” η κεντρική ηρωίδα του υποφέρει εκτός των άλλων από απώλεια μνήμης. Αυτή η συνθήκη την επιβαρύνει με μια σαφή απουσία προσανατολισμού. Είναι θαυμαστό και αξιοπερίεργο, πάντως, το πόσο άρρηκτα συνδέονται η αίσθηση του προσανατολισμού με την έννοια της μνήμης.
Η ταινία δεν είναι κάτι το ιδιαίτερο. Θα έλεγε κανείς ότι από άποψη περιεχομένου πάσχει από απουσία ουσιαστικού νοήματος.
Άλλωστε, ο Carpenter, όπως και οι περισσότεροι παραμυθάδες του τρόμου μοιάζουν να μοιράζονται την ίδια μοίρα με τους τελευταίους σπουδαίους ταχυδακτυλουργούς του 20ου αιώνα. Τότε που η μαγεία είχε εξηγηθεί τόσο αναλυτικά με βάση τους κανόνες της επιστήμης που είχε χάσει ολοσχερώς την αίγλη της, μιας και οι θεατές είχαν αρχίσει να προσανατολίζονται στο πως γίνεται κάτι παρά στο να αφεθούν στην επίδρασή της αυθόρμητης έκφρασής του. Η ίδια λογική που υπερανάλυσε τη μαγεία στα επιμέρους ρεαλιστικά στοιχεία της, σήμερα κάνει φύλλο και φτερό τον φόβο και τις μυστικές συναρτήσεις του.
Από άποψη φόρμας η ταινία καταφέρει να σου επιβάλλει μια ατμόσφαιρα αρκετά καθηλωτική. Διαθέτει ξεκάθαρα στοιχεία από την ταυτότητα του δημιουργού της αλλά όπως και να το δούμε, απευθύνεται σ ένα κοινό που στέκεται πια σχεδόν απαθές μπροστά στον ελεγχόμενο τρόμο των ταινιών.

Παρασκευή 17 Ιουνίου 2011

Από την αδιαφορία στην αγανάκτηση και από τον φραπέ στα μανιφέστα: το χρονικό των χαμένων ενδιάμεσων βημάτων


Λουφαδόροι και αγανακτισμένοι στο στρατό ήταν σχεδόν πάντα τα ίδια πρόσωπα. Ήταν, μάλλον, τυχαίο.

Θεωρώ ότι υπάρχει ένα δεδομένο που πρέπει να το λάβουμε υπόψιν μας: ότι απαξιώνει κανείς πλήρως το πολιτικό σύστημα μόνο όταν κάποτε εξαρτήθηκε πολύ από αυτό ή όταν επένδυσε υπερβολικά επάνω του। Κι ότι διατηρεί μια πιο ψύχραιμη και ανεκτική στάση, ελπίδας, και κριτικής αναμονής, μόνο όταν έχει μάθει να βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά στις δικές του δυνάμεις για να υλοποιήσει όνειρα, προοπτικές και συνθήκες προόδου για τον ίδιο και τους συνανθρώπους του।

Από την άλλη, η τηλεοπτική αγανάκτηση είναι ένα εντελώς υποκειμενικό συναίσθημα. Και ως εκ τούτου αρκετά βολικό, καθώς όλοι κατανοούνε έναν αγανακτισμένο και όλοι τον αφήνουνε στην ησυχία του. Όμως, η ιστορία μοιάζει λίγο με τον ψόφιο κοριό και τον στρατιώτη που υποκρίνεται τον νεκρό για να μην πέσει στα χέρια του εχθρού.

Θυμάμαι ότι στο στρατό όταν πηγαίναμε να σκάψουμε ένα λάκκο πάντα ο αγανακτισμένος του «γερμανικού νούμερου» την γλίτωνε με μια υποτυπώδη καθαριότητα του θαλάμου. Επίσης διαχρονικά θυμάμαι ότι οι μεγαλύτεροι λουφαδόροι που συνάντησα στη ζωή μου ήταν ταυτόχρονα και οι πιο αγανακτισμένοι. Η πραγματική, όμως, αγανάκτηση είναι ένας εξαντλητικός βρασμός ψυχής που εξασθενίζει και τον πιο δυνατό οργανισμό όταν υφίσταται για περισσότερο από μερικές ώρες. Με παραπλήσιο τρόπο τέτοιο είναι και το αίσθημα της ικανοποίησης μιας ανάγκης ή ακόμα και της ίδιας ευτυχίας. Κάτι το οποίο από 1000 διαφορετικούς ανθρώπους θα εξηγείται πάντοτε με ισάριθμους διαφορετικούς τρόπους. Διαχρονικά, όμως, πάντα έχει και κάποια πολύ ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Το πρώτο είναι η συγκέντρωση ενός μεγάλου ψυχικού φορτίου στα σπλάχνα ενός ανθρώπου, που είναι πιεσμένος από μια κατάσταση και δεν βλέπει καμιά δυνατότητα διαφυγής στον ορίζοντα. Τέτοιοι άνθρωποι μπορεί να είμαστε εμείς, οι διπλανοί μας ή οι γείτονες, έχοντας χάσει την δουλειά μας, χρωστώντας και μη μπορώντας να ανταποκριθούμε στις υποχρεώσεις μας ή και για χίλιους δυο άλλους λόγους
Το δεύτερο συνηθισμένο χαρακτηριστικό είναι η αγανάκτηση που συναντά κανείς στα πληγωμένα παιδιά με τη μορφή θυμού ή απόλυτης άρνησης, όταν δεν τους γίνεται κάποιο χατίρι, ή όταν τους υπόσχεσαι κάτι και υποχωρείς. Ένα τρίτο χαρακτηριστικό είναι η έλλειψη γνώσης, ή η αδυναμία κατανόησης των δεδομένων που προέρχεται από μια σειρά από βολικά στερεότυπα που επιτρέπουμε κατά καιρούς να κατακλύζουνε τη σκέψη μας. Πόσοι από εμάς άλλωστε, δεν συναντήσαμε στη ζωή μας ανθρώπους, οι οποίοι κάποια στιγμή έγιναν αποδέκτες ορισμένων λογικών απαντήσεων ή παραμέτρων που δεν γνώριζαν και είδαν την αγανάκτησή τους να καλμάρει ή και να διοχετεύεται σε πιο προφανείς επιλογές;
Συνοπτικά η αγανάκτηση είναι ένα ασχηματοποίητο συναίσθημα που παραμένει ως τέτοιο σκόπιμα πολλές φορές για να μην αποκαλυφθεί το πραγματικό περιεχόμενό του, το οποίο συχνά εντάσσει και τον ίδιο τον φορέα του στη δημιουργία και τη λύση του προβλήματος. Και ο αγανακτισμένος δεν φοβάται απλώς μήπως αποκαλυφθεί η συμμετοχή του στη δημιουργία του προβλήματος, αλλά κυρίως ανησυχεί για το δεύτερο σκέλος, τη συμβολή του στη λύση.
Θέλω να πω ότι για παράδειγμα ένας αγανακτισμένος οδηγός γνωρίζει από πρώτο χέρι, ότι κάθε φορά που βάζει μπρος τη μηχανή του αυτοκινήτου του, θα συναντήσει στους δρόμους της πόλης μια ανυπόφορη κατάσταση, χωρίς όμως να συνειδητοποιεί ότι και ο ίδιος συμβάλλει σ αυτήν με το να χρησιμοποιεί καθημερινά το όχημά του.
Και φυσικά χωρίς να είναι πρόθυμος να εγκαταλείψει την αγαπημένη του συνήθεια.

Από εκεί και πέρα κοινωνιολογικά η κοινωνική αγανάκτηση ανιχνεύεται στην κορυφή μιας κλίμακας συναισθημάτων που ξεκινούν από την αδιαφορία, την συμμετοχή, το αίσθημα της προδοσίας, την τσατίλα, τον θυμό, την οργή κτλ.
Η υπερπήδηση των ενδιάμεσων στάσεων για ένα άλμα από το πρώτο στάδιο στο τελευταίο είναι όμως πραγματικά ένα αξιομνημόνευτο γεγονός, που σε κάνει να αναρωτιέσαι γιατί τόσοι πολλοί άνθρωποι έφτασαν απευθείας στην αγανάκτηση χωρίς να εκφράσουν εν τω μεταξύ τα ενδιάμεσα συναισθήματα τους.
Σχηματικά θα έλεγα ότι μοιάζει με το να ξυπνάει ένα πρωί ένας αδύνατος άνθρωπος και να διαπιστώνει ότι ήδη έχει ξεπεράσει τα 120 κιλά και ταυτόχρονα να μην μπορεί να διανοηθεί πως τα απέκτησε τρώγοντας-όπως θυμάται από τις τελευταίες ημέρες- μόνο σαλάτες και ελαφρά επιδόρπια.
Ε, κάτι τέτοιο δε γίνεται. Όπως δεν γίνεται και το να νιώσεις ξαφνικά αγανακτισμένος, αν δεν έχεις νιώσει πρώτα συμμέτοχος, τσαντισμένος, θυμωμένος οργισμένος κτλ, επειδή δεν νοείται συνολικά όψιμη συνοδοιπορία στην αγανάκτηση.
Σημαίνει ότι πιθανότατα και εσύ ελαφρώς αδιαφόρησες, όταν το έβλεπες όλο αυτό το πράγμα να εξελίσσεται και να παίρνει τη μορφή χιονοστιβάδας που θα καλύψει τα πάντα.
Και αδιαφόρησες για διαφορετικούς πιθανότατα λόγους από τον διπλανό σου στις πλατείες της αγανάκτησης, που μπορεί να έπιανε και δύο χιλιάρικα ως υπάλληλος σε κάποια Δ.Ε.Κ.Ο και που τώρα εμφανίζεται λογικά κατ αυτόν αγανακτισμένος για τις περικοπές που έχει υποστεί το εισόδημά του ή για το γεγονός ότι πρέπει πια να εργάζεται τις ίδιες ώρες που εργάζονται και οι υπάλληλοι στον ιδιωτικό τομέα.
Αδιαφόρησες σίγουρα για διαφορετικούς λόγους και από όλους αυτούς τους συναδέλφους σου στις πλατείες που έκλεβαν και που κλέβουν συστηματικά το κράτος ή που είχαν αναπτύξει με τα κόμματα μια σχέση δούναι και λαβείν η οποία σήμερα μοιάζει να έχει χρεοκοπήσει και να μην τους εξυπηρετεί πια.
Τέλος αδιαφόρησες σίγουρα για διαφορετικούς λόγους, και με όσους επένδυσαν πάνω στην αναξιοκρατία, που σπούδαζαν και δε σπούδαζαν που πήραν ένα πτυχίο το οποίο δεν ανταποκρινόταν σε ισοδύναμο επίπεδο γνώσεων με τον τίτλο του, αλλά και με δικιά τους ευθύνης και που φυσικά δεν είχαν κανένα απολύτως λόγο να απαιτούν την αλλαγή ενός σκηνικού που τους βόλευε απίστευτα από όλες τις πλευρές.
Από την στιγμή λοιπόν που αδιαφόρησες για τόσο διαφορετικούς λόγους με όλους αυτούς που έφεραν μαζί με τις πολιτικές δυνάμεις του τόπου την χώρα στο σημερινό της χάλι πως μπορείς και αγανακτείς μαζί τους για τους ίδιους λόγους;

