Τρίτη 31 Αυγούστου 2010

Ανταπόδοση αφοσίωσης


Απαντήσεις σε ερωτήματα που δεν τέθηκαν ποτέ και άρα ευνοούν την απόπειρα συναισθηματικής εμπλοκής των αναγνωστών σε μια οργανωμένη προσπάθεια αποπροσανατολισμού επιχειρεί να δώσει ο Τόνι Μπλερ μέσα από την αυτοβιογραφία του που κυκλοφορεί σήμερα.

Στα αποσπάσματα του βιβλίου του, που ο πρώην βρετανός πρωθυπουργός φρόντισε να διαρρεύσουν στοχευμένα την έσχατη στιγμή σε μερίδα του τύπου, λέγεται ότι διατηρείται ένας ψευτο-απολογητικός τόνος με μια συναισθηματική αποφορά που οδηγεί όμως πάντα σ ένα ξεκάθαρο δια ταύτα: στην υπεράσπιση μιας επιλογής, που οδήγησε στο θάνατο εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους και βύθισε τον κόσμο στην απαισιοδοξία και την σύγχυση. Άλλωστε, η επιχειρηματικότητα στην οποία τώρα στρέφεται ο πρώην Βρετανός πρωθυπουργός δεν είναι καθόλου συμβατή με απολογητικές προσωπικότητες.

Έτσι, ο Τόνι Μπλερ φέρεται να λυπάται και να θρηνεί καθημερινά για τον θάνατο αυτών των ανθρώπων αλλά παράλληλα να δικαιολογεί απόλυτα την αποφασή του να σταθεί στο πλευρό του Τζορτζ Μπους , συμπράτοντας στην ανίερη συμμαχία. Παράλογες αντιφάσεις.

Στο βιβλίο του, το οποίο σε αντίθεση με το αντίστοιχο του διαδόχου του στην βρετανική πρωθυπουργία Γκόρντον Μπράουν, βρίσκεται ήδη στην κορυφή της λίστας των προπωλήσεων του ηλεκτρονικού καταστήματος Amazon, ο Μπλερ αφήνει προσεκτικά να κυλήσουν από τα μάγουλά του κροκοδείλια δάκρυα πάνω από τους τάφους χιλιάδων ανθρώπων που εξολοθρεύτηκαν στο όνομα της επιτέλεσης ενός καθήκοντος που δεν κατανοήθηκε ποτέ επαρκώς από λογικά όντα.

Εκείνος ο πόλεμος λοιπόν, που αποτελεί ακόμα και σήμερα μια ανεξήγητη επιλογή, φαίνεται να μην επηρεάζει σήμερα την επιχειρηματική δραστηριότητα του Τόνι Μπλερ, σε αντίθεση με τους πολύτιμους συμμάχους του, που είτε αποσύρθηκαν εσκεμμένα από την πολιτική, είτε απορρίφθηκαν με εμφατικό τρόπο από το παιχνίδι.
Με μοναδική εξαίρεση ίσως τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι, που αποτελεί μια ιδιάζουσα περίπτωση σε μια πολύ ιδιαίτερη χώρα, ο Μπλέρ βρήκε στην αναλλοίωτη πολιτική γοητεία που ασκεί στους Βρετανούς το σωσίβιο που χρειαζόταν για να προχωρήσει στο επόμενο βήμα της καριέρας του που δεν είναι άλλο από την ίδρυση μιας τράπεζας για τα πολύ μεγάλα εισοδήματα.

Γι αυτά δηλαδή ακριβώς που ευνοήθηκαν πριν από μερικά χρόνια όταν ο Τζορτζ Μπους και η παρέα του αναζητούσε στους συμμάχους του την ηθική και πολιτική νομιμοποίηση που χρειαζόταν προκειμένου να κηρύξει τον πόλεμο σε μία χώρα, η οποία αποδεδειγμένα δεν διαδραμάτισε ρόλο στο δράμα της 11ης Σεπτεμβρίου. Με ένα μίγμα προφάσεων που έμοιαζε με κλείσιμο του ματιού του ενός προς τον άλλο για το μοίρασμα των συμβολαίων της ανοικοδόμησης του νέου Ιράκ και την παγίωση της επιρροής στην μεγάλη πετρελαιοπαραγωγό χώρα, Μπους, Μπλερ, Αθνάρ, Μπερλουσκόνι και μερικοί ακόμα ήσσονος διαμετρήματος πολιτικοί ηγέτες έβαλαν την υπογραφή τους σ ένα έγκλημα που επιτελέστηκε μέσα σ ένα κλίμα φόβου και κλονισμού.

Λένε πως σ αυτό τον κόσμο κανένας από αυτούς που ευνόησαν μεγάλα συμφέροντα δεν χάθηκε. Σήμερα είναι ο Μπλερ που βγαίνει με θράσος στην επιφάνεια, αύριο θα είναι ο Τζορτζ Μπους, που θα ανακοινώνει κάποιο επιχειρηματικό του σχέδιο.
Σ αυτές τις περιπτώσεις οι αυτοβιογραφίες λειτουργούν συνήθως ως προσπάθειες προλείανσης ενός εδάφους που σπάρθηκε τα τελευταία χρόνια με πέτρες και αγκάθια.
Αν δεν τους παίρνουν απευθείας με τις ντομάτες όπως στην περίπτωση του Γκόρντον Μπράουν σημαίνει ότι έχουνε πάρει το πράσινο φως για να προχωρήσουν.
Σύντομα και οι δύο θα σηκώσουν και πάλι κεφάλι (ο Μπλερ ήδη εμπλέκεται στις ισραηλινο-παλαιστινιακές διαπραγματεύεις) και θα στραφούν σε νέες περιπέτειες, έτσι είναι η πολιτική, την ίδια ώρα που κάποιοι πολίτες θα αναρωτιούνται, ποια είναι τελικά αυτά τα επιχειρηματικά συμφέροντα που στηρίζουν με τέτοιο ζήλο έναν αποτυχημένο καθ όλα πρώην αμερικανό ηγέτη κι έναν πρώην βρετανό πρωθυπουργό που απώλεσε κάθε ίχνος αξιοπιστίας και υπόληψης ταυτιζόμενος με πολιτικές που έβλαψαν μακροπρόθεσμα την οικονομία και το κύρος της χώρας του.
Άλλωστε η επιβράβευση της αφοσίωσης στην πολιτική είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο.

Συζητήσεις αντίσκηνου


Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα πολιτικά “ντουέτα” των τελευταίων ετών είναι αυτό που συνιστούν ο Ιταλός πρωθυπουργός Σίλβιο Μπερλουσκόνι με τον ηγέτη της Λιβύης Μοαμάρ Καντάφι, ο οποίος τα τελευταία χρόνια έχει πυκνώσει τις επισκέψεις του στην άλλοτε εχθρική δύση, αποζητώντας εμπορικές συμφωνίες εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων. Βέβαια και οι δυτικοί βολεύονται αρκούντως με την αλλαγή στάσης της Λιβύης απέναντί τους, καθώς τα αποθέματα πετρελαίου και φυσικού αερίου που διαθέτει στα έγκατά της καταρρίπτουν και τις πιο επίμονες πολιτικές ψευδαισθήσεις που κάποτε είχαν οδηγήσει τον Λίβυο στρατηγό στο κάδρο της ιστορίας. Άλλωστε ένα από τα πιο δυναμικά γνωρίσματα της εποχής είναι ο παραμερισμός του πολιτικού συναισθηματισμού που κάποτε οδηγούσε σε διαξιφισμούς ακόμα και σε πολέμους και η διάνοιξη του δρόμου για έναν επιχειρηματικό κυνισμό που καταφέρνει να συμφιλιώσει και τις πιο παράταιρες δυνάμεις.

Ας επιστρέψουμε όμως με βήμα ταχύ στις δύο διασκεδαστικές προσωπικότητες που συναντιούνται σήμερα στη Ρώμη για δεύτερη φορά μέσα στα δύο τελευταία χρόνια.

Ωραιοπαθείς, ιδιόρρυθμοι και λάτρεις του γυναικείου φύλου, οι δύο ηγέτες καταφέρνουν κάθε φορά που συναντιούνται να παρακάμπτουν τις ιστορικές διαφορές που χωρίζουν τις χώρες τους και να μιλούν για μπίζνες με ένα πνεύμα που πείθει και τον πιο δύσπιστο αναλυτή, ότι όλα πωλούνται και όλα αγοράζονται πια στις ημέρες μας.
Κι ενώ δύσκολα μπορεί κανείς να τους φανταστεί να συζητούνε σοβαρά για εμπορικά ζητήματα και άλλα όπως αυτό της λαθραίας μετανάστευσης τελικά φαίνεται να αναπτύσσουν μια περίεργη χημεία που θέτει ολόκληρη την Ευρώπη προ τετελεσμένων.

Ένα από αυτά ίσως να αποτελεί η αναφορά του Λίβυου ηγέτη, πως με τη βοήθεια της Ιταλίας θα προωθήσει στην υπόλοιπη Ευρώπη το αίτημά του για οικονομική ενίσχυση της Λιβύης ύψους 5 δις ευρώ το χρόνο προκειμένου να εντατικοποιήσει τις προσπάθειες περιορισμού της παράνομης μετανάστευσης στην Δύση.

Μάλιστα ο Λίβυος ηγέτης φρόντισε με μεγάλη επιδεξιότητα να χρησιμοποιήσει τις κατάλληλες εκφράσεις προκειμένου να αγγίξει το συναίσθημα των Ευρωπαίων, που όμως το έχουν απολέσει εδώ και πολλά χρόνια, προειδοποιώντας για μια ζοφερή πραγματικότητα που γνωρίζει ότι θα φόβιζε πολλούς από τους πολίτες αυτής της ηπείρου.


Θεωρώντας δεδομένη την «αφρικανοποίηση» της “γηραιάς ηπείρου” αν η Λιβύη δεν στηριχθεί οικονομικά από την Ευρώπη προκειμένου να ανασχέσει τις μεταναστευτικές ροές προς αυτή, ο ηγέτης της Λιβύης Μοαμάρ Καντάφι, επιλέγει το παλιό λαϊκίστικο προσωπείο του για να επιστήσει την προσοχή και να βγάλει χρήματα.

Λες και το πρόβλημα της μετανάστευσης δεν έχει βαθύτερες αιτίες που το προξενούν από αυτές της εύκολης προσβασιμότητας στη Δύση. Αυτές είναι επιφανειακές προσεγγίσεις, που απλώς ενισχύουν για κάποιο διάστημα μεγάλα συμφέροντα στενά ιδιωτικού χαρακτήρα, αλλά οι μεταναστευτικές ροές, πάντα βρίσκουν άλλες διεξόδους γιατί η η δύναμη της απόγνωσης είναι τόσο ισχυρή που δεν φείδεται λύσεων. Άσε που ο χαρακτηρισμός «βάρβαροι» που απέδωσε στα κύματα των απελπισμένων που κατακλύζουν την Ευρώπη, έφερε στο φως τη χρήση μιας λανθάνουσας γλώσσας που λέει την αλήθεια. Ότι το θέμα είναι πάντα τα χρήματα. Ούτε οι Ευρωπαίοι, ούτε οι Αφρικανοί.
Γιατί, όποτε το μεταναστευτικό πρόβλημα προσεγγίστηκε ως ένα ζήτημα οικονομικής φύσεως στο πνεύμα του μας κοστίζει τόσα, άρα πρέπει να δαπανήσουμε τόσα για την ανάσχεσή του, οδήγησε σε μια γιγάντωσή του που έχει στον πυρήνα της εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπινα δράματα.
Ακούγεται εδώ και καιρό ότι η μόνη λύση για να αρθούν οι μεταναστευτικές ροές είναι η βελτίωση των συνθηκών ζωής στις χώρες όλων αυτών των ανθρώπων που αποδρούν, απλά για να καταφέρουν να επιβιώσουν.
Έτσι, όσο οι δυτικοί θα χαριεντίζονται επιμόνως με αιμοσταγείς ηγέτες και θα χρηματοδοτούν διεφθαρμένους τοπικούς παράγοντες με κονδύλια που δεν φθάνουν ποτέ στον προορισμό τους, η κατάσταση θα παραμένει η ίδια και απαράλλακτη.
Αν προσθέσει σ αυτήν κανείς και την διάσταση της κλιματικής αλλαγής που προκαλεί από μόνη της πια μεγάλα κύματα μεταναστών, οι οποίοι δραπετεύουν από αποξηραμένα τοπία και ολοσχερώς κατεστραμμένες υποδομές, μπορεί εύκολα να διαπιστώσει ότι το πρόβλημα της μετανάστευσης δεν είναι πλέον μόνο κοινωνικό αλλά και φυσικό.
Και σίγουρα δεν λύνεται μέσα από συζητήσεις «αντίσκηνου» μεταξύ δύο ιδιόρρυθμων ηγετών που δεν λαμβάνουν πρόνοια για το ανθρωπιστικό σκέλος του προβλήματος, παρά για το πόσα μπορούν να κονομήσουν ή να γλιτώσουν από αυτό.

Δευτέρα 30 Αυγούστου 2010

Ποια ακριβώς Ελλάδα θέλετε πίσω;


Υπάρχει ένα σεβαστό κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας που θέλει πίσω την Ελλάδα που είχαμε. Μία χώρα όπου κανείς δεν ήταν υπόλογος για τις πράξεις του κι όπου τα δανεικά πήγαιναν σύννεφο, δημιουργώντας πλασματικούς ρυθμούς ανάπτυξης και φαινομενικά επαρκείς όρους διαβίωσης.
Εκείνη τη χώρα, στην οποία, μέσα σε μια αιθάλη τεχνητής ευμάρειας κανείς δεν γνώριζε αλλά και δεν ρωτούσε να μάθει περί των πραγματικών δεδομένων που στοιχειοθετούσαν με μαθηματική ακρίβεια την πτώση που επακολούθησε.

Την Ελλάδα λοιπόν της ευκολίας που κώφευε συστηματικά μπροστά στις κραυγές απόγνωσης των μειοψηφιών, που ξέχασε να εργάζεται, να παράγει, να διαβάζει και να σκέφτεται, επειδή τίποτα απ όλα αυτά δεν της ήταν πια χρήσιμο, αναπολούνε σήμερα όλοι αυτοί που διακατέχονται από αισθήματα ελευθεροφροσύνης και ανεξαρτησίας, δαιμονοποιώντας οποιαδήποτε προσπάθεια εξορθολογισμού της λειτουργίας της στα πλαίσια της οικονομικής αρχής που λέει ότι δεν μπορεί η κατανάλωση μιας κοινωνίας να υπερβαίνει την παραγωγή.

Η Ελλάδα λοιπόν των εφ όρου ζωής καλοπληρωμένων αργομισθιών και της στρεβλής οικονομικής λειτουργίας στον ιδιωτικό τομέα, της αρπαχτής, της ρεμούλας και της κοινωνικής συνενοχής έφτασε στο σημείο να χρειάζεται αλλεπάλληλα μπάι πας προκειμένου να μπορέσει να συνέλθει από την ανεπανόρθωτη βλάβη που προκάλεσε στον κορμό της η ακαμψία δεκαετιών ολόκληρων αλλά κυρίως το πάγωμα του ακατάσχετου δανεισμού.

Για τους υπέρμαχους αυτής της Ελλάδας που σήμερα προσπαθεί να ανανήψει με έναν τρόπο που τσουβαλιάζει δίκαια και άδικα μέτρα σε δέσμες πολιτικών χαραγμένων στο πόδι, η καθημερινότητα δεν έμοιαζε να δικαιολογεί την επιτακτική αναγκαιότητα των αλλαγών που πραγματοποιούνται σήμερα. Ήταν αρκετά καλή και ακρίτως προσοδοφόρα όταν φυσικά δεν έμπαινε σε σύγκριση με την καθημερινότητα ανθρώπων που αγωνίζονται καθημερινά για την εξασφάλιση του μεροκάματου.
Υπό αυτή την έννοια, οι αιτίες της ελληνικής κρίσης και πάλι εκπορεύονται από ανίερους σχεδιασμούς που οργανώνουν ξένα κέντρα αποφάσεων, μακριά από εμάς και τις ευθύνες μας.