Τετάρτη 15 Ιουνίου 2011

Ευτυχώς....




Κάθε φορά που γίνεται ένα βήμα προς την κατεύθυνση της κατανόησης ενός προβλήματος πλησιάζουμε ακόμα περισσότερο προς τη λύση του.
Άρα, από μια άποψη είναι θετικό ότι αποδεχόμαστε και αναγνωρίζουμε όλοι μας πια ότι εκπροσωπούμαστε από κόμματα ανώριμα, εγωτικά, ανοργάνωτα και κυρίως διαρκώς συγχυσμένα. Κόμματα που κινούνται χωρίς σχέδιο και πλάνο και που συλλήβδην προτάσσουν το κομματικό όφελος έναντι του εθνικού. Κόμματα που όταν ξεπερνούν το λαϊκιστικό τους αίσθημα δεν γίνονται πιστευτά από κανένα, κόμματα που επενδύουν στην καταστροφή, την μιζέρια, την διαρκή προσπάθεια αποδόμησης του αντιπάλου. Κόμματα που συνευθύνονται για το δομικό πολιτικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα.
Αναρωτιέμαι, τελικά, όμως, πόσο μακριά μπορεί να πάει μία χώρα μέσα σ αυτό το πολιτικό κλίμα, όταν η κάθε κυβέρνησή της υπονομεύεται τόσο συστηματικά από το σύνολο των υπόλοιπων πολιτικών δυνάμεων του τόπου, που δίνουν άλλο παράδειγμα από αυτό που ζητούν από τους πολίτες, δηλαδή να προτάξουν το εθνικό συμφέρον έναντι του ιδιωτικού.
Είμαι της άποψης ότι ο Γιώργος Παπανδρέου διόρθωσε εν τη γενέσει του ένα τρομερό λάθος. Η αλήθεια είναι ότι μάλλον πέρασε πραγματικά από το μυαλό του η σκέψη να παραιτηθεί από το βάρος της ιστορικής ευθύνης που φέρει, αλλά ευτυχώς που καμιά φορά οι δεύτερες σκέψεις μπαίνουν σε εφαρμογή πριν να διαλύσει τα πάντα μια παρόρμηση ή η δειλία της στιγμής.
Άλλωστε, γίναμε, οι περισσότεροι μάρτυρες, από το απόγευμα έως και το βράδυ της Τετάρτης της αλαζονικής συμπεριφοράς των στελεχών της Νέας Δημοκρατίας που από τη μια αποζητούσαν την συνεργασία αλλά από την άλλη ακόνιζαν τα νύχια τους χαρακτηρίζοντας αποτυχημένο τον πρωθυπουργό, αποτυχημένες και όλες τις πολιτικές επιλογές του κι ανοίγοντας δήθεν διάπλατα την πόρτα σε μια μορφή συναίνεσης όπου η μία από τις δύο πλευρές θα έπρεπε να συμμετέχει ως ηττημένη ηθικά και πολιτικά , ενώ η άλλη, η πτέρυγα που άφησε την Ελλάδα με το έλλειμμα στα 15,5%, ως δημοσκοπικά αναβαπτισμένη στη συνείδηση των πολιτών που εύκολα ξεχνούν και ακόμη ευκολότερα θέλουν να πιστέψουν και πάλι σε κάποιον που ωραιοποιεί και στρογγυλεύει την σκληρή αλήθεια.
Μικρό το κακό όμως, κυρίως στον επικοινωνιακό τομέα, αν και συνιστά προκλητική πολυτέλεια κάθε αναφορά σε τέτοιου είδους πτυχές, μιας και ο πρωθυπουργός δεν πρόδωσε τελικά την δεδηλωμένη και ανέλαβε έστω και την τελευταία στιγμή την ιστορική του ευθύνη να φέρει για πρώτη φορά εις πέρας στην Ελλάδα ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων, διεκδικώντας παράλληλα με τις επιτυχίες που μπορεί να εμφανίσει και το ξαλάφρωμα του αβάστακτου χρεωστικού βάρους που έχει καθηλώσει τον ελληνικό λαό. Το αν θα τα καταφέρει, τελικά, είναι ένα ζήτημα που άπτεται αποκλειστικά στις διαστάσεις του πολιτικού του μεγέθους.

Έλληνες και κωλο-έλληνες στον ίδιο αγώνα;

Μιας που το τελευταίο διάστημα γίνεται πολύς λόγος για το περίφημο δίλημμα μεταξύ ουτοπίας και ορθολογισμού, μήπως δε ζούσαμε όλα αυτά τα χρόνια μέσα σε μία ουτοπία, σ έναν ιδανικό τόπο, για κάθε μέτριο, για κάθε απαίδευτο για κάθε ανεύθυνο, για κάθε ανώριμο και αναίσθητο, που τύχαινε να έχει μια πολιτική γνωριμία και παρέκαμπτε κάθε νόμιμη οδό προκειμένου να κάνει τη δουλειά του; Όχι; Κι εσείς τελικά αισθάνεστε τόσο καλά με τον εαυτό σας, όταν διαδηλώνετε στο πλευρό αυτού, που αποδεδειγμένα διαθέτει διαφορετικά αιτήματα από εσάς και που είστε σίγουροι, ότι όχι μόνο θα είναι ο τελευταίος που πρόκειται να χαθεί, αλλά και ο πρώτος που θα εγκαταλείψει τον κοινό σας αγώνα μόλις πάρει τις απαραίτητες δεσμεύσεις που τον αφορούν;

Υπάρχει θυμός παντού, πολύς θυμός. Επί δικαίων και αδίκων. Και δεν χρειάζεται να είναι κανείς εστεμμένος με κοινωνιολογικές δάφνες για να τον αντιληφθεί. Είναι πασιφανές ότι οι δρόμοι είναι πλημμυρισμένοι από ανθρώπους, που απλώς χρειάζονται μια προσωπική νύξη για να ξεσπάσουν κάπου το θυμό τους και να εκτονώσουν τη συναισθηματική πραμάτεια τους. Ίσως, ένα υπαινιγμό που θα τους επιτρέψει να ξεφορτώσουν, να αδειάσουν την πεπιεσμένη ενέργεια που τους έχει κατακλύσει. Αυτήν που δεν κατάφερε να εκδηλωθεί ούτε μέσα από την υπερκατανάλωση, ούτε και μέσα από τις άλλες ατομικές ή εθνικές μας αστοχίες. Αυτήν την ενέργεια που καταποντίσαμε στο πυρ το εσώτερο. Στα εσωτερικά μας τάρταρα, δίπλα στις πραγματικές ψυχικές μας ανάγκες, που υποτάχθηκαν στο κατασκευασμένο όνειρο της πλαστικής ευημερίας.

Όμως, αυτό, το προσωπικό φορτίο του καθενός και παράλληλα το συλλογικό, το εθνικό φορτίο, που πέφτουν τελικά πολύ βαριά πάνω στις μικρές πλάτες του Έλληνα, πρέπει οπωσδήποτε να διασπαστεί, να τεμαχιστεί και να μοιραστεί, για να πολλαπλασιαστεί η συλλογική ισχύ και να ανανήψουν οι κοινωνικές αρθρώσεις . Ιδιαίτερα μέσα σε τέτοιες θλιβερές συνθήκες αφόρητων πιέσεων, τελεσιγράφων και διλημμάτων που συνθλίβουν και τις τελευταίες ψυχικές αντιστάσεις.