Γι αυτούς η κρίση στην Ελλάδα ήταν πάντα η κρίση του “ακόμα περισσότερο με λιγότερη δουλειά” που δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν. Για όλους αυτούς λοιπόν, αλλά και ευτυχώς και για όλους τους άλλους, έρχεται μια εποχή όπου δεν θα μπορούν να ξοδεύουνε τέσσερα μηνιάτικα στα μπουζούκια, ούτε να γεμίζουν το τραπέζι τους με αχρείαστα πράγματα που θα πετάξουν άθικτα, χλευάζοντας την ολιγάρκεια των τουριστών, ούτε να αγοράζουν και να συντηρούν ακριβά αυτοκίνητα και σπίτια με δανεικά ώστε να ικανοποιούν την δαπανηρή λίστα των επιθυμιών τους με ελάχιστη προσπάθεια, γνωρίζοντας πάντα ότι υπάρχει μια εύκολη και ακούραστη ροή εσόδων. Γι αυτό και δικαιολογείται σε μεγάλο βαθμό η απαισιοδοξία τους για το μέλλον.

Κυριακή 29 Αυγούστου 2010

ΦΥΛΑΚΑΣ

Όλα τα καλά παιδιά που ξέρω
μείναν τελικά στο πατρικό τους
βλέπουν το αιώνιο “σου προσφέρω”
να ναι η παγίδα των γονιών τους

πιο γερό ήταν πάντοτε το μείνε
απ το φύγε κι άνοιξ τα φτερά σου
αν δεν παντρευτείς για πάντα γίνε
φύλακας της παιδικής φωλιάς σου

όλα τα καλά παιδιά που ξέρω
είχαν μες στο σπίτι ένα μαγνήτη
σαν βαγόνια κόλλαγαν στο τρένο
η ατμομηχανή ήταν το σπίτι

γύρω γύρω ίδια τα ταξίδια
το χω ξαναδεί αυτό το μέρος
δεν αντέχω φεύγω: στα τσακίδια
φώναζαν η μάνα τους κι ο γέρος

δεν το αποφάσιζαν μα φτάναν
μπρος στην πόρτα της απόδρασής τους
μα η δειλία είναι μια πουτάνα
πού κρυβε συνέχεια το κλειδί τους

μια θα ακριβαίνανε τα σπίτια
μια τα μεροκάματα μικραίναν
είναι ράγες στέρεες η συνήθεια
και οι δισταγμοί βουνά θαμμένα

ολα τα καλά παιδιά που ξέρω
γράφουν σε μια κούπα το όνομά τους
ψιθυρίζουν “θα τα καταφέρω”
μα δεν πείθουν ούτε τα όνειρά τους

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΟΜΟΡΦΑΙΝΕΙ ΤΗ ΖΩΗ

Δεν ξέρεις αν θα σου συμβεί
αυτό που θέλεις μια στιγμή
αφήνεσαι στα χέρια της
και περιμένεις σαν παιδί

Απρόβλεπτη που είναι
και τόσο όμορφη επειδή
το τέλος ομορφαίνει τη ζωή

Αιτία κι αποτέλεσμα
για όλα ένα συμπέρασμα
φιλοσοφίες και ρητά
που δε σε βγάζουν πουθενά

Απρόβλεπτη που είναι
και τόσο όμορφη επειδή
το τέλος ομορφαίνει τη ζωή

Στης ιστορίας τις στοές
αλλάζουν ρούχα οι εποχές
φορούν ενδύματα καλά
κι έρχονται πάλι οι παλιές

Απρόβλεπτη που είναι
και τόσο όμορφη επειδή
το τέλος ομορφαίνει τη ζωή

Αιώνια και προσωρινά
του ταξιδιού η μοναξιά
μία βροχή πριν την αυγή
κι ένα ζευγάρι στη γωνιά

Απρόβλεπτη που είναι
και τόσο όμορφη επειδή
το τέλος ομορφαίνει τη ζωή

ΤΟ ΣΠΙΤΙ

Έχει χρόνια που ψάχνω στο σταθμό
ένα τρένο να φύγω
να με χάσουν αυτοί που αγαπώ
να με μάθουνε λίγο

Έχει χρόνια που ψάχνω το σκαρί
που θα με ταξιδέψει
σ’ ένα απόμακρο άγνωστο νησί
ξεχασμένο σα σκέψη

Πατέρα γιατί βιάζεσαι
να φύγουμε απ’ το σπίτι
δεν πρόσεξες των φίλων σου
τα σπίτια πώς νεκρώνουν;
πατέρα γιατί βιάζεσαι
να φύγουμε απ’ το σπίτι
αφού κι εδώ τα ψέματα
σιγά σιγά τελειώνουν

Έχει χρόνια που ψάχνω μια ρωγμή
να γκρεμίσω τα πάντα
μα φοβάμαι γιατί είναι σκληρή
η μοναξιά μου σα χάντρα

Έχει χρόνια που ψάχνω το παιδί
που μου πήρε ο χρόνος
παιδομάζωμα άγριο η ζωή
κι ο καθένας μας μόνος

Πατέρα γιατί βιάζεσαι
να φύγουμε απ’ το σπίτι
δεν πρόσεξες των φίλων σου
τα σπίτια πώς νεκρώνουν;

ΤΟ ΠΟΤΕ ΚΡΑΤΑΕΙ ΠΟΛΥ

Αν με ρώταγες απλώς αν μπορώ να περιμένω
θα σου έλεγα σαφώς μόνο δώσμου το γραμμένο
μα μου είπες δεν μπορείς να με έχεις κρατημένο
σε μια λίστα αναμονής και ποτέ δικαιωμένο

Το ποτέ κρατάει πολύ και το πρόσωπό μου κρύβω
στο ποτέ μπροστά γιατί το αιώνιο μοιάζει λίγο
το ποτέ κρατάει πολύ και κανένας δεν τ αξίζει
είναι ισόβια φυλακή και μια λέξη που τσακίζει

Αν με ρώταγες απλώς αν μπορείς να με τεστάρεις
θα σου έλεγα σαφώς τη ζωή μου κουμαντάρεις
όμως ήσουν συνεπής στο δικό σου το μοντέλο
και πολύ ειλικρινής όταν μού πες δεν σε θέλω

Το ποτέ κρατάει πολύ και το πρόσωπό μου κρύβω
στο ποτέ μπροστά γιατί το αιώνιο μοιάζει λίγο
το ποτέ κρατάει πολύ και κανένας δεν τ αξίζει
είναι ισόβια φυλακή και μια λέξη που τσακίζει

ΤΟ ΠΙΕΣΟΜΕΤΡΟ

Σε θυμάμαι στα τριάντα να κρατάς ένα θερμόμετρο
κι όταν έγινες πενήντα να πατάς το πιεσόμετρο
να φοβάσαι την αλήθεια μου ν’ ακούσεις
να βαδίζεις κάθε μέρα ένα χιλιόμετρο

Φύτρωναν πάντα στην αυλή σου
σπόροι απ’ τους κήπους της ψυχής σου
έλπιζες πως θα ζήσεις χρόνια
κι ας είχες τόσο κουραστεί
μα εσύ σκορπούσες τη ζωή σου
για να μετράς την πίεσή σου
μα εσύ σκορπούσες τη ζωή σου
σ’ ένα ρολόι είχες κρυφτεί

Οταν έφτασε ο καιρός να μας μιλήσεις σοβαρά
μας είχες τόσο βαρεθεί και γίναν όλα γρήγορα
και όπως ξεχαστήκαμε μέσα στη φασαρία
ούτε σ’ ευχαριστήσαμε για τη φιλοξενία

ΤΟ ΜΥΑΛΟ ΜΟΥ ΘΑ ΦΙΜΩΣΩ

Της αγάπης σου τα φώτα
τα’ ριξες επάνω μου
και με στράβωσες σαν πλοίο
πού’ χασε τον φάρο του

Το μυαλό μου θα φιμώσω
που μου λέει ξέχνα την
την αγάπη που θα δώσω
αν αντέξεις πέτα την

Της αγάπης σου κοχύλια
μπλέχτηκαν στα δίχτυα μου
μέσα στα δικά σου χείλια
βρήκα την αλήθεια μου

Το μυαλό μου θα φιμώσω
που μου λέει ξέχνα την
την αγάπη που θα δώσω
αν αντέξεις πέτα την

ΤΟ ΜΕΤΡΟ

Κορίτσι με την έρημο στα μάτια
φωτίζεις νυχτωμένα μονοπάτια
γεμίζοντας συμπτώσεις τη ζωή σου
συμπτώσεις που τις φτιάχνεις μοναχή σου

Αγάπησες μια λάμψη που σε φτιάχνει
χωρίς να δοκιμάσεις αν υπάρχει
οι στίχοι που τους έγραψες σε καίνε
γιατί δεν αντιλήφθηκε τί λένε

Δε γνώρισες το μέτρο που τσακίζει
αυτό που στη ζωή μας δεν αξίζει
δε γνώρισες αλήθεια στην αγάπη
μα θά’ ρθει ο καιρός για να σου μάθει

Κορίτσι με την έξυπνη φωνή σου
που σέρνεις μίαν άγκυρα μαζί σου
γιατί φοβάσαι πως θα μείνεις μόνη
αν διώξεις τον καπνό που σε κυκλώνει

Δεν έχει μοναξιά στην ηρεμία
μα είναι του φιλιού η απουσία
αυτή που τη ζωή μας οδηγάει
σε δρόμους που ο έρωτας πονάει

Δε γνώρισες το μέτρο που τσακίζει
αυτό που στη ζωή μας δεν αξίζει
δε γνώρισες αλήθεια στην αγάπη
μα θα’ ρθει ο καιρός για να σου μάθει

ΤΟ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ ΙΔΑΝΙΚΟ ΣΟΥ

Όταν θίγεσαι μη σκορπίζεις μνήμες
μην ανοίγεσαι τόσο μακριά
κρύα θάλασσα όσα λόγια είπες
κι απλησίαστη πάλι η στεριά

Το μεγαλύτερο ιδανικό σου
είναι αγάπη μου ο εαυτός σου
γι αυτό σου λέω ή αναδιπλώσου
ή δε θα μ έχεις άλλο στο πλευρό σου

Όταν πνίγεσαι σε μια στάλα δίκιο
ξετυλίγεσαι όπως τα σχοινιά
όταν γίνεσαι στο φεγγάρι λύκος
τι θα ντύνεσαι στην αναποδιά

Το μεγαλύτερο ιδανικό σου
είναι αγάπη μου ο εαυτός σου
γι αυτό σου λέω ή αναδιπλώσου
ή δε θα μ έχεις άλλο στο πλευρό σου

ΤΟ ΔΩΔΕΚΑΘΕΟ

Ανήμερα της θάλασσας στα πόδια μιας γοργόνας
μάλωσαν ο Νικόλαος κι ο άγιος Ποσειδώνας
για ποια είν η μεγαλύτερη του Έρωτα αμαρτία
της Εύας το παράπτωμα ή ο πόλεμος στην Τροία

Μ αυτό το δωδεκάθεο κυβέρνηση δεν βγαίνει
και στην αντιπολίτευση χιλιάδες χρόνια μένει
χρειάζεται ανανέωση και νέα ηγεσία
τον Προμηθέα πιο μπροστά κι επίτιμο τον Δία

Ανήμερα του έρωτα και του αμφισβητία
συνάντησε τον Κρέοντα η αγία Ευθυμία
και τόλμησαν του Έρωτα να ψάξουν την ουσία
στο φόβο του Αχέροντα ή στην αθανασία

Μ αυτό το δωδεκάθεο κυβέρνηση δεν βγαίνει
και στην αντιπολίτευση χιλιάδες χρόνια μένει
χρειάζεται ανανέωση και νέα ηγεσία
τον Προμηθέα πιο μπροστά κι επίτιμο τον Δία

ΤΟ ΑΝΤΑΡΤΙΚΟ ΨΥΧΗΣ

Σέβομαι πάντα κι εκτιμώ αυτό που έφυγε
γι αυτό δεν σκέφτομαι πολύ αυτό που θά ρθει
έχω ρουφιάνο κι οδηγό αυτό που έγινε
είναι μια λίστα και αυτή σαν του Μακάρθι

Αν ήταν κάρμα αυτό που ζω θα το κατάπινα
αν ήταν σχέδιο ζωής ή πεπρωμένο
μα δεν πιστεύω στης ειρήνης τα παράσημα
μα στο αντάρτικο ψυχής το λυσσασμένο.

Δεν χασομέρισα σ αγάπες απροσδιόριστες
κι ούτε με έσμπρωξε του κόσμου η βιασύνη
έψαχνα μέσα στην ψυχή μου ακαθόριστες
λέξεις να φέρουν στην ζωή μου την γαλήνη.

Αν ήταν κάρμα αυτό που ζω θα το κατάπινα
αν ήταν σχέδιο ζωής ή πεπρωμένο
μα δεν πιστεύω στης ειρήνης τα παράσημα
μα στο αντάρτικο ψυχής το λυσσασμένο.

ΤΟ ΑΝΕΚΠΛΗΡΩΤΟ

Εξω φυσάει
μέσα σιωπή
κρυφοκοιτάει
μια Κυριακή

Θέλω να φύγω
μα δεν τολμάω
εγκαταλείπω
ξαναρχινάω

Το ανεκπλήρωτο, το ανεκπλήρωτο
δεν είναι κάρμα που πονά
το ανεκπλήρωτο, το ανεκπλήρωτο
είναι απλώς κακή ζαριά

Χειμώνας, νύχτα
και ξαστεριά
με πνίγουν χίλια
γλυκά φιλιά

Πού΄ναι κλεισμένα
σε μια ψυχή
αθωωμένα
μα φυλακή

Το ανεκπλήρωτο, το ανεκπλήρωτο
δεν είναι κάρμα που πονά
το ανεκπλήρωτο, το ανεκπλήρωτο
είναι απλώς κακή ζαριά

ΤΟ ΑΔΙΑΒΡΟΧΟ

Τον καημό σου τον γνωρίζω
όπως η σφαίρα τη θαλάμη
γι’ αυτό ακόμα σε ζορίζω
να μη σου πάει η ζωή χαράμι

Έχεις περάσει τρικυμίες
μα την ελπίδα σου δε χάνεις
δεν πιάνεις εύκολα φιλίες
είσαι και πλοίο και λιμάνι

Σ΄αγάπησα γιατί έχεις καρδιά
που σαν ζητιάνα αδίκως περιφέρεται
σ’ αυτόν τον αφιλόξενο ντουνιά
που δίχως μοναξιά δεν υποφέρεται
Αγάπα με μονάχα γι’ αλλαγή
να διώξω απ’ την ψυχή μου το παράπονο
γιατί βαστάει χρόνια αυτή η βροχή
και έχει πια τρυπήσει και τ’ αδιάβροχο

Μία ζωή σε τριγυρίζουν
κάτι αγόρια λυπημένα
που μία χάνουν μια κερδίζουν
και λεν τον πόνο τους σε σένα

Γιατί σε βρήκαν χρεωμένη
με τις αλήθειες των μεγάλων
και με βαλίτσες φορτωμένη
γεμάτες έρωτες των άλλων

Σ΄αγάπησα γιατί έχεις καρδιά
που σαν ζητιάνα αδίκως περιφέρεται
σ’ αυτόν τον αφιλόξενο ντουνιά
που δίχως μοναξιά δεν υποφέρεται

ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΘΟΡΙΣΤΙΚΟ

Η απογοήτευση είναι ένα κενό
το καινούριο πρόσωπο που παίρνει
το κακό
είναι η ζωή χωρίς κανένα χρώμα
και η πίστη που δεν έδειξες
ακόμα
είναι η ζωή χωρίς κανένα
χρώμα
και η πίστη που δεν έδειξες
ακόμα

Τίποτα δεν είναι καθοριστικό
τίποτα δεν είναι οριστικό
καμιά αργοπορία
καμιά αποτυχία
σε κάθε ηλικία υπάρχει θησαυρός
τίποτα δεν είναι καθοριστικό

Η απογοήτευση είναι ένα κενό
είναι ο πιστός που ψάχνει το Θεό
κι αν υπάρχουν άνθρωποι σημαντικοί
είναι αυτοί που δίνουν πίστη για ζωή

ΧΙΛΙΕΣ ΖΩΕΣ

Μοιάζει ετούτος ο καιρός
ξενυχτισμένος οδηγός
που κουρασμένος οδηγεί
χωρίς πολύ υπομονή

Σα νά’ ναι η τελευταία μέρα της ζωής σου
να ζεις την κάθε μέρα, στο σήμερα αφήσου
κι αν κόβεις κάθε μέρα σ’ ένα σωρό στιγμές
θα πεις στο τέλος έζησα σχεδόν χίλιες ζωές

Δε θα τελειώσει η ζωή
κι ας το γουστάρουν μερικοί
θα επικρατήσει το καλό
σ’ έναν αγώνα δυνατό