Μέρος, όμως, αυτού του φορτίου, αποτελεί και η ατομική αυτοκριτική που δεν έγινε ποτέ. Η αυτοκριτική του πολιτικού που κυβέρνησε αστόχαστα και κατασπατάλησε τη δημόσια περιουσία για να διατηρήσει την εξουσία του και να είναι ευχάριστος. Η αυτοκριτική του μισθωτού που επιθύμησε τη ζωή του διπλανού του και πρωταγωνίστησε στην ψευδαίσθηση της καλοφωτισμένης διαφήμισης, του επιχειρηματία που εκμεταλλεύθηκε με την πρώτη ευκαιρία τον υφιστάμενό του και το αγοραστικό κοινό, του δημόσιου υπαλλήλου που δεν μπήκε ποτέ στη θέση του συναδέλφου του στον ιδιωτικό τομέα, του συνταξιούχου των 40 των 50 ή των 55 ετών. Κυρίως, όμως, η αυτοκριτική του ψηφοφόρου που συμμετείχε ενεργά στο αλισβερίσι με την εξουσία και τα παρελκυόμενα της, την ίδια εξουσία που σήμερα αποστρέφεται και καταδικάζει.
Άλλωστε, ο Έλληνας δεν παραδέχεται ποτέ ότι αυτός που τον κοιτάζει μέσα από τον καθρέφτη του είναι ο εαυτός του. Κι ούτε ότι ο πολιτικός είναι απλώς ο αντικατοπτρισμός του στα δημόσια πράγματα. Ότι στην πραγματικότητα, πετροβολεί, γιουχάρει και γιαουρτώνει το είδωλό του αντί να ασχοληθεί ουσιαστικά με τον εαυτό του. Έτσι, προβάλλει την ατομική του ευθύνη κάπου αλλού, με τον ίδιο τρόπο που κάποτε πρόβαλλε την δίψα του για υλικά αγαθά πάνω στο πρίσμα ενός παραποιητικού φακού. Ο πολιτικός τότε είχε γίνει ο άνθρωπός του, ο αδελφός του, ο εξυπηρετητής του, και κανείς δεν χωλόσκαγε για το συλλογικό καλό, για τις μεγάλες αλλαγές και το εμφανές δημοκρατικό έλλειμμα Άλλωστε, ο ίδιος ο Έλληνας αδίκησε πρώτος τον συμπατριώτη του, προτού το κάνουν οι αγορές και οι πολιτικοί. Ο ίδιος παραχώρησε τα ατομικά του δικαιώματα και μοιράστηκε επαίσχυντα τα προσωπικά του δεδομένα, προτού ακόμα του περιορίσουν την εθνική κυριαρχία και του στομώσουν τις δημοκρατικές του αξίες. Έτσι, η αβεβαιότητα για το αύριο δικαιολογημένα τον τρομοκρατεί γιατί, εκτός των άλλων, έχει απολέσει και την εμπιστοσύνη προς τον εαυτό του, την εσωτερική του αξιοπιστία. Και έχοντας ξεχάσει να βασίζεται στις δυνάμεις του θέλει τώρα να κάψει τα δεκανίκια του που έσπασαν πια απ την φθορά του χρόνου και την πολυχρησία.


Όμως, η ανασφάλεια που βιώνει είναι μια μορφή εξαιρετικά διαβρωτικής βίας. Αναστέλλει βασικές ψυχικές λειτουργίες του προσώπου και αποκωδικοποιεί τα σύμβολα και τα σημεία των καθημερινών μας εικόνων στη βάση των στερεοτύπων που δεν απαρνηθήκαμε ποτέ. Ιδιαίτερα σε οριακές καταστάσεις.
Είναι ακόμα μια μορφή φτώχειας η ανασφάλεια, εγγύτερη με την κυριολεκτική ακόμα και από την πνευματική φτώχεια. Αποφέρει σμίκρυνση των προσδοκιών μας και επιστροφή στο φιλόξενο καταφύγιο των αφορισμών. Στο διασπαστικό λεξιλόγιο και την αστήρικτη ρητορική.
Παρατηρούμε ότι, στον δημόσιο, ψηφιακό κυρίως, διάλογο, διάχυτη είναι η επαναστατικότητα και η έξαρση του συναισθήματος. Είναι φανερό ότι στην πραγματικότητα πνιγόμαστε από τα ίδια μας τα συναισθήματα, από την αδυναμία μας να εκλογικεύσουμε τις καταστάσεις που μας ταλανίζουν και να προσδιορίσουμε το τι ακριβώς είναι αυτό που μας συμβαίνει. Και κάθε λανθασμένη απάντηση σ αυτό το ερώτημα προσθέτει περισσότερο πόνο, περισσότερα δάκρυα, περισσότερη αγανάκτηση. Απαρνιόμαστε για μια ακόμη φορά τον ορθολογισμό και αναζητούμε με νέο πάθος την ουτοπία. Αλλά όχι την πραγματική ουτοπία, την δύσκολη, αυτή που περιορίζει την σημασία και ισχύ των θεσμών και των εξουσιών μέσα από την εξέλιξη της ανθρώπινης συνείδησης και της ατομικής ευθύνης, αλλά την θεωρητική, εκείνη της υπεκφυγής, που προβάλλεται ως όραμα, κάθε φορά που η λογική απαιτεί μεγαλύτερες προσπάθειες.
Άλλωστε δεν ήταν μια μορφή ουτοπίας και αυτή που ζούσαμε όλα αυτά τα χρόνια; Μήπως δεν ζούσαμε στην ουτοπία του μετρίου που παρέκαμπτε κάθε μορφή αξιολόγησης και κάθε αξιοκρατικό κανόνα προκειμένου να δημιουργεί διαρκώς ευνοϊκά πεδία αυτοεκπλήρωσης. Και τελικά δεν κατέληξε σε έναν εφιάλτη, αυτή η ουτοπία;

Τα μανιφέστα δίνουν και παίρνουν στο διαδίκτυο. Εκεί γίνεται ξεκάθαρο πλέον το τι δεν θέλει μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Για παράδειγμα, δεν θέλει την επέκταση της λειτουργίας του σημερινού πολιτικού δυναμικού και αυτό είναι απολύτως κατανοητό. Επίσης, δεν θέλει να πληρώσει για το χρέος της Ελλάδας, γιατί θεωρεί ότι δεν του ανήκει. Αρνείται να αποδεχτεί ότι το μεγαλύτερο μέρος των δανεικών κάλυπταν και καλύπτουν την μισθοδοσία στον δημόσιο τομέα κι άλλο μέρος τις κρατικοδίαιτες επιχειρήσεις που ήταν ουκ ολίγες σε όλη την ελληνική επικράτεια.
Αρνείται να αποδεχτεί ότι το ίδιο χρήμα διαχεόταν κατόπιν στην αγορά και ανακυκλωνόταν σ ένα αέναο κύκλο δανεισμού, εισαγωγών, φορολογίας και κατανάλωσης που μας οδήγησε αρχικά σε παύση παραγωγικότητας, κατόπιν σε παύση εργασιών και τελικά σε παύση αξιοπρέπειας.

Ευτυχώς, όμως, που υπάρχουν και οι δυνάμεις που αντιστέκονται στην πλήρη άρνηση.
Αυτές που απαρτίζονται από ανθρώπους δημιουργικούς, ψημένους και δοκιμασμένους, ανθρώπους που δεν βασίστηκαν ποτέ σε δεκανίκια και πολιτικά υποστυλώματα για να επιβιώσουν.
Ευτυχώς που υπάρχουν αυτές οι κρίσιμες μικρές μάζες που δεν επένδυσαν ποτέ στην ιδεολογία τους κι ούτε που πούλησαν ποτέ την ψήφο τους για να εξυπηρετήσουν τα προσωπικά τους μικροσυμφέροντά .

Αυτές οι δυνάμεις που θα περάσουν από το ίδιο καθαρτήριο μαζί με τους υπόλοιπους, που θα σηκώσουν τον ίδιο σταυρό, και θα υποστούν τις ίδιες θυσίες για να δικαιώσουν την κοινή μοίρα του ανθρώπου και την έννοια της συνευθύνης στην δημοκρατία.
Το αντίπαλο δέος της ρηχής, αδιέξοδης και πολυσυλλεκτικής αγανάκτησης των μέχρι προσφάτως διαπρυσίων υποστηρικτών της φαυλοκρατίας, της ευνοιοκρατίας και του πατερναλισμού όταν αυτά έβαιναν προς το συμφέρον τους. Ή και της αγανάκτησης των παθολογικά αδιάφορων που άρχισαν να αντιλαμβάνονται ότι το πρόβλημα είναι μεγάλο και υπαρκτό, μόνο όταν άρχισε σταδιακά να διέρχεται στο προσωπικό ζωτικό τους χώρο.

Τρίτη 14 Ιουνίου 2011

Hangover 2


Η μεγάλη εμπορική επιτυχία του περασμένου καλοκαιριού στο αμερικανικό box office, που στάθηκε αρκετή για να αναδείξει στο παγκόσμιο κινηματογραφικό στερέωμα τρεις χαρισματικούς καρατερίστες, όπως είναι οι Μπράντλεϊ Κούπερ, Εντε Χελς και Ζακ Γαλιφιανάκης, συνεχίζει με μια δεύτερη εκδοχή της το φιλόδοξο ταξίδι της στη χώρα της εφηβικής μας, παρεϊστικης ενατένισης, εξακολουθώντας περιστασιακά να είναι πολύ αστεία.

Διατηρώντας αναλλοίωτη την νικηφόρα συνταγή του πρώτου εγχειρήματος που βασίζεται στο πολιτικά ανορθόδοξο χιούμορ, τις ψυχολογικές μεταπτώσεις και τις συναισθηματικές παρεκτροπές των ηρώων του και φυσικά τις ξεκαρδιστικές απολήξεις των τίτλων τέλους, όπου οι βασικοί χαρακτήρες παρέα με τους θεατές ανακαλύπτουν το τι πραγματικά τους συνέβη το προηγούμενο βράδυ, το νέο Hangover συστήνεται κυρίως ως μια κωμωδία χοντροκομμένων καταστάσεων που μπορεί να αποκτήσει εξαιρετικές διαστάσεις επικοινωνίας στα πλαίσια μιας ανδροπαρέας.

Φτιαγμένο ως ωδή στην ανδρική ελευθερία που περιορίζεται κάθε φορά που ένας μέλος μιας παρέας υιοθετεί το ρόλο του γαμπρού, απενοχοποιημένο, ακαταστάλακτο, και διαρκώς αιωρούμενο μεταξύ της σκόπιμης ανδρικής αφέλειας και της διάθεσης για συμβιβασμό δύο πραγματικοτήτων, εκείνης όπου κυριαρχεί η περισσότητα των συμβάσεων και της άλλης όπου η παρεϊστικη εντροπία εξελίσσεται σε μέγιστο βαθμό απροβλεψίας, το Hangover 2 αποτινάσσει με ευκολία για λίγα λεπτά της ώρας τις πιο βαριές σκέψεις και σκοτούρες της ημέρας.

Η ταινία εξιστορεί τις περιπέτειες μιας σφικτής και αχώριστης ανδροπαρέας στην μυθική Μπαγκόνγκ, μία ημέρα πριν το γάμο του ενός, και κατά τη διάρκεια ενός μπάτσελορ πάρτι , το οποίο ξεκινάει με μια δυο μπυρίτσες γύρω από την αναμμένη φωτιά στην αμμουδιά για να καταλήξει στο αναπόφευκτο hangover και την απώλεια συνείδησης που αυτό συνεπάγεται.
Η εικαστική παρουσία της ταινίας περιορίζεται στο εξόχως φωτογραφημένο σκηνογραφικό περιβάλλον της μαγευτικής Ταϊλάνδης, ενώ τα σκηνοθετικά κλισέ προκαλούν αντί για ενόχληση τη συμμετοχή των θεατών στο γοτθικό γκροτέσκο κέφι που εκπέμπει αυτή η παρέα.

Δευτέρα 13 Ιουνίου 2011

Ο φερετζές του εφησυχασμού

Ήταν τελικά μεγάλο και πλατύ το πλήθος των ανθρώπων που αναζητούσε μια αληθινή ευκαιρία για να κοινωνικοποιηθεί και να ενταχθεί σε μια συλλογικότητα με τα κοινωνικά και πολιτικά χαρακτηριστικά της «αγανάκτησης». Τόσο μεγάλο που φυσιολογικά να αναρωτιέται κανείς γιατί όλα αυτά τα χρόνια δεν αξιοποιούσε τις αμέτρητες ευκαιρίες που του παρουσιάστηκαν για να εκφραστεί, να εκτονωθεί ή να αλλάξει τα πράγματα. Φοβάμαι ότι θα γίνω δυσάρεστος, αν τολμήσω να πω ότι συναντώ καθημερινά περιπτώσεις ανθρώπων που διατρανώνουν τα στήθη τους υπέρ της «αγανάκτησης» κι οι οποίοι για χρόνια κινούνταν στα χωρικά ύδατα του προσωπικού τους αιτήματος.
Παράλληλα γίνομαι μάρτυρας εκφυλιστικών φαινομένων στις περίφημες συνελεύσεις που παραπέμπουν σε απολυταρχικές έως και αποσυνθετικές πρακτικές. Προσωπικά δεν πιστεύω ότι κάτι πραγματικά έχει αλλάξει μέσα σε όλους αυτούς που ξαφνικά έγιναν πιο συλλογικοί, ξεχνώντας τη σημασία που απέδιδαν στην γνωριμία και την πολιτική ισχύ αποφασίζοντας να βασιστούν στις δυνάμεις τους. Από την άλλη πάλι βλέπω την προσωπική τους πικρία να κρύβεται πίσω από την στάση τους κάτι που με αποτρέπει από την απόφαση του να συστρατευθώ ολόθερμα μαζί τους. Σαφώς διαχωρίζω από την μεγάλη μάζα του κινήματος, τους ανέργους, τους συνταξιούχους, τους μισθωτούς και τους δημοσίους υπαλλήλους που ακολούθησαν την αξιοκρατική οδό, αλλά εξακολουθεί να μου φαίνεται περίεργο το πως είναι δυνατόν να συστρατεύονται στο ίδιο κίνημα ο τίμιος και ο άτιμος, ο κλέφτης και ο υποδειγματικός, ο θύτης και το θύμα. Νομίζω ότι μόνο με ένα τρόπο μπορούσε να συμβεί αυτό και αυτός ακολουθήθηκε. Να συμφωνήσουν όλοι στην ύπαρξη ενός κοινού εχθρού που θα υπερβαίνει τις προσωπικές τους ευθύνες, τις σπονδές ή τις αστοχίες και που θα ευθύνεται για σαφώς δραματικότερες παραβάσεις από αυτές των απλών πολιτών. Παράλληλα, νιώθω ότι το σύνολο των σημερινών αγανακτισμένων θα πουλούσε εύκολα τον κοινό αγώνα αν ικανοποιούνταν το προσωπικό του συμφέρον, με τον ίδιο τρόπο που παραβιάζει την υπέρτατη αρχή της δημοκρατίας, που είναι η προσωπική ευθύνη. Η συνθήκη που χωρίς αυτή δεν νοείται καμιά μορφή δημοκρατίας. Όσο λοιπόν βλέπω αγανακτισμένους που εξακολουθούν να εθελοτυφλούν απέναντι στην προσωπική τους ευθύνη, όπως αυτή διαμορφώθηκε μέσα από την εσκεμμένα καλλιεργημένη ημιμάθειά τους, τις πράξεις ή τις παραλείψεις τους, όσο βλέπω αγανακτισμένους που συνεχίζουν να παραβιάζουν τον ένα νόμο μετά τον άλλο, απαιτώντας παράλληλα περισσότερη και καλύτερη δημοκρατία και άλλους που απαιτούν αλλαγές αρνούμενοι να αλλάξουν οι ίδιοι, κι όσο βλέπω αγανακτισμένους που ενισχύουν καθημερινά τις παθογένειες που προκαλούν την αγανάκτησή τους, τόσο πείθομαι ότι ορισμένοι χρησιμοποιούν την συγκυρία για να κοσμήσουν το εγωκεντρικό βιογραφικό τους με τη συμμετοχή τους στο μεγάλο δικό τους κοινωνικό και πολιτικό γεγονός. Φυσικά και δεν πρόκειται για πολιτικοποίηση με τη στενή έννοια του όρου και ευτυχώς από μια πλευρά γιατί κι αυτή είχε εκφυλιστεί μέσα από την διάβρωση που είχε υποστεί από τον κομματικό παράγοντα. Εξακολουθώ, ωστόσο, να πιστεύω, ότι οι πραγματικά επώδυνες, ριξικέλευθες και προωθητικές για την δημοκρατία μας και την πρόοδό μας στάσεις ζωής βρίσκονται μεταξύ του καναπέ και της πλατείας, στην ολόπλευρη αυτοβελτίωση, στην αφιλοκερδή προσέγγιση στον συνάνθρωπό μας, στην τήρηση των νόμων, στην αυτοκριτική και στην ανάπτυξη της κριτικής ικανότητας που θα μας επιτρέψει εκτός των άλλων να μην ψηφίζουμε για προσωπικούς λόγους αλλά για το γενικό καλό.
Σαν επιμύθιο συνοψίζω ότι υπάρχουν αρκετοί τρόποι ουσιαστικής αντίστασης, αλλά και εναλλακτικών τρόπων ζωής πέραν από τους προφανείς, αρκεί να μην θυμόμαστε τον θυμό και την αγανάκτησή μας μόνο όταν φτάνει η ώρα του λογαριασμού.

Scream 4


O Wes Craven θεωρείται διάδοχος των μεγάλων μετρ των ταινιών τρόμου και επιφανής ανανεωτής του είδους. Η επιστροφή του, όμως, στα κινηματογραφικά πλατό για ένα ακόμη sequel του περιβόητου Scream δεν προκαλεί αυτή τη φορά ούτε πληθώρα συζητήσεων, ούτε διχογνωμίες, ούτε καν φορτισμένες αντιθέσεις ή αντιπαραθέσεις όπως στις προηγούμενες απόπειρές του. Αντίθετα, αφήνει μια μάλλον αδιάφορη , χλιαρή και σχεδόν ουδέτερη αίσθηση που αδικεί κατάφορα τόσο τις αναμνήσεις μας όσο κυρίως τον ίδιο, έναν από τους μεγαλύτερους μάστορες του horror.