ΧΑΡΤΙΝΑ ΦΤΕΡΑ

Μέσα στης αγάπης τη φωλιά
φτιάξε δυο πολύ μικρά φτερά
για να τα φοράς και να πετάς
“δυο λεπτά” από εκείνον π’ αγαπάς

Δυο μικρά φτερά από χαρτί
που να μην αντέχουνε πολύ
ίσα ίσα για ν’ αναζητάς
γρήγορα εκείνον π’ αγαπάς

Αν ξεχνάς συχνά να τα φοράς
θα βρεθείς μπροστά σ’ έναν καιρό
που θα θέλεις χρόνο να πετάς
και φτερά από άλλο υλικό

Η ευτυχία είναι τέχνη
Που δύο πράγματα απαιτεί
Να χεις ταλέντο σε αυτή
Και μια καρδιά να την αντέχει

ΠΕΘΑΜΕΝΑ ΤΡΕΝΑ

Κάθε φορά που τραγουδώ σε συναυλία
αναρωτιέμαι αν είσαι κάτω και μ’ ακούς
αν σου αρέσουν τα τραγούδια μου Μαρία
κι αν τα ζητάς ποτέ στους ραδιοσταθμούς

Όσα μου άφησες για να σε συλλογιέμαι
μες στη σοφίτα του μυαλού μου τα κρατώ
κι αν νιώθω ότι δεν αξίζω ν’ αγαπιέμαι
είναι που δε μου είπες “Χάρη σ’ αγαπώ”

Όπως χωρίζαμε στα “πεθαμένα τρένα”
εγώ ξεκίνησα αργά να περπατώ
κι αυτός ο δρόμος που ξεκίνησε από σένα
αυτός ο δρόμος μ’ έμαθε να τραγουδώ

Όσα μου άφησες για να σε συλλογιέμαι
μες στη σοφίτα του μυαλού μου τα κρατώ
κι αν νοιώθω ότι δεν αξίζω ν’ αγαπιέμαι
είναι που δε μου είπες “Χάρη σ’ αγαπώ”

ΦΟΒΑΜΑΙ ΝΑ ΣΕ ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ

Σ’ ένα μικρό φυλάκιο
στην άκρη της σιωπής μου
υπάρχει το τετράδιο
της άψυχης γραφής μου

Για τότε που γινόσουνα
σεντόνι μου τη νύχτα
και πάνω μου κοιμόσουνα
σαν ψεύτρα χαρτορίχτρα

Φοβάμαι να σε σκέφτομαι
με πνίγουνε οι λέξεις
κα σαν παιδάκι στέκομαι
στις δεύτερές σου σκέψεις
που όσο κι αν προσπάθησαν
στα χρόνια τ’ αλλαγμένα
δεν γκρέμισαν, δεν τσάκισαν
τις μνήμες μου από σένα

Γελούσαμε πειράζοντας
το μέλλον με ειρωνεία
τις νύχτες κουβεντιάζοντας
μ’ εφηβική μανία

Χωρίς να κοιταζόμαστε
σ’ ένα πυκνό σκοτάδι
σαν έρεβος αφέγγαρο
μεσάνυχτα Φλεβάρη

Φοβάμαι να σε σκέφτομαι
με πνίγουνε οι λέξεις
κα σαν παιδάκι στέκομαι
στις δεύτερές σου σκέψεις
που όσο κι αν προσπάθησαν
στα χρόνια τ’ αλλαγμένα
δεν γκρέμισαν, δεν τσάκισαν
τις μνήμες μου από σένα

ΥΠΟΓΕΙΑ ΖΩΗ

Άμα το θες εσύ
εγώ λέω εντάξει
μη βασανίζεις το μυαλό σου με αυτά
μη λες συγγνώμη
μη ζητάς παντού την τάξη
άσε το χάος να γεννήσει το μετά

Γιατί ο καθένας κουβαλάει τ’ όνειρό του
για να μπορέσει πεπρωμένο να το δει
μα όσο αργεί να εκπληρωθεί, απ τον καημό του
γίνεται μίσος και υπόγεια ζωή

Άμα το θες εσύ
εγώ λέω εντάξει
θα ξεκλειδώσω της αγάπης τα δεσμά
για να σου βγει σωστά
το άθροισμα στην πράξη
και να μην ψάχνεις για κρατούμενα μετά

Γιατί ο καθένας κουβαλάει τ’ όνειρό του
για να μπορέσει πεπρωμένο να το δει
μα όσο αργεί να εκπληρωθεί απ τον καημό του
γίνεται μίσος και υπόγεια ζωή

Άμα κάποτε χαθείς

Αμα κάποτε χαθείς
ψάξε πάλι να με βρεις
κι άμα θέλεις ν’ ακουστείς
κι από κάπου να πιαστείς
να θυμάσαι πως εμείς
ήμασταν απλώς δυο ξένοι
που γνωρίστηκαν καλά
και παρέμειναν δεμένοι

Να κοιτάζεσαι βαθιά
μέσα από τον άνθρωπό σου
κι όταν νιώθεις μονάξιά
να μιλάς στον εαυτό σου
να αγγίζεσαι απαλά
και να δίνεις σημασία
στων πραγμάτων την καρδιά
και κυρίως στη Μαρία

Θα θυμάσαι τακτικά
μέσα στο δωμάτιό σου
να σκοτώνω τ’ αγγλικά
και την τέλεια μέθοδό σου
κι αν σου φάνηκαν πολλά
τα λογάκια που σου είπα
πάλι κράτησα κρυφά
τα αισθήματά μου, γλύκα

ΣΕ ΕΝΑ ΣΥΜΠΛΕΓΜΑ ΔΕΜΕΝΗ

Σε ένα σύμπλεγμα δεμένη
μα προφανώς ευτυχισμένη
το σώμα τραγουδάει ήδη
μα η ψυχή σωπαίνει

Ξέρω να μένω και να αναχωρώ
τσιγάρο αναμμένο καίω χωρίς καπνό
ξέρω πού πάω στο σπίτι όταν γυρνάω
δεν ξέρω ποιόν κοιτάω και ποιόν ταλαιπωρώ

Σε ένα σύμπλεγμα δεμένη
μα προφανώς ευτυχισμένη
μέσα στο “ίσως” ασφαλής
μέσα στο “σίγουρο” χαμένη

Ξέρω να μένω και να αναχωρώ
τσιγάρο αναμμένο καίω χωρίς καπνό
ξέρω πού πάω στο σπίτι όταν γυρνάω
δεν ξέρω ποιόν κοιτάω και ποιόν ταλαιπωρώ

ΣΑΝ ΘΙΑΣΟΣ ΣΕ ΜΙΑ ΑΡΠΑΧΤΗ

Για όποιον κλέβει στη ζωή
όλοι οι άλλοι είναι κλέφτες
κι όποιος δεν δούλεψε σκληρά
κοιτάζει ότι κατάφερε ο άλλος πονηρά
όποιος πληγώνει μια ψυχή
ψάχνει αλλού τους φταίχτες
κι όποιος βολεύτηκε καλά
με ευκολία ξέχασε ποιος ήτανε παλιά

Σα θίασος σε μία αρπαχτή
που έπαιζε τις ίδιες παραστάσεις
χορτάσαμε ταξίδι, διαδρομή
δε βρήκαμε σταθμούς, λιμάνια, στάσεις


Ο καθαρός ο ουρανός
δεν έχει κάτι να σου πει
δεν έχει μαύρα σύννεφα
γεμάτα ιστορίες
Ο σκοτεινός ο ουρανός
σχεδόν κοντεύει να πνιγεί
κι όταν μιλήσει γίνεται
αέρας και πλημμύρες


Σα θίασος σε μία αρπαχτή
που έπαιζε τις ίδιες παραστάσεις
χορτάσαμε ταξίδι, διαδρομή
δε βρήκαμε σταθμούς, λιμάνια, στάσεις

Ο,ΤΙ ΠΙΣΤΕΨΕΙΣ ΘΑ ΤΟ ΔΕΙΣ

Η ζωή μού έχει μάθει
να μη μένω στα παλιά
κάθε μέρα μία μάχη
για ένα βήμα πιο μπροστά

Ό,τι πιστέψεις θα το δεις και θα σου μείνει
κι ότι μπορείς να φανταστείς μπορεί να γίνει
μονάχα κάνε ότι πιστεύεις με αγάπη
και φτιάχνε πάντα το δικό σου μονοπάτι

Η ζωή μού έχει μάθει
να μη δίνω αφορμές
να μαθαίνω από τα λάθη
κι απ’ τα σφάλματα του χθες


Ότι πιστέψεις θα το δεις και θα σου μείνει
κι ότι μπορείς να φανταστείς μπορεί να γίνει
μονάχα κάνε ότι πιστεύεις με αγάπη
και φτιάχνε πάντα το δικό σου μονοπάτι

ΟΤΑΝ ΨΑΧΝΕΙΣ ΚΑΠΟΙΟ ΝΟΗΜΑ

Όταν ψάχνεις κάποιο νόημα
να ομορφύνεις τη ζωή
έρχεται καλή βροχή
το να ψάχνεις έχει νόημα
και το κάνεις επειδή
δεν τα παρατά η ψυχή

Αχ, να’ χα νόημα για σένα να μου πεις
πως η καρδιά σου θέλει να με αγαπήσει
αχ, να’ χα νόημα για σένα να χαρείς
γιατί όσοι πέρασαν σε έχουνε τσακίσει

Όταν ψάχνεις κάποιο νόημα
είναι σίγουρο, θα δεις
κάποια μέρα θα το βρεις
το να ψάχνεις κάποιο νόημα
είναι τρόπος για να ζεις
και απόφαση ζωής

Αχ, να’ χα νόημα για σένα να μου πεις
πως η καρδιά σου θέλει να με αγαπήσει
αχ, να’ χα νόημα για σένα να χαρείς
γιατί όσοι πέρασαν σε έχουνε τσακίσει

ΜΗ ΨΑΧΝΕΙΣ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ ΣΕ ΚΑΠΟΙΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Σε ξέρω, πάλι ψάχνεις να βρεις τί έχει φταίξει
και δεν καταλαβαίνεις τί γίνεται με μας
αλήθειες κι υποψίες μαζί τα έχεις μπλέξει
σε κάθε μας κουβέντα γεννιέται ένας καυγάς

Μην ψάχνεις την αλήθεια σε κάποιες απαντήσεις
γιατί αγάπη μου δε θα τη βρεις ποτέ
γεννιέται και πεθαίνει στις ίδιες ερωτήσεις
γεννιέται πεθαμένη και χάνει ένα μηδέν

Σε ξέρω, δεν αντέχεις τον έλεγχο αν δεν έχεις
μπροστά στα μάτια μ’ έχεις μα με αναζητάς
εκείνα που δεν πρέπει μπορείς και τα αντέχεις
κι αυτά που δεν υπάρχουν σε κάνουν να πονάς


Μην ψάχνεις την αλήθεια σε κάποιες απαντήσεις
γιατί αγάπη μου δε θα τη βρεις ποτέ
γεννιέται και πεθαίνει στις ίδιες ερωτήσεις
γεννιέται πεθαμένη και χάνει ένα μηδέν

ΜΗ ΜΟΥ ΜΙΛΑΣ ΓΙΑ ΟΣΑ ΖΕΙΣ

Μη μου μιλάς για όσα ζεις
και μακριά μου έχεις περάσει
φέρεσαι άνετα, θαρρείς
κι όλα τα έχεις ξεπεράσει

Μη μου μιλάς για όσα ζεις
σε νοιάζομαι μα δε μ’ αρέσει
να μου μιλήσεις αν μπορείς
για την προσωπική μας σχέση

Γι αυτά που αφήσαμε στη μέση
να μου μιλήσεις αν μπορείς
μα η καρδιά σου θα πονέσει
γι αυτό ποτέ δεν προσπαθείς

Μη μου μιλάς για όσα ζεις
γιατί ακόμα δεν αντέχω
να σε κοιτώ να προχωρείς
σε δρόμους που δεν τους κατέχω

μη μου μιλάς για όσα ζεις
αυτά τα κάνουνε οι φίλοι
και όσοι κόψανε νωρίς
του δυναμίτη το φυτίλι

Γι αυτά που αφήσαμε στη μέση
να μου μιλήσεις αν μπορείς
μα η καρδιά σου θα πονέσει
γι αυτό ποτέ δεν προσπαθείς

ΜΗ ΜΙΛΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ ΣΟΥ ΕΤΣΙ

Μη μιλάς για την ζωή σου έτσι
μη μιλάς με πονάς
μη μιλάς για τη ζωή σου έτσι
αν μ αγαπάς, αν λίγο ακόμα μ αγαπάς
μη μιλάς για τη ζωή σου έτσι
πέρασαν χρόνια για να σε δω
μη μιλάς για τη ζωή σου έτσι
πέρασαν χρόνια μα σ αγαπώ

Μη μιλάς για τη ζωή σου έτσι
γιατί φταίω και πονώ
είχε λόγους, λάθος να διαλέξει
η καρδιά σου και στους έδωσα εγώ
μη μιλάς για τη ζωή σου έτσι
πως να εξιλεωθώ
μη μιλάς για τη ζωή σου έτσι
γιατί μοιάζει μ όσα ζω

Μη μιλάς για τη ζωή σου έτσι
μη μιλάς με πονάς
μη μιλάς για τη ζωή σου έτσι
να αγαπάς, να μπορείς να προχωράς
μη μιλάς για τη ζωή σου έτσι
κι αν ακόμα νοσταλγείς
έχεις κάποιον που θα σε πιστέψει
κι άμα δεν αθωωθείς

Μη μιλάς για τη ζωή σου έτσι
γιατί φταίω και πονώ
είχε λόγους, λάθος να διαλέξει
η καρδιά σου και στους έδωσα εγώ
μη μιλάς για τη ζωή σου έτσι
πως να εξιλεωθώ
μη μιλάς για τη ζωή σου έτσι
γιατί μοιάζει μ όσα ζω

ΟΙ ΠΛΑΝΕΣ

Δε μ’ αρέσει να μιλώ για τη ζωή μου
μα δε βρίσκω κι έναν άνθρωπο γι αυτό
όλοι θέλουν να μου πουν για τη δική τους
και το χρόνο που μου δίνουν τους γυρνώ

Δε μ’ αρέσει να μιλώ γι αυτά που νιώθω
γιατί ο μόνος που μ’ ακούει είμαι εγώ
κάθε λέξη απ’ την ψυχή έχει ένα στόχο
μα εγώ συνήθως ρίχνω και αστοχώ

Κι έτσι συνηθίζω
πλάνες να χαρίζω
σ’ αυτούς που δε σιωπούν
κι έτσι συνηθίζω
στάχτες να σκορπίζω
σ’ αυτούς που δεν ακούν

Δε μ’ αρέσει να μιλώ για τα δικά μου
κι αν το κάνω μετανιώνω για αυτό
κι όταν έρθει στην παρέα η σειρά μου
σ’ όσα είπανε οι άλλοι ακουμπώ

Δε μ’ αρέσει να μιλώ γι’ αυτά που καίνε
προτιμάω στον καπνό τους να κρυφτώ
δε μ’ αρέσουνε κι οι άνθρωποι που λένε
με το πρώτο μυστικά και σ’ αγαπώ

Κι έτσι συνηθίζω
πλάνες να χαρίζω
σ’ αυτούς που δε σιωπούν
κι έτσι συνηθίζω
στάχτες να σκορπίζω
σ’ αυτούς που δεν ακούν

ΚΑΤΣΕ ΚΑΤΩ, ΕΓΩ ΜΙΛΑΩ

Πάλι βρίσκεσαι σε έκσταση
και με κάνεις να γελάω
απορρίπτεται ή ένσταση
κάτσε κάτω, εγώ μιλάω

μ εκδικείσαι που σου έδειξα
ότι είχα πιο γενναίο
το ζωνάρι δε σου έσφιξα
όταν έπρεπε και φταίω

ή εσύ θα μείνεις τώρα
ή εγώ το σκάω
παρ των Δαναών τα δώρα
να μη στα χρωστάω

ξέχασες να μ αγαπήσεις
κι έφτασε ο κλητήρας
θά ρθω για να μ εξοφλήσεις
σαν οδοστρωτήρας

Μη μου υψώνεις τη φωνή στο διαπασών
για να γυρίσω και να παίξω στο μελό
θυμάσαι; μ έκοψες παλιά στην οντισιόν
γιατί δεν πούλαγα στο ευρύτερο κοινό

τα μηνύματα που λάμβανα
δεν τα είχα δώσει αξία
θα αλλάξει, επαναλάμβανα
μα καμία ευθιξία