Το είδος των ταινιών τρόμου με τον Craven παύει να είναι μια επιδερμική, αποστασιοποιημένη καταγραφή ή μια αιματοβαμμένη εικονογράφηση των τρομακτικών γεγονότων που λαμβάνουν χώρα σε μικρές, απομονωμένες και ολοκληρωτικά εφησυχασμένες κοινωνίες. Δίνει μεγάλη σημασία στις προσωπικές, ανθρώπινες σχέσεις των ηρώων του και αναδεικνύει τις αδυναμίες εκείνες που τους καθιστούν διάφανους και εύγλυπτους μπροστά στα περίεργα βλέμματα των θεατών, χωρίς να καταφεύγει στην εύκολη λύση της ψυχογραφίας. Παράλληλα, δίνει μεγάλη βαρύτητα στη ζωή έξω από το κάδρο, εκεί όπου πάντα ελλοχεύει η εναγώνια προσμονή ενός απροκάλυπτου κινδύνου που αποκτά ολοένα και περισσότερο οικεία χαρακτηριστικά.
Από την άλλη μεριά, ο σημαντικός σκηνοθέτης γνωρίζει καλύτερα από τον καθένα τον βαθμό δυσκολίας που εμφιλοχωρεί σε κάθε κινηματογραφική απόπειρα να παραχθεί γνήσιος τρόμος στην ψυχή ενός θεατή που μοιάζει να έχει ενσωματωθεί πλήρως στην φοβική πραγματικότητα που κυριαρχεί στην πραγματική του ζωή. Ο λόγος, λοιπόν, που χρησιμοποιεί διάφορα τεχνάσματα, όπως για παράδειγμα, το χιούμορ, το στιγμιαίο σαρκασμό, ακόμα και τον χλευασμό του είδους που υπηρετεί ή την ύπαρξη μιας διλημματικής φύσεως θεματικής που απασχολεί δυναστευτικά το μυαλό των ανυποψίαστων ηρώων του και μαζί του κοινού, είναι για να καταφέρει να προκαλέσει την χαλαρότητα που κινητοποιεί τα φοβικά ένστικτα του θεατή όταν αιφνιδιαστικά παραβιάζεται. Ο θεατής, όμως, από την πλευρά του είναι πια εξαιρετικά δύσκαμπτος σε σχέση με αυτό που είχε υπάρξει 15 ή 20 χρόνια πριν, αλλά και διαρκώς υποψιασμένος σχετικά με τα συναισθηματικά φορτία που υπόσχεται ένα καλοστημένο σασπένς, που όμως, αποτυγχάνει να γίνει απρόβλεπτο και ακαριαίο.

Στην αφήγηση ο Craven ακολουθεί μια γραμμή διαρκών αναβολών με κεφάλαια που συνδέονται μεταξύ τους, χωρίς ραφές και σημάδια, στη βάση της αριστοτελικής ποιητικής με κορυφώσεις και εξάρσεις που διατάζουν τις ενστικτώδεις αυθόρμητες, συναισθηματικές ή λογικές αντιδράσεις μας να αναπολήσουν τον κόσμο του ιδεατού φόβου, όπως βιώθηκε πριν μας εμφυτευτεί ο κοινωνικός φόβος. Μάλλον, όμως, είναι αργά για να φοβηθούμε μέσα σε μια κινηματογραφική αίθουσα κι ως εκ τούτου η προσπάθεια ενός σκηνοθέτη ακόμα και αυτού του διαμετρήματος μοιάζει εξ αρχής άνιση.

Στην ιστορία της ταινίας, επιστρέφουμε στο Woodsboro, καθώς έχουν περάσει δέκα χρόνια από το μακελειό που άφησε οδυνηρές μνήμες και τραύματα στην τοπική κοινωνία και μάλλον έχει ωριμάσει ο καιρός για να επαναληφθεί η ιστορία ως δράμα ή παρωδία.
Περισσότερο, μάλλον το δεύτερο, αν κρίνουμε και από τη διάθεση του Craven να παρωδήσει, να αυτοσαρκαστεί, αλλά και να πρωτοτυπήσει λιγάκι, αν και δεν είναι η ανακαινιστική του προσπάθεια, καλώντας μας να αναθεωρήσουμε εκ βάθρων τους λόγους για τους οποίους φοβόμαστε.

Πέμπτη 9 Ιουνίου 2011

Η κουλτούρα της εξάρτησης



Αν το κοινοβούλιο είναι ο καθρέφτης της κοινωνίας κι αν ο πολιτικός κόσμος αρνήθηκε να προχωρήσει σε μια γενναία αυτοκριτική γιατί άραγε να πρέπει να το κάνουν οι πολίτες;

Η πυξίδα που χρησιμοποιώ συχνά για να κατανοήσω το που ακριβώς βρισκόμαστε και να συνειδητοποιήσω το τι συμβαίνει γύρω μας αυτή την περίοδο έχει να κάνει με το να προσπαθώ να καταγράψω τον τρόπο με τον οποίο ερμηνεύουν την κατάσταση που βιώνουμε ορισμένοι άνθρωποι που κατ εμέ προκάλεσαν με τον τρόπο ζωής τους και με τη γενικότερη κοινωνική τους στάση τα προηγούμενη χρόνια. Και αυτοί, ευτυχώς, για την έρευνα, αλλά δυστυχώς για τη χώρα υπήρξαν πολλοί. Είναι οι μικροί πολιτικοί της καθημερινότητάς μας, αυτοί που δεν κατάλαβαν ποτέ με ποιον ακριβώς τρόπο επιβάρυναν τον Έλληνα φορολογούμενο με ένα δημόσιο χρέος δυσβάστακτο και εξαιρετικά απαιτητικό, επιρρίπτοντας την ευθύνη στα «μεγάλα ψάρια».

Ταυτόχρονα, προσπαθώ να καταλάβω σε ποια πνευμόνια ήταν εγκλωβισμένη τόση επαναστατικότητα, τόσος ριζοσπαστισμός, τέτοιο αναλυτικό πνεύμα, τόση έξαρση του συναισθήματος, και διάθεση για κινητοποίηση και συλλογικές μάχες, ευρωσκεπτικισμός, και αγανάκτηση, όταν το δανεισμένο χρήμα έρεε αβίαστα στην ελληνική οικονομία, όταν ο πλουτισμός και ο διορισμός στο δημόσιο ήταν για κάποιους εξαιρετικά εύκολος, όταν κανείς δεν ασχολούταν με την αυτοβελτίωσή του, την αξιοκρατία και την τήρηση των νόμων και φυσικά με το γεγονός ότι η χώρα παρήγαγε δέκα και κατανάλωνε είκοσι, στέλνοντας τον λογαριασμό της νέας φτώχειας στις επόμενες γενιές। Είναι διαφορετικά πρόσωπα τελικά, οι σημερινοί αγανακτισμένοι από όσους περιγράφω παραπάνω; Είναι διαφορετικοί από αυτούς που χρησιμοποίησαν κάποια πολιτική γνωριμία για να παρακάμψουν την νόμιμη οδό, είναι διαφορετικοί από αυτούς που συστηματικά φοροδιέφευγαν, είναι διαφορετικοί από αυτούς που χρημάτιζαν ή που αρνούνται και αρνούνταν να εφαρμόσουν νόμους, όπως, για παράδειγμα τον αντικαπνιστικό; Κατά ένα μεγάλο μέρος σίγουρα ναι.
Όχι, όμως, συνολικά.


Η αλήθεια είναι ότι η Ελλάδα, ως αρχαία χώρα, με πολυκύμαντη ιστορική διαδρομή
υποφέρει από ένα έλλειμμα αυτάρκειας άρα και ανεξαρτησίας.
Κοιτώντας κανείς τον τρόπο με τον οποίο μεγαλώνουν τα παιδιά στις τάξεις της οικογένειάς τους κι αργότερα κατά την ενηλικίωσή τους στο σχολείο, θα καταλάβει ότι αυτό το πνεύμα που κυριαρχεί στις διαπροσωπικές σχέσεις παράγει αλυσίδες εξάρτησης μεταξύ ανθρώπων και ομάδων με αιώνιο θύμα τη χειραφέτηση και την ελευθερία.


Για παράδειγμα, η καλλιέργεια έντονων καταναλωτικών συνηθειών υπήρξε για τους Έλληνες γονείς όχι μόνο ένα δείγμα αγάπης και αφοσίωσης προς τα παιδιά τους, αλλά και ένα τέχνασμα για να τα κρατάνε εσαεί συγκεντρωμένα γύρω τους. Έτσι, ο Έλληνας γονέας έμαθε στο παιδί του να είναι ετερόφωτο για να τον θυμάται και να το έχει κοντά του ώστε εκείνο να τον έχει ανάγκη και να τον επισκέπτεται για να τον χρησιμοποιεί. Αν ανάγουμε αυτή τη σχέση εξάρτησης, όπως εμφανίζεται στην καρδιά της πυρηνικής οικογένειας στην κλίμακα της οικονομίας, των κοινωνικών και διεθνών σχέσεων και των κοινωνικών δρώμενων, θα δούμε μια εμπεριστατωμένη εικόνα του ελληνικού προβλήματος . Έτσι, τα παιδιά είναι εξαρτημένα από τους γονείς τους, οι οποίοι είναι εξαρτημένοι από τους βουλευτές, οι οποίοι με τη σειρά τους είναι εξαρτημένοι από τους υπουργούς και τις κυβερνήσεις, που είναι εξαρτημένοι από τις αγορές και τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα. Με απλά λόγια διαθέτουμε έναν πληθυσμό που έχει βολευτεί μέσα στις δεσμεύσεις και τις εξαρτήσεις του και που θέλει απρόθυμα να αποτινάξει από τα φτερά του το ζυγό που του φόρτωσαν από τα παιδικάτα του, μέσα από νοοτροπίες και στερεότυπες αγκυλώσεις.


Για μένα προσωπικά όμως είναι ζήτημα τιμής να είναι η δικιά μας γενιά αυτή που θα ξεχρεώσει την επόμενη και θα βάλει τις βάσεις για μια χώρα εντελώς διαφορετική από αυτήν που διαθέταμε.