ο δρομέας σε προσπέρασε
κι άμα θέλεις να τον φτάσεις
δυο ταχύτητες ανέβασε
το μετάλλιο πριν χάσεις

Μη μου υψώνεις τη φωνή στο διαπασών
για να γυρίσω και να παίξω στο μελό
θυμάσαι; μ έκοψες παλιά στην οντισιόν
γιατί δεν πούλαγα στο ευρύτερο κοινό

Η ΑΝΑΠΝΟΗ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Η ΙΔΙΑ

Στον ουρανίσκο να ακουμπά πάνω η γλώσσα σου
όταν τροχίζεις τα φωνήεντα της Κάσου
βροχές της Ρόδου να ξεπλένουν τα πνευμόνια σου
και την καμπύλη να φροντίζεις της Καρπάθου

Στα δυο σκουπίδια το ένα πάντα είναι σκόπιμο
γιατί συμβάλλει στην αρχή κάτι καινούργιου
συγχωροχάρτια νοτισμένα και αδειόσημο
στα δόντια πρόσχημα λιανίζεται πανούργου

Η αναπνοή δεν είναι η ίδια
όταν εισπνέεις τα ταξίδια
κι όταν εκπνέεις τις λειψές επιστροφές
η προσμονή δεν είναι η ίδια
όταν σε βρίσκουν τα ταξίδια
δεμένο πάνω σε άγκυρες και σιδεριές

Στρωμένα πάνω στο περβάζι προς το άπειρο
αναπολούνε δυο εσώρουχα βρεγμένα
κλείσε τα μάτια και θα κλείσω το παράθυρο
πριν τα κολλήσεις στις καμπύλες σου για μένα

είναι οι στάσεις πιο βαριές απ τα ταξίδια σου
Και τα μοτέλ πάντα πιο βρώμικα απ το δρόμο
οι αχθοφόροι λες πως είναι τα βαρίδιά σου
κι οι άδειοι δρόμοι σε γεμίζουνε με τρόμο

Η αναπνοή δεν είναι η ίδια
όταν εισπνέεις τα ταξίδια
κι όταν εκπνέεις τις λειψές επιστροφές
η προσμονή δεν είναι η ίδια
όταν σε βρίσκουν τα ταξίδια
δεμένο πάνω σε άγκυρες και σιδεριές

ΠΕΡΙΣΤΥΛΙΑ

Με το νερό ως το γόνατο
στη λίμνη περπατάω
μα κοίτα, όταν σε σκέφτομαι
βαθαίνει ό,τι αγαπάω
και ξάφνου δεν πατάω
πνίγομαι, κολυμπάω
βοήθεια δεν ζητάω

εμπιστεύσουμε ξανά
όποιος αγαπά πληγώνει
μα η πληγή του μοναχά
τον καθένα απογειώνει
κάθε στόχος που κοιτώ
έχει τη δική σου θέα
γράφω για να σου μιλώ
ζω να σου κρατώ παρέα

με το νερό ως το γόνατο
ρηχότητας κοχύλια
μα ξάφνου όταν σε σκέφτομαι
βαθαίνει η λίμνη μίλια
Σοφίας περιστύλια
κοιτάσματα, μαντήλια
μου κρύβεις μύτη, χείλια

εμπιστεύσουμε ξανά
όποιος αγαπά πληγώνει
μα η πληγή του μοναχά
τον καθένα απογειώνει
κάθε στόχος που κοιτώ
έχει τη δική σου θέα
γράφω για να σου μιλώ
ζω να σου κρατώ παρέα

ΖΩΗ

Σαν βάρκα που σέρνει την άγκυρά της
εκείνη επιμένει στον έρωτά της
φουσκώνει ο αέρας το μαύρο πανί της
σκαλώνει στα βράχια συνέχεια η ζωή της

Ζωή, χάρισε της μια νέα αγάπη
να νιώσει βαθιά της πως σκίρτησε κάτι
ζωή, κοίμισε με, και ξύπνα με μόνο
αν ψάξει για μένα εκείνη στον πόνο


Χριστός που ανασταίνεται με το Σταυρό του
στην πλάτη, βαραίνει ο καημός του ασώτου
σημείο συνάντησης πριν απ το νήμα
σαλπάρω για πάντα μ ετούτο το ποίημα

Ζωή, χάρισε της μια νέα αγάπη
να νιώσει βαθιά της πως σκίρτησε κάτι
ζωή, κοίμισε με, και ξύπνα με μόνο
αν ψάξει για μένα εκείνη στον πόνο

ΚΡΙΜΑ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕΣ ΑΡΓΑ

Χρόνια ψάχνεις να τσεκάρεις
οδηγέ, το βέλος του
όποιον δρόμο και να πάρεις
οδηγεί στο τέλος του

κρίμα που πέθανες αργά
γιατί είχες τόσα να προσφέρεις
μα χρειαζόσουν τα μισά
χρόνια για να τα καταφέρεις

χρόνια ψάχνεις τη μεζούρα
που αβγατίζει τις ζωές
τα πολλά είναι χασούρα
αν δεν γέννησαν στιγμές

κρίμα που πέθανες αργά
γιατί είχες τόσα να προσφέρεις
μα χρειαζόσουν τα μισά
χρόνια για να τα καταφέρεις

ΤΙ ΝΑ ΤΟΝ ΚΑΝΩ ΤΟΣΟ ΕΑΥΤΟ

Όταν δεν κλείνουν από μέσα οι πληγές
πάντα ανοίγουν σε ανύποπτες στιγμές
τις δένεις πρόχειρα με γάζες βρωμερές
γιατί πονάν οι αληθινές οι γιατρειές

τι να τον κάνω τόσο εαυτό
αν δεν μπορώ στα δυο να μοιραστώ
να με τσακίζεις να σε συγχωρώ
και να σου δίνω γη και ουρανό

τι να τον κάνω τόσο ωκεανό
όταν σε δύο μέτρα κολυμπώ
μυαλό που δεν χωράει το μικρό
στενεύει απ το υπερβολικό

Όταν δεν κλείνουν από μέσα οι πληγές
αφήνεις λίγη αναπνοή για τις στιγμές
να ανασαίνουν οι αναμνήσεις οι παλιές
να μην ζητούν τυραννικές επιστροφές

ΕΜΦΥΛΙΟΣ

Τα πρόβατα δεν βγάζουν γάλα
τα γαϊδούρια δεν γεννούν
οι βόμβες σκιάξαν τα βουβάλια
τα περιστέρια δεν πετούν
τα περιστέρια δεν πετούν

δεν έχω σπίτι πια να μένω
οι αποδείξεις στη φωτιά
μα έχω μια μνήμη να πηγαίνω
στης αμνησίας την καρδιά
στην αμνησίας την καρδιά

γέμισαν τάλιρα τα ντέφια
μα η αρκούδα όλο χρωστά
δεν ήμασταν ποτέ αδέλφια
πάντα εχθροί κι αντικριστά
πάντα εχθροί κι αντικριστά

δεν έχω σπίτι πια να μένω
οι αποδείξεις στη φωτιά
μα έχω μια μνήμη να πηγαίνω
στης αμνησίας την καρδιά
στην αμνησίας την καρδιά

ΜΙΚΡΟΥΛΑ

Με βρήκες με καρδιά αχινού
και μ έφτασες πιο κάτω
μα ανδρός και υπεύθυνου γονιού
πάσα αρχή παυσάτω

μπορεί οι μεγάλες διαφορές
να φτιάχνουν το χαρμάνι
με πιάσαν όμως οι ενοχές
και φεύγω μάνι μάνι

πνευματικό δικαίωμα
μόνο ενεργοποιείται
του κλέφτη όταν το χρέωμα
το οικειοποιείται

με φίλησες και λύσσαξα
τα χείλη σου αλμύρα
μικρούλα κι αν σε βύζαξα
στάλα χαρά δεν πήρα

με τύλιξες στα χέρια σου
γιατί μ άφησε άλλη
σε έφτασα στ αστέρια σου
μα αρχίζει η πτώση πάλι

το ξέρεις σε συμπάθησα
δε ψάχνω για λιμάνι
μία μονάχα αγάπησα
κι ειλικρινά μου φτάνει

ΘΑ ΠΩ ΣΥΓΝΩΜΗ ΠΑΛΙ

Θα πω συγνώμη πάλι
σε πέρασα για κάποια άλλη
για κάποια με υψηλά ιδανικά
θα πω συγνώμη πάλι
σε πέρασα για κάποια άλλη
που δάκρυζε με λόγια λυρικά

η λάμψη του Σειρίου
στη φωνή της Αλεξίου
τα χάδια κατευθείαν στην καρδιά
των λόγων οι μαλάξεις
πως άντεξες ν αλλάξεις
δε βρίσκω πια απάντηση καμιά

θα πω συγνώμη πάλι
που επέστρεψα σ αυτό το χάλι
χρεώνοντάς σου άδικες ποινές
θα πω συγνώμη πάλι
γιατί όποτε μας φταίνε οι άλλοι
δικές μας συγκαλύπτουμε πληγές

η λάμψη του Σειρίου
στη φωνή της Αλεξίου
τα χάδια κατευθείαν στην καρδιά
των λόγων οι μαλάξεις
πως άντεξες ν αλλάξεις
δε βρίσκω πια απάντηση καμιά

ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΟΡΙΣΜΟ

Ρωτώντας πας στην Πόλη και τσατίζεις το θεό
ρωτούν κι οι Σταυροφόροι για έναν τόπο βιβλικό
ρωτώντας πας στον Άδη και τη γνώση ξεπερνάς
στο φως και στο σκοτάδι με ίδιο βήμα περπατάς

Όλη η ζωή μας μια ορμή, να βρούμε τι αξίζει
μία χειρουργική τομή σε κάθε ουσιαστικό
μα τελικά υπερτερεί ότι μας περιορίζει
κι ότι χτυπάει το καρφί στον βολικό Σταυρό.

Η ανάγκη κτίζει γέφυρες και φτιάχνει αεροδρόμια
για να πετούνε οι ψυχές, να φεύγουν από εδώ
μα οι αυθεντίες χάλασαν χιλιάδες σταυροδρόμια
φτιάχνοντας δρόμους γραμμικούς, χωρίς προορισμό

Όλη η ζωή μας μια ορμή, να βρούμε τι αξίζει
μία χειρουργική τομή σε κάθε ουσιαστικό
μα τελικά υπερτερεί ότι μας περιορίζει
κι ότι χτυπάει το καρφί στον βολικό Σταυρό.

ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΙΣΧΥΡΩΝ

Λίγο πριν πάρω τη δουλειά
που κύκλωσα στην αγγελία
απ τη φανέλα με τραβά
και μ ανατρέπει μια μαφία

ο διαιτητής δεν βλέπει τίποτε
παράβαση καμιά
φωνάζει «παίζετε» και
ψάξε για καμιά άλλη δουλειά

Υπέρ των ισχυρών που κάνουν παραβάσεις
σφυρίζονται διαρκώς οι αμφισβητούμενες οι φάσεις
υπέρ των δυνατών των διαιτητών τα λάθη
κι ο μαύρος των αμνών θα σφάζεται μέχρι να μάθει

λίγο πριν πάρω τη δουλειά
με τα 600 μόριά μου
μου βάζουν μια τρικλοποδιά
και μ ανατρέπουν στη γραμμή

δε δίνει πέναλτι αλλά,
βρίσκω από πάνω το μπελά μου
για όσα του «σέρνω» στη σειρά
κερδίζω μια αποβολή

Υπέρ των ισχυρών που κάνουν παραβάσεις
σφυρίζονται διαρκώς οι αμφισβητούμενες οι φάσεις
υπέρ των δυνατών, των διαιτητών τα λάθη
κι ο μαύρος των αμνών θα σφάζεται μέχρι να μάθει

ΤΩΡΑ

Τώρα που βρήκα ένα κοινό
μικρό κι εκλεπτυσμένο
φοβάμαι τούτο το σταθμό
που φεύγει πριν το τρένο
που φεύγει πριν το τρένο

τώρα που βρήκα ένα βουνό
να με κρατά δεμένο
γυρεύω κι έναν αϊτό
για στίχους πεινασμένο
για στίχους πεινασμένο

τώρα που βρήκα μια φωνή
γεμάτη πεδιάδες
θα φτιάξω λόφους με σιωπή
και ποταμούς λογάδες
και ποταμούς λογάδες

τώρα που βρήκα μια ψυχή
που θέλει να πονέσει
θα κάνω λάθη απ την αρχή
όσα η καρδιά χωρέσει
όσα η καρδιά χωρέσει

ΟΙ ΛΕΞΙΚΟΓΡΑΦΟΙ

Στο κοίλο του αντίχειρα, ροή αποτυπωμάτων
του μίσους τα επίχειρα των λόγιων αγαλμάτων
η σκόνη φτιάχνει γράμματα στο κάτασπρο μελάνι
κι η πένα τα χαράματα το ζύγισμά της χάνει

των λεξικογράφων δεν μ αρέσουν τα ελληνικά
γιατί δεν είναι όρος τεχνικός η μοναξιά
των λεξικογράφων δεν μ αρέσουν τα ελληνικά
γιατί δεν τα μιλούνε βουτηγμένα στην καρδιά

αν είσαι ελεύθερος μα όχι πολιορκημένος
σε μια αόρατη απόχη θα ξυπνάς μπλεγμένος
σε μια ανούσια θα τριγυρνάς ελευθερία
στα επιούσια της σκλαβιάς θα ψάχνεις σωτηρία

ΙΔΕΟΓΡΑΜΜΑ

Δεν το είχα, ούτε το έβαλα στο πρόγραμμα
και κινέζικα δεν πρόκειται να μάθω
ξέρω πως δε μ αφορά το ιδεόγραμμα
μα το είδα κι ιστορίες πάλι πλάθω
μα το είδα κι ιστορίες πάλι πλάθω

Σου ζητάει η καρδιά να βρεις το δρόμο σου
να φωτίσεις για να ξέρει που πατάει
μα αυτό το τατουάζ πάνω στον ώμο σου
μια αλήθεια κι ένα ψέμα κουβαλάει
μια αλήθεια κι ένα ψέμα κουβαλάει

δεν αντέχει η ζυγαριά, χωρίς αντίβαρο
δεν περίμενα μια πλάτη να διαβάζω
τσιγαράκι που δε άφησα αποτσίγαρο
με Κινέζους όλη μέρα κουβεντιάζω
με Κινέζους όλη μέρα κουβεντιάζω

ΤΑ ΣΤΟΜΑΤΑ ΞΕΧΝΑΝΕ

Τα στόματα ξεχνάνε τα πρόσωπα μιλούν
τα δάκρυα κυλάνε σε μάγουλα που ακούν
τα στόματα κι αν πνίγουν γλυκές παραδοχές
κερκόπορτες ανοίγουν οι χαμηλές ματιές

μέχρι ένα σημείο πάμε κι ύστερα το αδύνατο
μ ένα καημό γερνάμε, φλογερό κι ανίατο
μέχρι ένα σημείο πάμε κι ύστερα επιστρέφουμε
σ όσα ζήσαμε γυρνάμε και τα καταστρέφουμε

τα χείλη μου γελούν, το πρόσωπό μου κλαίει
ρυτίδες που τολμούν όσα η μιλιά δε λέει
πηγάδια των ματιών στα πράσινα νερά σας
νεράιδες των φρυδιών μεθούν στο κοίταγμά σας

μέχρι ένα σημείο πάμε κι ύστερα το αδύνατο
μ ένα καημό γερνάμε, φλογερό κι ανίατο
μέχρι ένα σημείο πάμε κι ύστερα επιστρέφουμε
σ όσα ζήσαμε γυρνάμε και τα καταστρέφουμε

ΣΤΗ ΝΕΡΟΤΡΙΒΗ

Στη νεροτριβή να πλύνεις τα προικιά σου
άλλαξε η ζωή μα όχι κι η δικιά σου
πόθος ορεινός τα στήθια σου γεμίζει
και αλλοτινός αέρας σε δροσίζει

στη νεροτριβή, καρδιά μου προκομμένη
πλένεις το χαλί που η μάνα σου υφαίνει
στο άγριο νερό που τρέχει χειμαρρίσιο
στο πλατάνι ζει, το τέρας το βουνίσιο

στη νεροτριβή, παρέα με νεράιδες
ρόζοι τρυφεροί, θλιμμένες μαντινάδες
το τραγουδιστό κελάρυσμα μιμήσου
στη μαρμαρυγή και στ όνειρο ξεντύσου

στη νεροτριβή, στην άσημη δριστέλλα
ξύλινη φωνή θεριεύει α καπέλα
λένε οι στροφές πως κούρασες τα χέρια
σε άδικες βρωμιές που βγαίνουν με μαχαίρια

ΟΙ ΑΣΦΑΛΕΙΣ ΜΟΥ ΕΠΙΛΟΓΕΣ

Τα ναρκοπέδια της ζωής
για να μπορέσεις να διαβείς
πρέπει να νιώσεις μια σταλιά ανασφαλής
νά ναι τα πόδια σου ελαφρά
απ τα ταξίδια τα πολλά
από τις ήττες νά χει αγάπη η καρδιά

οι ασφαλείς μου επιλογές
δεν ήταν πάντα οι σωστές
ήταν ψυχρές και πάντα υπολογιστικές
καρδιά μου, μού λεγες τι θες
μα εγώ δε σ άκουγα και δες
είναι αργά, πολύ αργά γι ανατροπές

βαριές που είναι οι συμβουλές
όταν στις δίνουν κι ελαφρές
όταν εσύ τις δίνεις δίχως να το θες
μια ανηφόρα με στροφές
τελειώνει πάντα σε χαρές
αλλού τα χιόνια είναι
κι αλλού είναι οι πηγές

οι ασφαλείς μου επιλογές
δεν ήταν πάντα οι σωστές
ήταν ψυχρές και πάντα υπολογιστικές
καρδιά μου, μού λεγες τι θες
μα εγώ δε σ άκουγα και δες
είναι αργά, πολύ αργά γι ανατροπές

Ο ΠΙΟ ΓΛΥΚΟΣ ΠΕΡΙΣΠΑΣΜΟΣ

Ο πιο γλυκός περισπασμός
είναι ο μονόχνοτος καιρός
είναι η βροχή κι ουρανός
και τα παιχνίδια του φωτός

λιγάκι αν αφαιρεθείς
σαν το παιδί θα ξαναδείς
τα καλοκαίρια μιας ζωής
ξυπνούν σαν ονειροπολείς

στο χρόνο άνοιξε σχισμές
να ταξιδεύεις μια στο χθες
και μια στο αύριο που θες
σε δρομολόγια εξπρές

ΜΗΝ ΞΥΠΝΑΣ

Έκανες και ένα λάθος , σωστό
μια ατασθαλία
σού πε η καρδιά σου όμως σ ευχαριστώ
για τη μαγεία

μην ξυπνάς, μην τους ακούς, θέλουν τον ύπνο σου γι αυτούς
μην ξυπνάς, παρά όταν πια, όλα ξυπνούν αυθεντικά

της ευτυχίας γεννούν τις στιγμές
λάθη και τόλμη
οι παρεκκλίσεις απ το προφανές
δίχως συγνώμη

μην ξυπνάς, μην τους ακούς, θέλουν τον ύπνο σου γι αυτούς
μην ξυπνάς, παρά όταν πια, όλα ξυπνούν αυθεντικά

σου λένε ξύπνα, κοιμήσου εννοούν
στην αγκαλιά μας
μην κάνεις λάθη γιατί σε ξυπνούν
απ τα όνειρά μας

μην ξυπνάς, μην τους ακούς, θέλουν τον ύπνο σου γι αυτούς
μην ξυπνάς, παρά όταν πια, όλα ξυπνούν αυθεντικά

ΜΕΛΙΣΣΙΑ

Μια λακ και μαλλιά φουσκωμένα
γιορτές, αποφοίτηση, γάμοι
τα κέικ μισοτελειωμένα
κι η σόμπα Νοέμβρη ν ανάβει

σειρά σου, φυλάς, να κρυφτούμε
πριν πέσει η πρώτη εφηβεία
και βίαια επιστρατευτούμε
από τις γιαγιάδες, Σοφία

Μια φορά θα αγαπήσεις σε μια ολόκληρη ζωή
και μετά θα έχουν όλα ειπωθεί
όλα τα άλλα απομιμήσεις, γνώριμοι προορισμοί
του ταυτόσημου η άσπλαχνη αρχή

θ ακούσεις τον Μπαχ με το ζόρι
κι εγώ το άρθρο στο ριζοσπάστη
αν ήμουν το πρώτο σου αγόρι
δε θα χα καρδιά απεργοσπάστη

μελίσσια οι μνήμες, κουράγια
βουίζει η καρδιά απ το μεθύσι
Σεπτέμβρη δεν θα πρεπε μα, για…
Ιούνη να μ είχες αφήσει

Επτά αποτσίγαρα βράδια
σωμάτων καιόμενοι βάτοι
δυο ευτυχισμένα ρημάδια
σε ιπτάμενο μαύρο κρεβάτι

Μια φορά θα αγαπήσεις σε μια ολόκληρη ζωή
και μετά θα έχουν όλα ειπωθεί
όλα τα άλλα απομιμήσεις, γνώριμοι προορισμοί
του ταυτόσημου η άσπλαχνη αρχή

Η ΜΕΡΑ ΠΟΥ ΘΑ ΑΙΣΘΑΝΘΕΙΣ

Κάποτε θα ρθεί η μέρα που θα αισθανθείς
ήλιος με βροχή, θα θέλεις να εξαφανιστείς
τίποτα ξανά δε θά ναι ίδιο όπως χθες
θα εξεγερθούν όσα δεν τόλμησες να θες

Οι μνήμες θα σβηστούνε μονομιάς
λαμπάδες που τις σβήνει ο βοριάς
για νά ρθει μια παντοτινή λαμπρή
σ αυτήν που το παρόν θ αναστηθεί

δρομολόγια που θά χουνε καταργηθεί
κεντρικοί σταθμοί που δε θα είναι ανοιχτοί
πλοία και νησιά που δεν θα υπάρχουν πουθενά
βαρυχειμωνιά που δε συνήθισε η καρδιά

οι μνήμες θα σβηστούνε μονομιάς
λαμπάδες που τις σβήνει ο βοριάς
για νά ρθει μια παντοτινή λαμπρή
σ αυτήν που το παρόν θ αναστηθεί

Η ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ

Τη συμβουλεύει πώς να σφίξει την πλεξούδα
να βγει στο φως να ανασάνουν τα μαλλιά
η παναγιά λέει στη μητέρα του Ιούδα
πως η φιλία της, της μένει τώρα πια

η μάνα του Ισκαριώτη απαντάει
πως δε θυμάται τον πατέρα του παιδιού
μα ένα κρίνο μαύρο να μοσχοβολάει
και να γεμίζει η κοιλιά φτερά αϊτού

γριές κι οι δύο μα πιο γέρικη η βεντάλια
που τη μοιράζονται στις ζέστες τις σφικτές
φορούν τις νύκτες των καρπών τους τα σανδάλια
κι αναβιώνουν τα καρφιά και τις θηλιές

ΕΠΙ ΠΤΩΜΑΤΩΝ

Εσύ δε ξέρεις τι σου βρίσκω
και τι απάνω σου μου αρέσει
ο τρόπος που κρατάς το δίσκο
έχει με όλα ετούτα σχέση

μ αρέσει δίχως να με βλέπεις
απ τη γωνιά να σε κοιτάζω
στην αλεπότρυπα που μπαίνεις
σαν κυνηγός να σε αρπάζω

Μια πετριά πα στο κεφάλι
άνοιξε ο πόλεμος και φέρνει
αργεί ο φρόνιμος να σφάλει
μα όταν σφάλει κακά σπέρνει


αυτή η πλημμύρα στα μαλλιά σου
είναι το μαύρο που με φτιάχνει
μα η ξανθομάλλα η ματιά σου
με ζημιώνει σαν με ψάχνει

πρώτα ανταμώσανε οι φωνές μας
κι άνοιξαν δρόμους των σωμάτων
πατούν οι αδέσποτες ψυχές μας
για να ενωθούν επί πτωμάτων

Μια πετριά πα στο κεφάλι
άνοιξε ο πόλεμος και φέρνει
αργεί ο φρόνιμος να σφάλει
μα όταν σφάλει κακά σπέρνει

ΑΝ ΔΕ ΣΕ ΒΛΑΨΕΙ Ο ΕΑΥΤΟΣ ΣΟΥ

Μου λες πως στήνεις ένα κόλπο
που το προφίλ σου θα εκτοξεύσει
κι ύστερα φεύγεις για ένα τόπο
που οι λωποδύτες έχουν "δέσει"

τους δίνεις φούσκες τις φουσκώνουν
και όταν σκάσουνε μαζεύεις
του ισοζυγίου τους τον πόνο
με τα λεφτά τους που δεσμεύεις

Αν δε σε βλάψει ο εαυτός σου
κανείς δε θα σε τιμωρήσει
σ αυτή τη χώρα ο εχθρός σου
είναι η αδύναμή σου φύση

αν δε σε βλάψει ο εαυτός σου
κανείς δε θα σε ακουμπήσει
είναι ο αιώνιος σύμμαχός σου
ο "καθαρός" που θα σιωπήσει


Μα δε θα έχεις τη σιωπή μου
την υποστήριξή μου παίρνω
θα προστατεύσω την τιμή μου
κι όπου σε βρίσκω θα σε δέρνω

υπάρχουν άνθρωποι και τρόποι
δύο λογιών και μια ευθύνη
τον έναν νοιάζει το»σιρόπι»
τον άλλον πίσω ό,τι αφήνει

Σάββατο 28 Αυγούστου 2010

ΧΡΟΝΕ

Η αγάπη γεμίζει τις άδειες στιγμές
και γλυκά φωσφορίζει με στέρεες σιωπές
είναι νόθο του έρωτα, παρατημένο
από άκαρπους πρόσφυγες, υιοθετημένο

Χρόνε, γιάτρεψες τον πόνο, κι ήρθαν χρόνια ήμερα
να γιατρέψω εσένα μόνο, χρόνε, θέλω σήμερα
χρόνε, γιάτρεψες τον πόνο, τη γλυκιά του μαχαιριά
να γιατρέψω εσένα μόνο, κι ας μαχαιρωθώ ξανά

Είναι ο έρωτας μια μεταξένια τριβή
ό,τι πάντα γιορτάζει, μ ό,τι πάντα πενθεί
το μυστήριο που κρύβει μια φθαρμένη ψυχή
το σκοτάδι σ ότι έχει καλά φωτιστεί

Χρόνε, γιάτρεψες τον πόνο, κι ήρθαν χρόνια ήμερα
να γιατρέψω εσένα μόνο, χρόνε, θέλω σήμερα
χρόνε, γιάτρεψες τον πόνο, τη γλυκιά του μαχαιριά
να γιατρέψω εσένα μόνο, κι ας μαχαιρωθώ ξανά

ΦΙΛΜ ΝΟΥΑΡ

Ζούνε κάπου μεταξύ του απείρου και μηδέν
σ ένα άσμα σαν ζωή χωρίς όμορφο ρεφρέν
ζούνε σ ένα φιλμ νουάρ που πεθαίνει ο τρυφερός
από «μπόμπα» σ ένα μπαρ που του κέρασε ο καιρός

Δώσε καλά γεράματα ουρανέ
στους σαστισμένους πρίγκιπες του προδομένου «ναι»
σε όσους διατέθηκαν σε μια αποστολή
και τη ζωή αποδέχτηκαν χωρίς ανταμοιβή

Ζούνε κάπου μεταξύ αφθαρσίας και φθοράς
της καινούργιας εποχής, της παλιάς τους γειτονιάς
ζούνε κάπου μεταξύ πρώτου ορόφου και γκαζόν
το ασανσέρ τους απωθεί και οι κώλοι τους, τους «τρων»

Δώσε καλά γεράματα ουρανέ
στους σαστισμένους πρίγκιπες του προδομένου «ναι»
σε όσους διατέθηκαν σε μια αποστολή
και τη ζωή αποδέχτηκαν χωρίς ανταμοιβή

ΤΟ ΦΙΔΙ ΠΟΥ ΤΗΝ ΕΥΑ ΑΠΟΠΛΑΝΑ

Πάρε, αυτό που σου χρωστάνε, δανεισμένο
είναι το νομοσχέδιο σχεδόν τελειωμένο
οι κρατικές οι παροχές γίνανε δάνεια
μηχανισμός που βγάζει κέρδη απ την αδράνεια

πάρε πάρε πάρε πάρε, ΔΩΣΕ ΔΩΣΕ ΔΩΣΕ ΔΩΣΕ
πάρε, πάρε πάρε πάρε, ΔΩΣΕ ΔΩΣΕ ΔΩΣΕ ΔΩΣΕ

Το φίδι που την Εύα αποπλανά είναι ο πρώτος τραπεζίτης
το μήλο ήταν δάνειο απλά κι ο «σατανάς» τόκων προφήτης

Σου ζαλίζουν τις ανάγκες και σου λένε
«όλα σ ένα», καν τους μάγκες, αλλιώς τρέμε
παγωμένοι οι μισθοί κι η εργασία
για να μπεις στου τραπεζίτη την ομηρία

πάρε πάρε πάρε πάρε, ΔΩΣΕ ΔΩΣΕ ΔΩΣΕ ΔΩΣΕ
πάρε, πάρε πάρε πάρε, ΔΩΣΕ ΔΩΣΕ ΔΩΣΕ ΔΩΣΕ

Το φίδι που την Εύα αποπλανά είναι ο πρώτος τραπεζίτης
το μήλο ήταν δάνειο απλά κι ο «σατανάς» τόκων προφήτης

ΤΟ ΜΑΝΤΗΛΙ

Ένα μαντίλι έσφιξε ο θεός στα μάτια του ανθρώπου
τον έπιασε απ τους ώμους και τον έστριψε
κύκλους να κάνει σβουριχτούς, αιώνια κι επιτόπου
του κάπνισε το βλέμμα και τη γόπα έσβησε

Πήρε ο χρόνος να κινά στο πορφυρό ρολόι
και να ασπρίζουν τα μαλλιά του Αραράτ τα χιόνια
η Παναγιά προσθέτει φως στο άγριο μοιρολόι
ήτανε δύσκολη η ζωή μα γίναν και τα χρόνια

Τώρα στις πλάτες τις ατροφικές στοιβάζουν
μια αραχνιασμένη απ το μέλλον πολιτεία
μια αποθήκη που από χθες μας τουλουμιάζουν
φτιάχνει τη νέα εθνική λιποψυχία


Σπάει σε χίλια μέρη των καρπών η αλυσίδα
και σαν καδένες στο λαιμό, στρατιές φοριούνται
έπεσε πάνω στη σπορά θέρμη και ακρίδα
και τα ζιζάνια της αυγής αποκοιμιούνται

Ποιος θα ξελύσει ετούτο τα μαβή μαντήλι
να γίνει πάλι οπτική η τρικυμία
σκίσαν τα μάγουλα οι εχθροί, ράψαν τα χείλη
και ο ιδρώτας τους βρωμάει αναλγησία

ΤΑ ΖΩΑ ΜΟΥ ΑΡΓΑ

Στη χώρα αυτή τα πάντα δρουν νομοτελειακά
αρχή και τέλος μας αρκούν, η μέση πουθενά
το φρούτο πριν σαπίσει πέφτει, τα ζώα μου αργά
και ο Γιωργάκης περιμένει το δώρο απ τη μηλιά
τα ζώα μου αργά, τα ζώα μου αργά, τα ζώα μου αργά, τα ζώα μου αργά

Όλα γίνονται έτσι κι αλλιώς
για ό,τι θες υπάρχει ο καιρός
λίγο πριν να κλείσεις τα 80
μικρέ θλιμμένε, απερίσκεπτε
θα δεις πως τά χεις κάνει όλα
χωρίς να έχεις κάνει τίποτε

Στη χώρα αυτή τα πάντα δρουν νομοτελειακά
της ιστορίας το δοκούν μας πάει πιο μπροστά
ακόμα κι η χοληστερίνη, βαριέται και περνά
κι η μυωπία σε αφήνει να βλέπεις καθαρά
τα ζώα μου αργά, τα ζώα μου αργά, τα ζώα μου αργά, τα ζώα μου αργά

Όλα γίνονται έτσι κι αλλιώς
για ό,τι θες υπάρχει ο καιρός
λίγο πριν να κλείσεις τα 80
μικρέ, θλιμμένε, απερίσκεπτε
θα δεις πως τά χεις κάνει όλα
χωρίς να έχεις κάνει τίποτε

ΣΤΗΣΕ ΜΕ ΞΑΝΑ ΣΤΗ ΣΕΝΤΡΑ

Δείξε μου ένα δρόμο, θεέ μου, να γυρίσω πίσω
μια πορτούλα άνοιξέ μου, το παρόν ν αφήσω
δεν χτυπούν στο κινητό μου τα μηνύματά της
στα εισερχόμενα ενός χρόνου λείπει τ΄ όνομά της