Πιθανότατα, όμως, για αρκετούς από τους συμπατριώτες μας η προηγούμενη ήταν μια αποδεκτή κατάσταση, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες ήταν όσοι βολεύτηκαν με τους καρπούς ενός άκοπου τρόπου ζωής που ακριβώς την ώρα που συντελούνταν ακύρωνε κάθε ανθρώπινη αξία, κάθε ιδανικό, κάθε όνειρο για κάτι διαφορετικό, άμβλυνε την ανθρώπινες αντιστάσεις, παρέδιδε το πνεύμα του στην υπηρεσία της αστόχαστης κατανάλωσης, της αναπαραγωγής και της υιοθέτησης μιας κουλτούρας αντιγραφών και παραγραφών.


Επίσης εξακολουθώ να πιστεύω πως και η αγανάκτηση από μόνη της όχι μόνο δεν αρκεί, αλλά είναι ικανή υπό προϋποθέσεις να πετύχει άλλο έναν καίριο αποπροσανατολισμό όταν δεν συνοδεύεται από πολιτικό σκεπτικό, θέσεις, υλοποιήσιμες προτάσεις και κυρίως γενναίες δόσεις αυτοκριτικής, γιατί αλίμονο αν θεωρούμε ότι έφταιξαν μόνο οι πολιτικοί για αυτό που μας συμβαίνει, οι πολιτικοί που εμείς αναδείξαμε να μας εκπροσωπούν και που τώρα καλούμαστε να τους ξεπεράσουμε για να πάμε παρακάτω.


Η Ελλάδα, χρειάζεται ένα όραμα και πιστεύω ότι αργά ή γρήγορα θα το αποκτήσει। Κι αυτό πιστεύω ότι πρέπει να είναι η πραγματική και πλήρης ανεξαρτητοποίησή της από την τρόικα και τα χρυσοπληρωμένα υποστυλώματα της.

Αλλά, για να συμβεί αυτό, είναι αναγκαίο να γίνει η χώρα αυτάρκης, να δανείζεται για να επενδύει και όχι για να καταναλώνει να εντρυφήσει στην έρευνα και την καινοτομία, να φτιάξει έναν υγιή δημόσιο τομέα, και μια οικονομία σοβαρή, εξωστρεφή και φιλόδοξη। Κυρίως, να επενδύσει στη γνώση και τον πολιτισμό, να αποκαταστήσει τις γέφυρες με την ροή της ιστορικής συνέχειας, να αποκτήσει αυτοεκτίμηση και μια νέα δική της ταυτότητα.

Μια Ελλάδα αυτάρκης και ανεξάρτητη δεν είναι τόσο μακρινή όσο ίσως νομίζουμε.
Απαιτεί, όμως, συστράτευση και σκληρή δουλειά, σοβαρότητα, οργάνωση και εφαρμογή των νόμων। Παράλληλα απαιτεί συλλογικότητες συμπαγείς και ανόθευτες από προσωπικά συμφέροντα και άγνοια। Η απαλλαγή από το βάρος των εισαγόμενων μέτρων και η επανάκτηση της εθνικής κυριαρχίας δεν θα συμβεί, όμως, με υπεκφυγές και στείρες συλλογικότητες. Αλλά μόνο με γενναία βήματα και επώδυνες αλλαγές, εντός μας και εκτός μας, θα καταφέρουμε να απαλλαγούμε από τον εναγκαλισμό με τις αγορές που κάποτε ήταν τρυφερός, αλλά σήμερα είναι θανατηφόρος। Και τέλος, μόνο με απτά δείγματα γραφής, θα καταφέρουμε να απαλλαγούμε από ένα μεγάλο τμήμα του χρέους που σήμερα βαρύνει πέρα ως πέρα άδικα τις πλάτες των Ελλήνων πολιτών.

Τετάρτη 8 Ιουνίου 2011

ΓΕΝΕΘΛΙΟ ΦΩΣ

Δάγκωσε το χειλάκι μου
να βάψεις το δικό σου
κόκκινο το φιλάκι μου
με αίμα απ τον καρπό σου

λίγος καιρός, λίγη ζωή
μικρό το σμίξιμό μας
πέρασαν χίλιοι κεραυνοί
απ τον ωκεανό μας

λόγια γεμάτες προσμονές
πολιτικό εκμαγείο
είναι αυτά που οι εραστές
υπόσχονται επί δύο

σπίτια αφημένα στη σειρά
αυλές κάτω απ τα αστέρια
φορτώνεσαι άλλη μια χρονιά
κι εγώ χίλια μαχαίρια

γενέθλια γη, γενέθλιο φως
γενέθλια χαδάκια
αχ και να φύσαγε ο καιρός
του πόνου τα κεράκια

ΕΝΤΟΣ ΜΟΥ

Τι κάνεις τόσα χρόνια εσύ εντός μου;
σε βλέπει ο ήλιος, τρέφεσαι καλά;
σου φαίνεται οικείος ο εαυτός μου;
σου φέρεται σε όλα ευγενικά;

τι κάνεις τόσα χρόνια εσύ εντός μου;
τι σκέφτεσαι που έχεις κλειδωθεί;
τα βράδια σού μιλάει ο εγωισμός μου;
ή μήπως δε συνάντησες ψυχή;

τι κάνεις τόσα χρόνια εσύ εντός μου;
μονάχη σου σε τέτοια ερημιά
το μόνο πλάσμα πού χει η κιβωτός μου
φοβάται ή αγαπά τη μοναξιά;

τι κάνεις τόσα χρόνια εσύ εντός μου;
τι αντάλλαγμα γυρεύεις για να βγεις;
δε βλέπεις πως ο κόσμος ο δικός μου;
ακόμα δε γεννήθηκε, θαρρείς;

ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΡΩΤΗ ΑΓΑΠΗ

Δεν υπάρχει πρώτη αγάπη
δίχως αντοχή
στη σκιά της πάντα υπάρχει
μια γλυκιά εποχή

δεν υπάρχει πρώτη αγάπη
δίχως γυρισμό
στη σκιά της πάντα θα χει
ένα χωρισμό

αχ, ο πρώτος έρωτάς σου
ήσουνα εσύ
και όπως λεν, η πρώτη αγάπη
δεν θα ξεχαστεί

δεν υπάρχει πρώτη αγάπη
δεύτερη, μπορεί
είναι μία αυταπάτη
παγανιστική

δεν υπάρχει πρώτη αγάπη
που να ξεχαστεί
η καρδιά ψάχνει να μάθει
από πού κρατεί

αχ, ο πρώτος έρωτάς σου
ήσουνα εσύ
και όπως λεν, η πρώτη αγάπη
δεν θα ξεχαστεί

ΣΥΝΤΡΟΦΙΑ

Κείνο το μαύρο φανελένιο μεσοφόρι
και τα λιασμένα έπιπλα στον κήπο
κείνο το αγκάθινο στεφάνι στο αγόρι
θα σου κρατούνε συντροφιά για όσο λείπω

λίγο χλωμή είναι απόψε η πρασινάδα
κύτταρα σκόνης αγκαλιάζουνε τα ράφια
σήματα νόστου αναπέμπει η καμινάδα
άγρια ζώα τρέχουν στ άγονα χωράφια

μπότες λασπωμένες, ζιζάνια και κορσέδες
και βασιλική, γριά, κληματαριά
τρίζουν από χρόνια αλλοτινά οι μεντεσέδες
κι ας τους ησυχάζουν κάθε τόσο τα βουνά

ΜΑΝΤΑΤΟΦΟΡΟΣ

Και ξαφνικά νυχτώνει, κι ένα θλιμμένο σιντριβάνι
πίνει νερό απ του μνημείου την παλάμη
τον αγγελιοφόρο τον σκοτώσανε τα νέα
πάνω σε άγγελο κατέπεσε η ρομφαία

τα πόδια στις παντόφλες της αργοπορίας
στα πρωινά μια μυστικής αδημονίας
κάτω απ τα δάχτυλα τα ίχνη να υφαίνουν
τους ήχους ασπασμών που ξεμακραίνουν

διαλύει ο χρόνος την απόσταση και νεύει
ένα κομμάτι που απ όλα περισσεύει
μαντατοφόρος με άδεια τσάντα ξεκινάει
τα πιο καλά μαντάτα η κενότητα γεννάει

ΔΙΑΘΕΣΗ

Τι λευκά χέρια που έχετε;
μπορώ να αγγίξω το ένα;
μήπως κανένα σε φόνους ενέχεται;
Γιατί τα κρατάτε σφιχτά έτσι πιασμένα;

Ακούτε κι εσείς ένα έντομο πάνω;
κι εγώ όπως λικνίζομαι πάνω στην άμμο
ακούω θροΐσματα από λινά φουλάρια
τι όμορφα που γέρνετε πάνω στα μαξιλάρια

πως πάτε από διάθεση;
τι χρώμα έχετε τώρα;
τι όμορφα αγκαλιάζετε
τα γόνατα από ώρα

ευγενικά τα δάχτυλα
σε λίμνες κολυμπάνε
που πάνε όλα τα πένθιμα;
στ αγάλματα γυρνάνε;

Μ΄ ΟΛΑ ΤΑ ΕΞΟΔΑ ΔΙΚΑ ΜΟΥ

Χαλάρωσαν λιγάκι τα μάτια τα σφιχτά
κι ένα καλογεράκι στην κόρη τους μπροστά
με δάκρυ ανακίνησης και ατμούς απ τα μαλλιά
τα όρια της συγκίνησης γυρεύει στη ματιά