Ο τραγουδιστής ζηλεύει, την παράσταση που κλέβει
στο ζεϊμπέκικο, θεέ μου, κείνος που χορεύει
στήσε με ξανά στη σέντρα, στρίψε με να βρω τα μέτρα
του ζεϊμπέκικου σταυρού μου, κουβαλώ την πέτρα

Παραιτήσου άγγελέ μου, πριν σε απολύσω
φύλακά μου και εχθρέ μου για να ξεκολλήσω
δεν κυλάει αυτή η μέρα η χορταριασμένη
για ένα βήμα παραπέρα, χρόνια φόρα παίρνει

Ο τραγουδιστής ζηλεύει, την παράσταση που κλέβει
στο ζεϊμπέκικο, θεέ μου, κείνος που χορεύει
στήσε με ξανά στη σέντρα, στρίψε με να βρω τα μέτρα
του ζεϊμπέκικου σταυρού μου, κουβαλώ την πέτρα

ΑΞΙΑ

Υπάρχουν κάποια είδη πεταλούδας
που ζούνε στη διάρκεια δυο φιλιών
αυτού που κληρονόμησε ο Ιούδας
κι εκείνου των στερνών των ασπασμών

Ρίξτε τον Ιούδα Χριστιανοί
στην πυρά με τη Μαγδαληνή
τις χαρές του βρώμικου κορμιού
και κάθε αξία

πείτε μου ο θεός τι εννοεί
σαν αφήνει να συσχετιστεί
η χαρά κι η έννοια του φιλιού
με προδοσία

υπήρχαν κάποια είδη αποστόλων
που δεν σκεφτότανε «ποιμενικά»
θυσίασε ο Χριστός τον πρώτο όλων
για να πιστέψει όποιος ερευνά

ρίξτε τον Ιούδα Χριστιανοί
στην πυρά με τη Μαγδαληνή
τις χαρές του βρώμικου κορμιού
και κάθε αξία

πείτε μου ο θεός τι εννοεί
σαν αφήνει να συσχετιστεί
η χαρά κι η έννοια του φιλιού
με προδοσία

ΣΤΗΝ ΠΗΓΗ ΠΟΥ ΘΕΣ ΝΑ ΦΤΑΣΕΙΣ

Ένα βήμα πριν το τέλος η απόσταση γεννά
στόχους ξένους για το βέλος πού χες ρίξει πιο παλιά
ένα βήμα πριν το «κάτι παραπάνω στη ζωή»
ξεψυχά το μονοπάτι και μακραίνει η στροφή

στην πηγή, στην πηγή, στην πηγή
που θες να φτάσεις,
να σαι έτοιμος σαν φτάσεις
να διψάσεις πιο πολύ
στην πηγή, στην πηγή, στην πηγή
που θες να φτάσεις,
το νερό δε θα χορτάσεις
αν δεν έχεις ήδη πιει

ένα βήμα πριν το νήμα ο δρομέας συναντά
την παραμυθένια «πρύμνα» που «ανέκρουσε η καρδιά»
ένα βήμα πριν το κόψιμο του γόρδιου δεσμού
συναντά κανείς το όψιμο ενδιαφέρον του κοινού

στην πηγή, στην πηγή, στην πηγή
που θες να φτάσεις,
να σαι έτοιμος σαν φτάσεις
να διψάσεις πιο πολύ
στην πηγή, στην πηγή, στην πηγή
που θες να φτάσεις,
το νερό δε θα χορτάσεις
αν δεν έχεις πιει κρασί

ΞΑΝΘΟΥΛΑ

Έχεις δυο παιδιά ξανθούλα
κι ένα τρίτο στα σκαριά
εγώ έχω μια κορούλα
που τη λένε μοναξιά
πήρε τα δικά σου μάτια
τα χυτά σου τα μαλλιά
κι ονειρεύεται κατάρτια
με ορθάνοιχτα πανιά

Δεν υπάρχει Δούρειος Ίππος
για την Τροία της καρδιάς
είναι αόρατος ο τοίχος
που υψώθηκε για μας
δεν υπάρχουν κερδισμένοι
σε μια μάχη σαν κι αυτή
ζωντανοί και πεθαμένοι
κλαίνε κάθε ανατολή


Ξεχωρίζεις σαν το δάκρυ
σε μιαν άνοιξη που ανθεί
κι αν δεν βγάζω απόψε άκρη
νιώθω κάτι πιο βαθύ
απ τη λογική, τους λόγους
που σε πράξεις μας ωθούν
η παρόρμηση έχει νόμους
που με δάκρυα μας μιλούν

Δεν υπάρχει Δούρειος Ίππος
για την Τροία της καρδιάς
είναι αόρατος ο τοίχος
που υψώθηκε για μας
δεν υπάρχουν κερδισμένοι
σε μια μάχη σαν κι αυτή
ζωντανοί και πεθαμένοι
κλαίνε κάθε ανατολή

ΣΚΥΤΑΛΗ

Σβήνε το φως όποτε βγαίνεις απ το σπίτι
και μην αφήνεις την τηλεόραση «σταντ μπάι»
φώναξε: «όχι στα εργοστάσια λιγνίτη»
μέχρι εδώ, ο κόσμος όλος προχωράει

ψήφιζε, όχι για να σε βολέψουν κάπου
μα για να σε ξεβολέψουν αν δεν αξίζεις
είναι η θέση που κρατάς κάποιου αδυνάτου
πιο ικανού από σένα που τον περιορίζεις

νιώσε ευθύνη για τα ζώα και τα δάση
υπάρχει νόημα κανείς για ν αντιδράσει
γεννιέται μια συνθετική φιλοσοφία
μια νέα πίστη που θα αλλάξει κάθε αξία

μη διαχωρίζεις σε λοιπούς και οικολόγους
μα σε ευαίσθητους και συμφεροντολόγους
είναι αγώνας που αξίζει η οικολογία
αρκεί μονάχα να μη μείνει θεωρία

ζούμε την πιο πολιτική εποχή που υπήρξε
μπες στο παιχνίδι, τον ηγέτη πού σαι δείξε
γίνε πολίτευμα, πρωθυπουργός και χώρα
ατομική ευθύνη, θέλει ετούτη η μπόρα

κι αν δεν αλλάξαμε για αιώνες τα μυαλά μας
κι αν τα ελαττώματα μας βγήκαν στα παιδιά μας
υπάρχει τώρα μία νέα αφετηρία
ψάξ την σκυτάλη, αρχίζει η σκυταλοδρομία

ΣΚΟΡΠΙΟΙ

Πόσοι χωράνε από μας σ αυτήν την τρύπα
το γκρεμισμένο είναι πλέον ασφαλές
πυροτεχνήματα και βόμβες, άγρια νύχτα
γλυκά φωτίζουν του ουρανού τις ενοχές

Στο πρώτο πρόβλημα, θεέ, που θα λύσεις
θα είμαι εκεί για να σου το αναγνωρίσω
κι αν αυθαδίασα μη με τιμωρήσεις
γιατί από χρόνια προσπαθώ να σ εκνευρίσω

Σκορπιοί των άκρων που τραβούν διελκυστίνδα
και παριστάνουν τους νεκρούς για να σωθούν
νιώθω ένα πρήξιμο, μα τσίμπημα δεν είδα
στα Ιεροσόλυμα οι σκορπιοί σε ευλογούν

Στο πρώτο πρόβλημα, θεέ, που θα λύσεις
θα είμαι εκεί για να σου το αναγνωρίσω
κι αν αυθαδίασα μη με τιμωρήσεις
γιατί από χρόνια προσπαθώ να σ εκνευρίσω

ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ ΑΡΑ… ΥΠΑΡΧΕΙΣ

Γράψε μου ένα χρονικό
για τον έρωτα, καρντάση
που δεν είχε φονικό
στην καλύτερή του φάση

έλα γλύψε την πληγή
που δεν νίκησε το δέρμα
δώσε τόπο στην οργή
έστριψε ο θεός το κέρμα

σκέφτομαι άρα υπάρχεις
ξεψυχώ ζωή για να χεις
είσαι η παράλληλός μου
ζω χωρίς κέντρο του κόσμου

η ζωή είναι μεγάλη
μα ο δρόμος λιγοστός
οι ασκήμιες και τα κάλλη
είναι απλά το «πίσω μπρος»

είναι επίπεδη η πλάση
κι ο μεσαίωνας σοφός
μας ξερόψησαν στην βράση
ο Δαρβίνος κι ο Θεός.

σκέφτομαι άρα υπάρχεις
ξεψυχώ ζωή για να χεις
είσαι η παράλληλός μου
ζω χωρίς κέντρο του κόσμου

ΣΗΜΑΙΑ ΚΙΤΡΙΝΗ

Στα μέρη τούτα, όσους λένε σ αγαπώ
τους στέλνει ο έρωτας λοστρόμους σε καράβι
που έχει πέσει σε χολέρα και λοιμό
και μια λυχνία στην ομίχλη πάντα ανάβει

οι πειρατές το βλέπουν και το προσπερνούν
και τα πουλιά δεν πλησιάζουν τα κατάρτια
στ άσπρα πανιά του οι καπνοί ιχνογραφούν
την άγρια σάρκα του νεκρού με τα άδεια μάτια

σημαία κίτρινη του έρωτα στο φως
προειδοποίηση στους ξένους και στους φίλους
πως είναι φάντασμα-ανθρώπου ο οδηγός
κι έχει παρέα του, του ύφαλου, τους σκύλους

ταξίδι, πρόσκαιρο, αταξίδευτο, στερνό
να γίνεις ψάχνεις αφορμή, «illuminati»
το ξίφος βγάζει τους αφρούς απ το σωρό
κι η ανάγκη κλέβει την ελπίδα από το μάτι

ΠΑΛΛΑΚΙΔΑ

Χθες αργά το βράδυ είδα
να με παρακολουθεί
μια θλιμμένη Παλλακίδα
μ ένα λιγοστό κερί

«είμαι η ζωή που κρύβεις
όταν ονειρεύεσαι
κάθε όνειρο που αφήνεις
για να μη δεσμεύεσαι

είμαι το αύριο που νοθεύει
του παρόντος το κρασί
και το χθες που ταξιδεύει
πέρα δώθε μια ζωή»

μού παιξε γυμνό σαντούρι
κι όταν σαγηνεύτηκα
μπήκε τάξη στο αχούρι
που καλοβολεύτηκα


είχε στήθος ζαρωμένο
μα το άγγιξα στο φως
βύζαξα το πεπρωμένο
κι ένιωσα μοναδικός

να ξεχάσουμε το βράδυ
που περάσαμε ζητά
πριν χαθεί μες στο σκοτάδι
κι ανανήψω εγώ ξανά

βεβαιότητες τσακίζει
λέει: «γεννήθηκαν μαζί
το κενό που δε γεμίζει
κι η χορτάτη αυτή στιγμή»

ΟΣΑ ΑΦΗΣΑΜΕ ΣΤΗΝ ΤΥΧΗ, ΘΑ ΜΑΣ ΒΡΟΥΝ

Να έχεις φίλους δίχως πράγματα να πεις
ή να χεις πράγματα να πεις, μα δίχως φίλους;
είναι στ αλήθεια μοιρασιά αυτή, ζωής;
ή ένα χάδι στης συνείδησης, τους σκύλους;

Όσα αφήσαμε στην τύχη, θα μας βρουν
και στο εδώλιο ενοχές θα ξετυλίγουν
«πού ναι οι άνθρωποι που αξίζαν θα μας πουν
και πως ανοίξαμε τις πόρτες για να φύγουν;»

Να έχεις πάντα ηρεμία και σιωπή
και να φοβάσαι κάθε υπόνοια προσδοκίας
σαν σχοινοβάτης που στην θλίψη ισορροπεί
για να μη πέσει στον γκρεμό της ευτυχίας

Όσα αφήσαμε στην τύχη, θα μας βρουν
και στο εδώλιο ενοχές θα ξετυλίγουν
«πού ναι οι άνθρωποι που αξίζαν θα μας πουν
και πως ανοίξαμε τις πόρτες για να φύγουν;»

ΟΛΑ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ ΠΕΡΝΑΝΕ

Ποταμάκια που ανατέλλουν
απ τα μάτια που σε θέλουν
μια υπόγεια ξηρασία
της ροής η σημασία

συννεφάκια που σκεπάζουν
τον ορίζοντα και σκιάζουν
την υπαίθρια συναυλία
είναι οι φόβοι σου Σοφία

όλα τώρα ξεκινάνε
όσα πέρασαν γυρνάνε
για μια ακόμη ευκαιρία
πριν την ετυμηγορία

όλα δυο φορές περνάνε
τρεις αυτά που αγαπάμε
της καρδιάς η ουτοπία
είναι όσα φεύγουν πλοία

βέλη ρίχνει η φαντασία
μα οι ασπίδες μας ευθεία
κάστρα υψώνουμε στην τύχη
και στην ευτυχία τείχη

είναι όλα επιλογή μας
και τα ζάρια στην ψυχή μας
των κανόνων τις εξάρες
ντόρτια κάνουν οι ψυχάρες…

Ο ΜΑΝΔΥΑΣ

Στο τούνελ της αλληγορίας
σε αγκαλιάζει ένας μανδύας
από τους μύθους ξεβρασμένος
μιας βελουδένιας λογικής
στα χνώτα μίας νύχτας κρύας
η λάμψη μιας στιχομυθίας
είναι ο καιρός καβουρδισμένος
και ο μανδύας κουρελής

Αντήλιο βάζει ο Αιγέας
και τον τυφλώνει ο χρησμός
«πατέρα, ήμουν ο Θησέας
πριν με τρελάνει ο χρυσός»

Λυμένη η άκρη της πλεξούδας
όσα δε χάρισες, σταθμός
Χριστός, Πατέρα και Ιούδας
είναι ο Μανδύας ο διπλός

Η σόμπα στάζει απόψε μέλι
από του κάρβουνου τα σκέλη
πυγολαμπίδες φτιάχνει η ζέστη
κι ενός μανδύα τη σκιά
της οικογένειας τα μέλη
βράζουν στην χύτρα το κουνέλι
τσουγκρίζουν, λεν, Χριστός Ανέστη
και χάδια αλλάζουν χημικά

Αντήλιο βάζει ο Αιγέας
και τον τυφλώνει ο χρησμός
«πατέρα, ήμουν ο Θησέας
πριν με τρελάνει ο χρυσός»

Λυμένη η άκρη της πλεξούδας
όσα δε χάρισες, σταθμός
Χριστός, Πατέρα και Ιούδας
είναι ο Μανδύας ο διπλός

Ο ΚΥΒΟΣ

Αυτός ο κύβος, τελικά, όπως, αποδείχθει
της ζαχαρίτσας των ψηφιακών ποιητών
μες τον καφέ της μοναξιάς τους δεν ερρίφθη
και δεν γλυκάθηκε η οσμή των χαρμανιών

αυτός ο κύβος, που σε πάει παρακάτω
χωρίς τη δύναμη, του αντίχειρα γλιστρά
μες της ψυχής μας την καιγόμενη τη βάτο
και μένει πάντα ανολοκλήρωτη η τροχιά

αυτός ο κύβος που σταλιά δε λογαριάζει
σε τίνος πλάτη θα σκουριάσουν τα καρφιά
σε χέρια άβουλα, με κωπηλάτη μοιάζει
πού χει δυο χέρια μαραμένα για κουπιά

αυτός ο κύβος, είναι η πρόφαση που κρύβει
ο μελλοθάνατος που ζει στη σιγουριά
ο άγριος Καίσαρας που το τσιγάρο στρίβει
μα το πετάει όταν φτάνει η φωτιά

ΝΑ ΠΕΡΝΟΥΝ ΟΙ ΜΕΡΕΣ

Θα θελα μόνο να περνούν γοργά οι μέρες
για να πειστείς ότι ξεμπέρδεψες με μένα
συγχώρεσέ με αν ήμουν πρόβλημα για σένα
κι αν σε πετύχανε οι αδέσποτές μου σφαίρες

σ ευχαριστώ που μ άφησες να σ αγαπήσω
κι ας μην μου επέστρεψες ποτέ αγάπη πίσω
τώρα δεν πρόκειται ξανά να σ ενοχλήσω
φεύγω προτού, καρδιά μου, σε ταλαιπωρήσω.

θα θελα μόνο να περνούν γοργά τα βράδια
να ξημερώσει δέκα χρόνια από τώρα
σαν μια μαγιάτικη καλοθρεμμένη μπόρα
να χει φυτρώσει φρέσκο δέρμα στα σημάδια

σ ευχαριστώ που μ άφησες να σ αγαπήσω
κι ας μην μου επέστρεψες ποτέ αγάπη πίσω
τώρα δεν πρόκειται ξανά να σ ενοχλήσω
φεύγω προτού, καρδιά μου, σε ταλαιπωρήσω

ΚΑΚΟΤΕΧΝΙΕΣ

Είσαι ο μύθος που δεν κατάφερες να χτίσεις
σκορπισμένος στις συνάφειες και την εξωστρέφεια
η βιοπάλη με τα βαμμένα χείλη στην λιγδιασμένη όχθη του Ασωπού
και το νεροπότηρο με τις στεντόρειες δαχτυλιές των φοβιστών

Είσαι όσα δεν κατάφερες να κρατήσεις γι αργότερα
η βιασύνη σου να απλώσεις ένα ίχνος ανολοκλήρωτο
και να μιλήσεις για όσα δεν έμαθες, με στόμφο διορατικό
αλλά και η φωνή που γευματίζει με μυρμήγκια στο πηγάδι

Είσαι όσα δεν έκρυψες,
γι αυτό και τόσο ευδιάκριτος στην πλήξη
φανερωμένος ολωσδιόλου από άκρη σε άκρη
στη βιτρίνα ενός μεγεθυντικού μαυροπίνακα, που μεταμορφώνει
τις σκιερές αμμούδες των ματιών σε μικρά ξύλινα κουκλόσπιτα, με ασβεστωμένες καμινάδες

Μα, πάνω απ όλα, είσαι η σεπτή κοιλάδα των ελαττωμάτων σου
οι αιχμηρές δυσαρμονίες σου, οι αχώνευτες τροφές και σκέψεις
και οι εσκεμμένες κακοτεχνίες, του αφηρημένου δημιουργού σου,
φύρες θεϊκής ονειροπόλησης
που έμειναν έτσι για χρόνια, εκτεθειμένες
σε μια υδρόγειο αίθουσα αναμνήσεων και επισκευών των κέρινων ψυχών
στα ακάρπιστα χώματα των ανέσπερων κέγχρων.

ΜΥΓΟΣΚΟΤΩΣΤΡΑ

Μας λένε πως ο έρωτας κρατάει ένα μήνα
και σήμερα είναι 29 του μηνός
μετά μετενσαρκώνεται σε τυφλωμένη μύγα
και σε μυγοσκοτώστρα ο υπόλοιπος καιρός

Μα εμείς οι δυο γεράσαμε μαζί σε ένα μήνα
τον έρωτα χορτάσαμε και κάναμε παιδιά
εγγόνια μεγαλώσαμε και κάναμε ταξίδια
χωρίσαμε, απιστήσαμε, πεθάναμε αγκαλιά

Μας λένε πως ο έρωτας κρατάει ένα μήνα
την ίδια σιλουέτα και μετά βάζει κιλά
και λέγεται αγάπη πια αυτή η κολομπίνα
που μοιάζει με υπηρέτρια χωρίς αφεντικά

Μα εμείς οι δυο γεράσαμε μαζί σε ένα μήνα
τον έρωτα χορτάσαμε και κάναμε παιδιά
εγγόνια μεγαλώσαμε και κάναμε ταξίδια
χωρίσαμε, απιστήσαμε, πεθάναμε αγκαλιά

ΜΟΝΑΧΑ ΟΙ ΧΑΡΕΣ

Όσο θα ζουν στα σωθικά μας οι αγάπες
που δεν μας πρόσφεραν στη δύσκολη στιγμή
χέρι βοήθειας απ τις οφθαλμαπάτες
δε θα στεριώνουμε αγάπη αληθινή

Μονάχα οι χαρές μπορούν να μας λυγίσουν
εκεί που αποτύχανε δεκάδες κεραυνοί
οι δύσκολες στιγμές φοβούνται να χτυπήσουν
κάποιον που έχει χίλιες φορές αναστηθεί

Όσο θα ζούμε στη στροφή του παρελθόντος
και θα κοιτάμε μία πίσω μια μπροστά
θα πέφτει επάνω μας η θλίψη του απόντος
με μια σφοδρότητα που κόλαση γεννά

Μονάχα οι χαρές μπορούν να μας λυγίσουν
εκεί που αποτύχανε δεκάδες κεραυνοί
οι δύσκολες στιγμές φοβούνται να χτυπήσουν
κάποιον που έχει χίλιες φορές αναστηθεί

ΜΕΣΑΙΟΙ

Τυχαία φέρνει ο άνεμος τις στάχτες του Βεζούβιου στα πνευμόνια μας
ξεράθηκε η ατμόσφαιρα, τα όνειρα του εφήβου γίναν πόστερ
δανείζονται οι παππούδες μας ξυράφια και αφρούς απ τα εγγόνια μας
σκαλίζουν τα προπύλαια νεκροί που θέλουν ένταξη στο ρόστερ

Στα βάθη των κατοικιών μουγκρίζει το ηφαίστειο της λύπης
κι η λάβα των νεκρών πουλιών σβολιάζει στον ηλιόλουστο χειμώνα
το βλέμμα των εφήβων ναυτικών πέφτει ανέστιο και θύτης
οκτώ γδαρμένα χρόνια, ομαδόν, μοιάζουν ολόκληρος αιώνας

Θα βρούμε και θα βρείτε, μεσαίοι το μπελά σας
τα ίδια μούτρα φτιάξατε με τα αφεντικά σας

Απόδραση απ το στρόγγυλο παρόν με μια στραβή λεπίδα
κοράκιασε το στόμα του απόντα να χαζογελά
χωρούνε εκατομμύρια στου Φουκώ την εκκρεμή νησίδα
αφήνουνε φαλάκρα οι φαλακροί και οι σπανοί μαλλιά

Μοντέρνα ντύνονται παλιοί καιροί με πρόσχαρους στυλίστες
ανοίξανε νεκροί λογαριασμοί, ξεχύθηκαν αράχνες
διασπάστηκε η άγια διαδοχή νοθεύτηκαν οι λίστες
μακάρι να σουν λίγο πιο παχύς κι ένα κοπάδι νά χες


θα βρούμε και θα βρείτε, μεσαίοι το μπελά σας
τα ίδια μούτρα φτιάξατε με τα αφεντικά σας

ΜΕΙΝΕ ΦΑΛΑΚΡΟΣ….

Για τους φίλους μου είμαι πάντα , κλασικός αριστερός
ο πατέρας λέει για μένα: «άλλος ένας δεξιός»
για τα αδέλφια μου είμαι μια αποτυχημένη αποβολή
για τη μάνα μου είμαι ο γιος, που ο πατριός ζηλοφθονεί

Για εσένα είμαι φίλε, ένας σύμβουλος σκληρός
όπως νιώθεις, όμως, γίνε, θα σου δείξει ο καιρός
ασ τις τρίχες να θυμίζουν μια χαμένη εποχή
ξέρεις; Όσοι τις ξυρίζουν νιώθουν ήττα στην ψυχή

Άλλος ένας ή κανένας, Οδυσσέα τελικώς;
του μονόφθαλμου ο ένας, οφθαλμός βλέπει αλλιώς
μείνε φαλακρός, θυμίζει αξιοπρέπεια το «ροξ»
η ζωή, φίλε, αξίζει, μοναχά άουτ οφ δε μποξ (out of the box)

Δε μιλώ ξανά για τρίχες σε οικία φαλακρού
ό,τι είχες μου το είπες, πιάνεις τώρα την «ξυρού»
μου ζητάς να σε προσέχω και να σε επιτηρώ
η ξυριστική σου κόβει τις αξίες σου θαρρώ

Για εσένα είμαι φίλε, ένας σύμβουλος σκληρός
όπως νιώθεις, όμως, γίνε, θα σου δείξει ο καιρός
ασ τις τρίχες να θυμίζουν μια χαμένη εποχή
ξέρεις; Όσοι τις ξυρίζουν νιώθουν ήττα στην ψυχή

Άλλος ένας ή κανένας, Οδυσσέα τελικώς;
του μονόφθαλμου ο ένας, οφθαλμός βλέπει αλλιώς
μείνε φαλακρός, θυμίζει αξιοπρέπεια το «ροξ»
η ζωή, φίλε, αξίζει, μοναχά άουτ οφ δε μποξ (out of the box)

ΜΑΧΑΙΡΙ

Μαχαίρι καρφωμένο στη φλέβα του λαιμού
το έχασα το τρένο του αποχωρισμού
το τελευταίο μαύρο βαγόνι του συρμού
θα τρέξω να προλάβω, σταθμάρχη, του μυαλού

κάποια στιγμή δε θα χει νόημα να με ψάξεις
κάποια στιγμή δε θά χεις χώμα να με θάψεις
κάποια στιγμή δεν θα μπορείς πια να με χάσεις
κάποια στιγμή που θα πεθάνω θα ησυχάσεις

Πάντα προφίλ φωτογραφίζεται ετούτη η εποχή
που προσπαθεί ενοχικά το άλλο μισό της ν αρνηθεί

Μαχαίρι καρφωμένο σε στήλη αλατιού
κορμί παραλυμένο, φτερά κορυδαλλού
το τελευταίο τούνελ περνώ της αντοχής
κι αναπολώ το χάδι μιας νέας προσμονής

Κάποια στιγμή οι αναμνήσεις δεν θα ζουν
κάποια στιγμή όλοι οι δρόμου θα χαθούν
κάποια στιγμή οι απαντήσεις δεν θ αρκούν
κάποια στιγμή θα ουρλιάζεις δίχως θα σ ακούν

Πάντα προφίλ φωτογραφίζεται ετούτη η εποχή
που προσπαθεί ενοχικά το άλλο μισό της ν αρνηθεί

ΜΑΤΙΑ

Ξεχωρίζεις σαν το δάκρυ σε μιαν άνοιξη που ανθεί
κι αν δεν βγάζω απόψε άκρη νιώθω κάτι πιο βαθύ
απ τη λογική, τους λόγους που σε πράξεις μας ωθούν
η παρόρμηση έχει νόμους που με δάκρυα μας μιλούν

Το ένα από τα δύο μάτια λέει πάντα ψέματα
και το άλλο μιαν αλήθεια όλο βία κι αίματα
το ένα μάτι πάντα σφάζει το άλλο ράβει τις πληγές
στου λαβύρινθου το αγιάζι σπίθες βγάζουν οι ματιές


Δεν υπάρχει Δούρειος Ίππος για την Τροία της καρδιάς
είναι αόρατος ο τοίχος που υψώθηκε για μας
δεν υπάρχουν κερδισμένοι σε μια μάχη σαν κι αυτή
ζωντανοί και πεθαμένοι κλαίνε κάθε ανατολή


Το ένα από τα δύο μάτια λέει πάντα ψέματα
και το άλλο μιαν αλήθεια όλο βία κι αίματα
το ένα μάτι πάντα σφάζει το άλλο ράβει τις πληγές
στου λαβύρινθου το αγιάζι σπίθες βγάζουν οι ματιές

ΜΑΝΟΥΒΡΕΣ

Άσε το φεγγάρι να στεγνώσει τον ιδρώτα σου
και τους υδρατμούς σου ν ανασάνω στη δροσιά
ρίξε μία πέτρα στη σκιά του φαροφύλακα
να σε κυνηγήσει πα στου φάρου τα σκαλιά

μύρισε τη νύχτα, είμαι εδώ για σένα αγάπη μου
σάλπισε υποχώρηση στις μνήμες ο νοτιάς
έρωτας στα εξήντα το καλύτερο που μού λαχε
μια πυγολαμπίδα σε αιώνες σκοτεινιάς

ζύγωσε να δούμε πρώτη μας φορά το πέλαγος
δίχως την ευθύνη της αδιάφορης ματιάς
πιάσε ένα αγκίστρι σκουριασμένο με τα χέρια σου
βγάλε το καπίστρι που μας πέρασε ο ντουνιάς

ξέρεις πως γερνάνε τα δελφίνια δίχως έρωτα;
μάθαν ν αγαπάνε τα απόνερα της γης
μίσεψε ο ύπνος, θα ξυπνάω αξημέρωτα
τέτοια ευκαιρία δεν την πέταξε κανείς

τρεις δεκαετίες δεν ψιθύρισα ερωτόλογα
κι άλλες τρεις μανούβρες, σε μια πίστα προσμονής
ήρθε το φιρμάνι του αναμαλλιασμένου Σόλωνα
λίγο πριν ασπρίσουν τα λιβάδια της ψυχής

πιάσε το κουτάλι να πλατύνουμε το τούνελ μας
οι δραπέτες είναι τα κλειδιά της φυλακής
πάντα υπάρχει άκρη σ ένα μίτο που δεν άγγιξες
κι οι δεσμοφυλάκοι είναι οι φόβοι μας θαρρείς.

ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ

Σου βγάζω τα αγκάθια απ τα πήλινα πόδια
ξανθή προσωπίδα του Φρύνου
ο φούρνος κορώνει του ανέμου την πίσσα
χειμώνας στο απέθαντο λιοπύρι
που λιώνει στη βρυσομάνα του έρωτα

Ποτεντίλλα δεμένη στον καρπό της Αιγύπτου
στα στάχυα παλεύουν δυο αγόρια τυφλά
για ένα κεράσι σφιχτό που κρέμεται άγριο
απ το ένα σου φρύδι, σκιά αφρισμένη

Μαζεύεις τα λόγια στα σακιά της φρόνησης
κι αγγίζεις στον ώμο τον ιερέα να ξυπνήσει
τις άδειες λέξεις με κρασί τις γεμίζεις
το λυκαυγές ζητά συγχώρεση, Μαγδαληνή
κι η μέρα ένα φόνο για να ανθίσει

ΛΩΤΟΣ

Γλιστρούν στα σκοτάδια οι ευθείες
κοιτώντας λιβάδια κυρτά
χωρίζεις καρδιές με μπαλτά
και φτιάχνεις στιλπνές εξορίες

Στο φόντο του σκούρου ουρανού
λιμάνι κουρνιάζει για αιώνες
λουλούδι που ανθεί τους χειμώνες
η στάση του σάπιου λωτού

Κορίτσι του λάγνου καιρού
με λάσπη ποτίζεις τα δώρα
γεννήθηκες σε μια ανηφόρα
στα χέρια ενός μάντη τρελού

Παρασκευή 27 Αυγούστου 2010

ΛΑΙΚΟ-ΧΙΠ ΧΟΠ

Πήγα φίλε τις προάλλες
σε μια δισκογραφική
με σταμάτησαν στις σκάλες
δύο θυρωροί μαζί

Με ρωτήσανε τι θέλω
και τους είπα: ακρόαση
με ρωτήσανε αν ξέρω
του αχταρμά επώαση

Αν θα έκανα ποτέ μου
Dance τη «φραγκοσυριανή»
κι αν μιξάρω στον φραπέ μου
λαϊκό και ροκ μαζί

ξάφνου ο ένας απ τους δύο
πενηντάρης φαλακρός
μού πε “γιο μεν” και «αντίο
λείπει ο παραγωγός»

για να μη τα πολυλέω
μ έκοψε ο θυρωρός
ούτε όροφο σου λέω
δεν ανέβηκα ο «λευκός»

μπήκα σ ένα «λαδοκόλι»
και παράγγειλα μεζέ
με φωνάζαν «χασογκόλη»
πριν να πιάσω τα μπαρέ

φτιάξε μου ένα μπιφτέκι
με μερέντα, σος και κρεμ
να χορέψω το «χιπ-χοπ» μου
με ζεϊμπεκικό ρεφρέν

ΚΡΙΣΗ

Το θηρίο, το θηρίο
το πιασε εφίδρωση
κράτος άνοιξ το ταμείο
να του κάνεις πίστωση

οι ζημιές ανήκουν σ όλους
μα τα κέρδη στους λοιπούς
δώστε δάνεια στους «θρόνους»
πάρτε προίκα απ τους λαούς

σου γεμίζω τα ταμεία
και την κρίσιμη στιγμή
πάνω απ όλα η φιλία
προς τον καπιταλιστή

δώς μου μέρισμα αφέντη
από τη ζημία σου
γλέντι που θα κάνω, γλέντι
αύριο στην κηδεία σου….