κάτι αυταρχικοί και άγνωροι εγκρατείς
λογαριασμούς μοιράζουνε μιας άλλης εποχής
με σμιλεμένη διαγωγή και τρίχωμα αυτοκόλλητο
την πιο στυφή αναγωγή φτιάχνουν με νου ακλόνητο

μ όλα τα έξοδα δικά μου και χάρτινα γυαλιά
στητό το κούτσουρο μπροστά μου σαν ξόανο που γελά
ζαρκάδια, σφήκες, πεταλούδες στην άδικη ερημιά
μ όλα τα έξοδα δικά μου, κανείς δε με ζητά

ΟΡΘΟΣΤΑΣΙΑ


Πίνακας: Lewis Bowman

Μεγάλο δωμάτιο, σχισμένες σινδόνες
στουπιά και βασάλτιο, άβαθες πολυθρόνες
σοβάδες της ύπαρξης, πειστήρια χρόνου
στο φως της συνύπαρξης αγάπης και πόνου

στενό κεφαλόσκαλο, αρχή ορθοστασίας
κολώνες που τρέμουνε, ραγάδες ανίας
μαρμάρινα αγάλματα, πορτραίτα αχνισμένα
σβησμένα ανάμματα, σανδάλια βρεγμένα

παντού, του νοήματος η πλάγια κόψη
του πρώτου σκιρτήματος η ήρεμη όψη
παντού κηροπήγια αποθαρρυμένα
της μνήμης μαστίγια παντού σκορπισμένα

ΤΩΡΑ, ΓΙΑ ΝΑ ΒΓΩ ΑΠΟ ΤΗ «ΣΟΥΜΑ»


Τώρα, για να βγω από τη «σούμα»
πρέπει νά χω μία αφορμή
να τα βρει κι ο νους μπαστούνια
και να ταρακουνηθεί

πρέπει να το κάνω όμως
δίχως να με υποπτευθούν
πάντα υπάρχει τροχονόμος
για αυτούς που προσπερνούν

τώρα, για να βγω απ τη «σούμα»
και να αυτονομηθώ
πρέπει να βαφτώ με φούμα
και να ακροβολιστώ

στη ψυχολογία της μάζας
έχω γίνει ένα αχ….
στη Λωρίδα αυτή της Γάζας
ένας ντροπαλός Σεβάχ

τώρα για να βγω απ τη «σούμα»
δίχως να εξαφανιστώ
θα φορέσω μια κουδούνα
εύκολα να εντοπιστώ

ΚΟΝΤΕΥΟΥΝ ΑΓΑΠΕΣ


Πίνακας: Shirley Braithwaite Hunt

Κοντεύουν τα χιόνια, φλογέρες, φλοκάτες
καμιόνια, αναβάτες, χρυσές αμμουδιές
μικρά χελιδόνια, μυρμήγκια ακροβάτες
κοντεύουν τα χιόνια, κοντεύουν βροχές

γλυκός ο αέρας, τα στάχυα κοχλάζουν
παππούδες που βγάζουν τα εγγόνια τους, δες
τα μάτια τους ίσια στα μάτια κοιτάζουν
κοντεύουνε μέρες καλοκαιρινές

στενή η αυλίτσα, η βρύση καμπούρα
και μια κοπελίτσα το σκιάχτρο κοιτά
στο κύμα χορεύει μια ανεμοδούρα
κοντεύουνε χρόνια γεμάτα χαρά

σαπίζει το μήλο, φουσκώνουν οι σπόροι
το χώμα, το φύλλο, καινούργιες ζωές
ανοίγουν τα μάτια, ανοίγουν οι πόροι
κοντεύουν αγάπες, κοντεύουν γιορτές

ΕΠΙΠΕΔΟΣ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ

Επίπεδος ο θάνατος, ανάγλυφη η ζωή
ο ήλιος ο αμάραντος, φωτίζει ό,τι μπορεί
της φύσης τα ετερώνυμα, τα σύνθετα, τα απλά
δεν έχουνε πατρώνυμα, μα είναι διακριτά

να γίνουν ίδια κι όμοια, οι λίμνες, τα βουνά
τα σύννεφα, τα υπόγεια, δε βγάζει πουθενά

το κύμα ψάχνει πέλαγο και πέτρες οι αφροί
το φως στο μεσοπέλαγο, δε μοιάζει με κερί
χαρά φέρνει η γέννηση, χαρά και οι σπασμοί
μα κάθε αναγέννηση, διπλά ή τριπλά διαρκεί

να γίνουν ίδια κι όμοια, οι λίμνες, τα βουνά
τα σύννεφα, τα υπόγεια, δε βγάζει πουθενά

Μισεμός



Πίνακας: Jim Phillips

Κάθε ταξίδι κρύβει έναν κρυφό προορισμό
που τον μαθαίνεις μόνο όταν το ακυρώνεις
κάθε εισιτήριο που κόβεις έναν καημό
για τότε που άρχισες απ όλα να ξεκόβεις

κάθε ταξίδι κρύβει έναν κρυφό προορισμό
μια αντανάκλαση γεμάτη συγκαλύψεις
για έναν τόπο που οι ντόπιοι λένε μισεμό
και που δεν θέλουνε ποτέ ν ανακαλύψεις

κάθε πατρίδα κρύβει μία θάλασσα ψυχρή
κοκκινισμένη απ του εγκλήματος το χρώμα
γι αυτό όταν βλέπουν επισκέπτες τούς κερνούν κρασί
κι αν δεν τους πιάσει τους κερνούν κι ένα ακόμα

κάθε πατρίδα κρύβει μέσα σε κρυφό κελί
όσους δεν μπόρεσαν να βγουν στην επιφάνεια
να μην τους βλέπουν οι τουρίστες κι επηρεασθεί
του ταξιδιού η αποσταμένη περηφάνια

80


Πήρες τον πιο νταή της τάξης
του Μητσοτάκη βαφτιστήρι
τα στεγανά κι οι παρατάξεις
χαθήκανε με το ψηστήρι

πρώτος ελάνσαρε θυμάμαι
την άσπρη κάλτσα με σκαρπίνι
ήτανε ΠΑΟΚ κι όσο να ναι
αισθητική δεν τού χε μείνει

Καρά, Μελά και Ζαγοραίο
και για πιο έντεχνα Γονίδη
το φύλο του άρεσε το ωραίο
οι αριστεροί τον λέγαν γίδι

μα είχε απόψεις που αν σε βρίσκαν
θα σε αφήναν επιτόπου
όλοι αδελφές για εκείνον ήταν
τον μόνο άντρα αυτού του τόπου

κάποια φορά του είπα κάτι
κι έσκυψα πριν μου απαντήσει
όμως το κράτησε αμανάτι
απ το μυαλό δεν τό χε σβήσει

τον συναντάω τελευταία
μου λέει μπήκε στο δημόσιο
και πως απ όλη την παρέα
μόνο εκείνος είχε όσιο

του βρήκε η μάνα του γυναίκα
δεν βγήκε καν από το σπίτι
ο γέρος τού άφησε και δέκα
εξοχικά στη Νότια Κρήτη

ένιωσα να με πνίγει κόμπος
σαν μού πε ποια ήταν εκείνη
αριστερή, ψαγμένη, κι όμως
του νταγλαρά μωρό θα γίνει

τώρα θα γίνεις και μανούλα
και γω στο Άγιον Όρος διάκος
θα σου το είπαν κι άλλοι Κούλα:
«πολύ κωλόπαιδο ο Κυριάκος»

ΠΑΤΡΙΔΑ

Εγώ είμαι η πατρίδα σου
που κάποτε εχάθη
το δείχνει η πυξίδα σου
που ψάχνει στ άγρια βάθη

εγώ είμαι το σύνορο
που πέρασες μονάχη
το λασπωμένο αντίδωρο
η τελευταία μάχη

εγώ είμαι ο πόλεμος
που έφερε ειρήνη
νερό ξεβράζει ο υπόνομος
απελπισία η κρήνη


εγώ είμαι τα δάκρυα
στα πελαγίσια μάτια
η ακινησία στ άπειρα
του σύμπαντος αγνάντια

Μα δε θα γίνω επιστροφή
στα μάτια σου το γράφει
είμαι πατρίδα αδειανή
χωρίς δικά μου εδάφη

που ο κάτοικός της είσαι εσύ
η στέρεα ακρογιαλιά της
οι λίμνες κι οι ωκεανοί
εσύ είσαι τ όνομά της

ΕΡΧΕΤΑΙ Η ΤΡΟΪΚΑ, ΣΠΑΡΤΙΑΤΕΣ



Δάνειο σε μοιραίες δόσεις
με νοθευμένες εντυπώσεις
του μνημονίου η γενιά, θα τοκιστεί

θα σε φοβίσουν με διαδόσεις
θέλεις δε θέλεις να πληρώσεις
μια ακόμη δόση να εξασφαλιστεί

του Λεωνίδα οι τριακόσιοι
τον αριθμό έχουν στοιχειώσει
των αναδέλφων τους που μπήκαν στη βουλή

μία σπρωξιά για κάθε δόση
ένας ακόμα που θα ενδώσει
τις Θερμοπύλες ο Εφιάλτης πια κρατεί

έρχεται η τρόικα Σπαρτιάτες
κι αυτή που της εβάλαν πλάτες
γλύφουν τους τόκους, μήπως λιώσουν πιο πολύ

πολιτικοί αγωγιάτες
ανοίξτε δρόμο διπλωμάτες
στον Λεωνίδα να διαπραγματευθεί

ΗΤΤΕΣ ΓΛΥΚΕΣ ΤΩΝ ΜΥΡΜΙΔΟΝΩΝ

Πίνακας: Julius Guzy



Νάρκες σπαρμένες των κανόνων
των εξαιρέσεων «Τρωϊκοί»
ήττες γλυκές των Μυρμιδόνων
νίκες χωρίς ανταμοιβή

τ’ αρθριτικά της κοινωνίας
πονούν κι αλλάζει ο καιρός
σ’ αναμονή ετυμηγορίας
βρίσκονται ο δίκαιος και ο σωστός

μάντρωμα δίχως βία κι όμως
σα να το διάλεξαν οι αμνοί
πως ερμηνεύεται ο νόμος
δείχνει το βάθος του κριτή

πως ερμηνεύεται ο νόμος
πως ερμηνεύεται η ζωή
μάντρωμα, δίχως βία, κι όμως
σα να το διάλεξαν οι αμνοί

ΣΑΝΤΑΣ





Στον άγιο βράχο πάνω της Ακρόπολης
χαράζει πάλι σήμερα η Δευτέρα
κι οι Έλληνες σαν πιόνια της Μονόπολης
σε τζίρους χαραμίζουνε τη μέρα

το δέσιμο της πέτρας με το όνειρο
της σκόνης που χρυσώνει τον αέρα
η τόλμη που απέκτησε πατρώνυμο
στη σύγχρονη του Έλληνα μανιέρα

γινήκανε οι σημαίες πια αόρατες
δεν ξέρεις ποια να πρωτο-κατεβάσεις
οι σβάστικες στα κάδρα αδιόρατες
σε πρώτο πλάνο ευχάριστες εκφάνσεις

γινήκανε οι σημαίες της θυσίας τους
εταιρικές ταυτότητες της πάσης
τα σκαρφαλώματα της εφηβείας τους
ο φόβος τού «αν θα πέσεις τι θα χάσεις»

μονάχα οι ιδέες κυματίζουνε
σε ιστούς που δεν τους έσκιαξε ο φόβος
κι οι πλαστικές σημαίες να κιοτίζουνε
μπροστά στους νέους πού σπειρε ο νόστος

Ελλάδα προσκυνώ τη φουστανέλα του
μα ρούχο άλλο δεν τόλμησες να φτιάξεις
φοράς την ιδρωμένη τη φανέλα τού
αρχαίου, κάποιον για να ξεγελάσεις

ΠΑΚΟ







Σε είπαν κλέφτη του μυαλού
και εισιτήριο γι αλλού
σε είπαν άγρια επιστροφή
συντεταγμένη διαστροφή

σ είπαν επτάψυχο γατί
κοινωνικό εκμηδενιστή
πάκο, στυγνό ντοκιμαντέρ
της άγριας φύσης των εξπέρ

πάκο, ο οίστρος των χαμένων
η φόλα των χρεοκοπημένων
πάκο, της άγριας συμμορίας
καθαρτικό της κοινωνίας

περιθωρίων που στενεύουν
πάκο, αυτών που περισσεύουν
πάκο, τρελό ναρκωτικό
ύποπτα, τόσο θεσμικό

σε είπαν ξύπνημα φρικτό
από έναν ύπνο ιδανικό
συνείδηση μες στον καπνό
αποσταμένο πανικό

σε είπαν στέγη στη βροχή
στην παραγκούπολη που ανθεί
μυστήριο Ομηρικό
χωρίς ταξίδι, γυρισμό

πάκο, o οίστρος των χαμένων
η φόλα των χρεοκοπημένων
πάκο, της άγριας συμμορίας
καθαρτικό της κοινωνίας

περιθωρίων που στενεύουν
πάκο, αυτών που περισσεύουν
πάκο, τρελό ναρκωτικό
ύποπτα, τόσο θεσμικό

Η ΑΓΑΠΗ Η ΕΦΙΚΤΗ

Πίνακας: Stefania Nistoreanu

Καλλωπίσου και στολίσου
και καλά μακιγιαρίσου
να αναδείξεις τη ροπή σου
να αισθανθείς, και ξανά
να διατεθείς

για αγάπη όλοι μιλάνε
για αγάπη τραγουδάνε
για αγάπη οι στρατιώτες πολεμάνε
μα η αγάπη η εφικτή
είναι τόσο λιγοστή
που η θυσία τελικά, ίσως δεν αρκεί

εξορίσου ή εξατμίσου
απ την ύλη και τη γη σου
τι ζητάει η ψυχή σου
να της πεις, ξανασκέψου
αν θέλεις να αγαπηθείς


για αγάπη όλοι μιλάνε
για αγάπη τραγουδάνε
για αγάπη οι στρατιώτες πολεμάνε
μα η αγάπη η εφικτή
είναι τόσο λιγοστή
που η θυσία τελικά, ίσως δεν αρκεί



Στέρηση εξόδου



Βαθιά νοήματα της αίσθησης των ήχων
της Υπερμάχου, η θεογνωσία των στίχων
εσπερινοί και δίκοχα κοντάκια
λίγη ομίχλη, λίγη ελπίδα και κοράκια

γλυκοχαράζει και μυρίζει η πλάση δυόσμο
εξανεμίζεται η δράση από τον κόσμο
σεπτή λαμπρότητα και λίγδα στα καζάνια
τρίψιμο ανέγγιχτο, ακλόνητη τυρράνια

ανάβει στο ξημέρωμα το σπίρτο της εφόδου
της στρίγγλας το ημέρωμα, μια στέρηση εξόδου
οι γόπες αργοσβήνουν στα νιόσπαρτα φυντάνια
μεταβολή αυτόματη, θλιμμένα πυροφάνια

Κρατήρας




photo: Κορινθιακός κρατήρας

Έκανε κράτει και στην ποίηση ο θεός
κι οικοδομήθηκαν καινούργιες σατραπείες
ο ακροατής σαν επιτύμβιος γλυπτός
αδημονεί για τις παλιές μυσταγωγίες

είχε στρωμένη ιεραρχία ο καιρός
σαν τους προφήτες των στρατώνων που γελούνε
μ ένα μουλάρι ροβολούσε ο σκοπός
τι να σου κάνουν τα γραπτά, τι να σου πούνε

σώπασες πάνω στην περίτεχνη κλαγγή
σα να λιγόστεψε η φωνή κι η απελπισία
ξέπεχε πάνω απ τη ζωή σου μια σπονδή
μια βουτηγμένη στη μιζέρια ουτοπία

γλυκά ξεθώριασε η λάβα του χιονιά
ξέπνοες φλόγες τυραννά ο αναφλεκτήρας
στρατοί ομόκαπνοι ενδίδουν στη χαρά
γέμισε αρώματα και άνθη ο κρατήρας

ΟΛΗ ΑΥΤΗ Η ΟΙΚΕΙΟΤΗΤΑ




Πίνακας: Vincent van Gogh


Όλη αυτή η οικειότητα
οι συζητήσεις στα καφέ
κάθε συνάντηση μια ενότητα
άραγε υπήρξανε ποτέ;

λέξεις, στο διάφραγμα μπροστά
λες και στριμώχνονται να βγουν
μου κοπανάνε τα πλευρά
ορμητικά να ξεχυθούν

η ίδια εγκατάλειψη στα μάτια
κιτρινισμένη η άκρη του πλεκτού
φλιτζάνια, μάλλινα δεμάτια
κι ένα σπασμένο πασπαρτού

όλη αυτή η οικειότητα
ρίζες που ασπρίζουν οι στιγμές
ακατανόητη νεότητα
στα ερείπια όρθιες οι γωνιές

ΠΙΣΩ ΑΠ ΤΟ ΦΟΒΟ ΤΗΣ ΖΩΗΣ





Πίσω απ το φόβο της ζωής υπάρχει του θανάτου
ο φόβος να αποδεχτείς τ αδιευκρίνιστά του
πίσω απ το φόβο της ζωής υπάρχει του θανάτου
κι ο φόβος γίνεται νταής σαν βλέπει τη σκιά του

η γνώση μας ένα σακί, γι αυτούς που απομένουν
μα ούτε καν ένα σπυρί, για εκείνους που πεθαίνουν
η γνώση μας ένα σακί, για όσα μας συμβαίνουν
μα ούτε καν ένα σπυρί για όσα ανατέλλουν

πίσω απ το φόβο της ζωής, υπάρχει του θανάτου
ποιος πλένει τα άγια της ψυχής και ποιος τα άπλυτά του
πίσω απ το φόβο της ζωής, υπάρχει του θανάτου
η αγριελιά μιας προσμονής και το νερό ενός κάκτου

η γνώση μας ένα σακί, γι αυτούς που απομένουν
μα ούτε καν ένα σπυρί, για εκείνους που πεθαίνουν
η γνώση μας ένα σακί, για όσα μας συμβαίνουν
μα ούτε καν ένα σπυρί για όσα ανατέλλουν

ΜΠΑΣΤΕ ΑΛΕΣΤΕ



Πίνακας: Darice Machel McGuire


Η κότα έκανε το αυγό
κι ο κόκορας την κότα
τον κόκορα έκανε ο καιρός
και τον καιρό μια πόρτα

μια πόρτα πού μεινε ανοιχτή
από τον τελευταίο
μπάστε αλέστε είν η ζωή
τραβάτε με κι ας κλαίω…

η κότα έκανε το αβγό
που όλοι διεκδικούνε
μία φορά κι έναν καιρό
μια πόρτα όλοι ζητούνε

μια πόρτα πού μεινε ανοιχτή
από τον τελευταίο
μπάστε αλέστε είν η ζωή
τραβάτε με κι ας κλαίω…