ΚΕΡΙΝΑ ΦΤΕΡΑ

Όταν θυμώνουν τα παιδιά, στυλώνουν την καρδιά τους
στον κόσμο δύναμη καμιά, δε κλέβει τη μιλιά τους
μα όταν έφτιαξες εσύ, θυμού, στημένη αιτία
κοίταξες, όπως το παιδί, την πάρτη σου κυρία

η νύχτα ήρθε να σου πει πως μέσα μου ξεβάφεις
πόσο σκληρή είναι η σιωπή ήρθε η στιγμή να μάθεις
η νύχτα ήρθε να σου πει πως τέλειωσες για μένα
πήρα επιτέλους τη στροφή, τερμάτισα με σένα

όταν θυμώνουν τα παιδιά το δίκαιο δεν τους φτάνει
θέλουν ακόμα πιο πολλά, απ όσα η χούφτα πιάνει
μα όταν θύμωσα εγώ, κι ας πήρε τόσα χρόνια
γέμισε δρόμους το κενό, και φώτα η στεναχώρια

η νύχτα ήρθε να σου πει, να μη το μετανιώσεις
γιατί δε θά βρεις αντοχή για εκείνο που θα νιώσεις
η νύχτα ήρθε να σου πει να μείνεις στα γνωστά σου
γιατί η αγάπη απειλεί τα κέρινα φτερά σου

ΚΑΜΠΙΑ

Αυτό που η κάμπια ονομάζει τέλος
η παροιμία τό πε πεταλούδα
κι αν βρίσκει στόχο του τυφλού το βέλος
της Βερενίκης φταίει πάντα η πλεξούδα

οι μαύρες τρύπες καταπίνουν μέλλον
και φτύνουνε κουκούτσια αστερισμών
βαθιά στο κύτταρο εξηγείται ο «ανατέλλων»
σαν κυλιόμενο στο άπειρο παρών

παλιά αγαπημένα φολκ τραγούδια
που επιστρέφεται απ του σύμπαντος το αμόκ
στις διασκευές σας κάποιοι κρέμασαν κουδούνια
και στο αίσθημά σας ένα ύποπτο Μπαρόκ

Νους ασθενής εν σώματι ασθενή
νους ποιητής, ενώ σώματι αδρανή
ζούμε θαρρείς, ζωές άλλων, διασκευή
μιας εποχής που από βρέφος νοσταλγεί

ΗΤΤΑ

Προτιμώ της ήττας τα σιγόντα
απ τη νίκη πού ήρθε από σπόντα
ματώσανε τα χέρια μου στο γόρδιο δεσμό
έχω σπαθί, Αλέξανδρε, μα και εγωισμό

Μ όσους πολιορκήθηκαν θα ήθελα να ζω
στους δέκα που πολέμησαν μ ολόκληρο στρατό
κι ας ήταν από απέναντι Έλληνες, μια αρμάδα
στην Τροία θα πολέμαγα ενάντια στην Ελλάδα

Προτιμώ την ήττα την αιώνια
απ τη νίκη πού σβησαν τα χρόνια
κανένας δούρειος ίππος δε με συγκινεί
έχω φωτιά, Οδυσσέα, κανείς δε θα τη δει

Μ όσους πολιορκήθηκαν θα ήθελα να ζω
στους δέκα που πολέμησαν μ ολόκληρο στρατό
κι ας ήταν από απέναντι Έλληνες, μια αρμάδα
στην Τροία θα πολέμαγα ενάντια στην Ελλάδα

ΖΕΛΑΤΙΝΑ

Πόσα έμαθα να λέω με σιωπή
πόσα έκρυψα βαθιά στη φλυαρία
είναι οι λέξεις που δεν είπαμε βροχή
κι όσα λέμε αβίαστα είναι ξηρασία

η ζωή φέρνει αγγέλους να ξεχνούν
και στις άκρες των φραγμάτων να ρεμβάζουν
τα αλφαβητάρια αντίσταση γεννούν
τα αριθμητήρια επαναστάσεις φράζουν

είναι οι σκέψεις μια βιτρίνα που κρατά
τα εμπορεύματά της μες στη ζελατίνα
μα η σιωπή είναι των λέξεων η μαγιά
που διαστέλλει της ουσίας τον πυρήνα

βλέπω ανθρώπους να μιλάνε μοναχοί
σα να βρήκαν κάποιον να τους καταλάβει
και τους απαντούν οι άλλοι τους εαυτοί
οι εκ του μη έχοντος, έχοντας λάβει

όλοι ψάχνουν μια ευκαιρία να σβηστούν
απ τις γνώμες των ανθρώπων για εκείνους
σε μια διάσταση ενδιάμεση να βρουν
τα πρωτότυπα που γέννησαν τους μίμους

ΕΣΒΗΣΕ ΤΟ ΣΗΜΑ ΣΟΥ

Στείλε δυο εισαγγελείς
να συλλάβουν τη σιωπή μου
πουθενά δε θα με δεις
δε θ ακούσεις τη φωνή μου

ήθελες να σε μισήσω
με την παντομίμα σου
το πολύ ν αδιαφορήσω
έσβησε το σήμα σου

Μου κατέστρεψες σχεδόν
τη μισή μου τη ζωή
όσες μέρες δηλαδή
δεν περάσαμε μαζί.
Μου κατέστρεψες το πριν
από σένα το μετά
κι όσα ζήσαμε μαζί
τα κατέστρεψες κι αυτά

στείλε περιπολικά
να συλλάβουν το ενδιαφέρον
είσαι ευαίσθητη μπροστά
στο στενό σου το συμφέρον

ήθελες να σε μισήσω
με την παντομίμα σου
το πολύ ν αδιαφορήσω
έσβησε το σήμα σου

στείλε δυο εφοριακούς
στης καρδιάς μας τα βιβλία
κλείνω ισολογισμούς
με απόλυτη ζημία

ήθελες να σε μισήσω
με την παντομίμα σου
το πολύ ν αδιαφορήσω
έσβησε το σήμα σου

ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΗ

Είχα χρόνια να σε δω, ν ακούσω για εσένα
και ζητούσε το μυαλό, να ψάξω να σε βρω
ταξιδεύει η καρδιά συχνά στα περασμένα
μα είναι λάθος το ταξίδι το αληθινό

Ήσουν όσα λάτρευα, και τώρα όσα με πνίγουν
ήσουν όσα ήθελα και τώρα όσα μισώ
της Πανδώρας το κουτί οι ξύπνιοι δεν ανοίγουν
την ανάμνηση αφήνουν στον ύπνο το γλυκό

Η απογοήτευσή μου, που σε ξαναείδα
σου ορκίζομαι, ψυχή μου, μοιάζει με ελπίδα
τι καλά να σ είχα αφήσει, όπως σε θυμόμουν
μήτε να είχα ξυπνήσει, τι καλά κοιμόμουν

Έχει φύγει, η χαρά κι η αγάπη μου για σένα
κι έχει μείνει μια ντροπή σαν γέροντας σοφή
τόσο επιφανειακή μες στο βαθύ σου βλέμμα
τόσο όμορφα ρηχή

Σε φαντάζομαι να λύνεις τεστ στο διαδίκτυο
τι είδος φρούτου θά σουν αν…και ποια ηθοποιός
βάλε τείχη μη σε βρουν στο νέο σου το δίκτυο
τόσο επιφανειακή, πως σ άλλαξε ο καιρός!

Η απογοήτευσή μου, που σε ξαναείδα
σου ορκίζομαι, ψυχή μου, μοιάζει με ελπίδα
τι καλά να σ είχα αφήσει, όπως σε θυμόμουν
μήτε να είχα ξυπνήσει, τι καλά κοιμόμουν

ΕΠΙΛΟΧΕΙΑ ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ

Χθες ονειρεύτηκα ξανά
την πρώτη μέρα του θανάτου μου
σε μια θλιμμένη αγκαλιά
μελαγχολία επιλόχεια
της μάνας μου η σκοτεινιά
μέσα απ τον λώρο τον ομφάλιο
έγινε βάρκα με πανιά
για τα ταξίδια μου τα υπόγεια

ζωή είναι ο θάνατος που περισσεύει
από άκρες που ο καιρός δεν στρογγυλεύει
είναι του άγριου ξυλουργού το ροκανίδι
ζωή είναι ο θάνατος που αφήνει ένα ταξίδι


διπλές σκοπιές, μαίες γιατροί
μ άγγιξε η ζωή στον ύπνο μου
φανταστικοί βομβαρδισμοί
τα παλαμάκια του πατέρα μου
το οξυγόνο είναι πληγή
που μας σκουριάζει σαν τα σίδερα
του χρονομέτρη η αρχή
του δρόμου που μετρά αντίστροφα

ζωή είναι ο θάνατος που περισσεύει
από άκρες που ο καιρός δεν στρογγυλεύει
είναι του άγριου ξυλουργού το ροκανίδι
ζωή είναι ο θάνατος που αφήνει ένα ταξίδι

Μοιάζει πολύ ο ουρανός
με τη μικρή θερμοκοιτίδα μου
μπήκε στις ράγες ο συρμός
καλό κουρδίσαν την πυξίδα μου
και ψάχνω να προσδιοριστώ
με παραδοσιακές ταυτότητες
και σκοπιμότητες ρετρό
όλο σκουριά κι αβεβαιότητες

ζωή είναι ο θάνατος που περισσεύει
από άκρες που ο καιρός δεν στρογγυλεύει
είναι του άγριου ξυλουργού το ροκανίδι
ζωή είναι ο θάνατος που αφήνει ένα ταξίδι

ΔΙΛΗΜΜΑΤΑ

Άμα δεν έχεις του προβλήματος αγχόνη
λύνεις σταυρόλεξα επάνω στο τιμόνι
άμα δεν έχεις του προβλήματος τα όρια
πάντα στενά σου φαίνονται τα περιθώρια

μη βάζετε διλήμματα σ ανθρώπους της δουλειάς
σαν λείπουν τα προβλήματα γεννιέται ο χαβάς

Άμα δεν έχεις του προβλήματος λεπίδα
δεν έχει νόημα να ψάχνεις για ελπίδα
άμα δεν έχεις του προβλήματος το δίχτυ
μοιάζει απόγευμα το κάθε σου ξενύχτι

μη βάζετε διλήμματα σ ανθρώπους της δουλειάς
σαν λείπουν τα προβλήματα γεννιέται ο χαβάς

ΓΙΑΤΡΕΥΤΗΚΑ

Όταν γεννιέσαι, πες μου που πας
κι όταν πεθαίνεις από πού έρχεσαι;
ποιος σε στοχεύει σαν κυνηγάς
τι παραδίδεις σαν αντιστέκεσαι;

γιατρεύτηκα, τα παιδικά μου χρόνια ερωτεύθηκα
και στις πληγές τους ρίχνω αγάπη και κλαδιά
γιατρεύτηκα, τα παιδικά μου χρόνια αποδέχτηκα
και τα υψώνω στα κατάρτια μου πανιά

όταν γεννιέσαι τέφρα σκορπάς
κι όταν πεθαίνεις στο φως φασκιώνεσαι
χωρά η μνήμη σου όσα ξεχνάς
και το ταξίδι σου όσα φορτώνεσαι

γιατρεύτηκα, τα παιδικά μου χρόνια ερωτεύτηκα
και στις πληγές τους ρίχνω αγάπη και κλαδιά
γιατρεύτηκα, τα παιδικά μου χρόνια αποδέχτηκα
και τα υψώνω στα κατάρτια μου πανιά

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Πόσο πιο καλά θα ήμουν αν δεν βελτιωνόμουνα
όσα έρθουν κι όσα μείνουν αν αποδεχόμουνα
αν στο βιογραφικό μου έγραφα τις ήττες μου
κι αν σε φίλους ξιπαζόμουν για τις άδειες νύχτες μου

Πόσο θα θελα ψυχή μου να μην ήμουνα εγώ
οι ζωές μας πάντα κρύβουν έναν πένθιμο εαυτό
που κρυφά τον συναντάμε σ όσα απεχθανόμαστε
και επάνω του ξεσπάμε για να ξεγελιόμαστε

Πόσο πιο καλά θα ήμουν αν ξυπνούσα ανόρεκτα
κι όσα όνειρα με πνίγουν αν κρατούσα αφόρετα
αν δεν είχα ούτε στόχους ούτε καν προορισμό
πόσο πιο καλά θα ήμουν σ έναν ρου με γυρισμό

Πόσο θα θελα ψυχή μου να μην ήμουνα εγώ
οι ζωές μας πάντα κρύβουν έναν πένθιμο εαυτό
που κρυφά τον συναντάμε σ όσα απεχθανόμαστε
και επάνω του ξεσπάμε για να ξεγελιόμαστε

ΑΥΤΟΧΕΙΡΕΣ

Να μακιγιάρουν τη νεκρή, ήρθαν οι δυο κυράδες
το φέρετρο αφθόνησαν μ ανθούς ασθματικούς
αντί κεριά ανάψανε πασχαλινές λαμπάδες
και το δωμάτιο γέμισε αυτόχθονες νεκρούς

ένα παιδί λευτέρωσε από τα σωθικά της
που κάποτε απέτυχε μια σάρκα να ενδυθεί
το φάντασμά του, έψαξε τα στήθη τα νεκρά της
και βύζαξε τη στάλα που του φύλαξε η νεκρή

μάνα και γιος ενώθηκαν στης μνήμης τη μεμβράνη
της έμαθε πως είναι η ζωή χωρίς κορμί
να περπατά, να σκέφτεται, να ζει με όσα χάνει
μισούνε κάθε ανάσταση οι αυτόχειρες πολύ

ΑΡΣΕΝΙΚΟ-ΘΗΛΥΚΗ

Μη με μπερδεύεις με κλισέ
δεν έχει άλλο βερεσέ
με στερεότυπα δεν πιάνεις το σφυγμό μου
αν θες βοήθεια και χαρά
να βγάλεις του έρωτα φτερά
δώσε μου πίσω πάλι τον εγωισμό μου

Μού κλεψες τον άντρα πού χα μέσα μου
αρσενικοθήλυκη κοντέσα μου
δώσε μου χώρο να τον φέρω στα ρηχά
πριν τον πνίξεις στη σκληρή σου ερημιά

Ένα παιδί βαθιά μου κλαίει
και η μανούλα του του λέει
πως είναι μάταιο κι αργά να μεγαλώσει
η εποχή το κυνηγά
κι από τα πόδια το τραβά
για να μπορέσει τις γωνίτσες του να ισιώσει

Μού κλεψες το παντελόνι που φορώ
και τώρα μ ένα εμπριμέ κυκλοφορώ
γίνε πιο γυναίκα από τον άνδρα που φοράς
μόλις βάζεις το ταγιέρ σου κι όταν οδηγάς

ΑΠΟΣΙΩΠΗΜΕΝΗ ΚΑΤΟΧΗ

Υπάρχουν πάντα δύο τύποι αδικιών
που κάνουμε εμείς και των αλλονών
υπάρχουν πάντα δύο τύποι κατοχής
δικαιολογημένης και μη υποφερτής

Δεξιόστροφοι, αριστεροί
το Θιβέτ ζητάει συνδρομή
το ιερό του Λάμα αιμορραγεί
αποσιωπημένη κατοχή

Υπάρχουν πάντα δύο τύποι ενοχών
των εφήμερων και των παντοτινών
βαθιά μου αναγνωρίζω τον εχθρό
σαν παίρνω εξουσία και ομονοώ

Δεξιόστροφοι, αριστεροί
το Θιβέτ ζητάει συνδρομή
το ιερό του Λάμα αιμορραγεί
αποσιωπημένη κατοχή

ΑΝΗΣΥΧΕΙΣ

Ανησυχείς πως θα το πεις
σε συγγενείς και σε γονείς
που επενδύσανε σε χάρτινη ευτυχία
θέλει η ζωή να σαι ευθύς
και η στιγμή ειλικρινής
γιατί η αλήθεια είναι πόρνη και κυρία

τώρα στη γύρα και εσύ
τώρα στη γύρα και εγώ
για ό,τι δεν βρήκαμε ο ένας μες στον άλλο
εγώ ζητούσα ανατολή
κι εσύ ζητούσες δειλινό
μα σ ένα απόγευμα κολλήσαμε μεγάλο

ανησυχείς πως θα το πεις
με ποια σειρά θα εκφραστείς
σ όσους μας είχανε σαν δείγμα που κρατάει
είναι ο έρωτας μπεκρής
που όταν ξυπνήσει και του πεις
πως ήταν χθες ερωτευμένος σε βαράει

τώρα στη γύρα και εσύ
τώρα στη γύρα και εγώ
για ό,τι δεν βρήκαμε ο ένας μες στον άλλο
εγώ ζητούσα ανατολή
κι εσύ ζητούσες δειλινό
μα σ ένα απόγευμα κολλήσαμε μεγάλο

ΑΝΔΑΛΟΥΣΙΑΝΗ ΖΩΗ

Έδυσε ο ήλιος στη βροχή και το σκυλί ημερεύει
αφέντες το έδεσαν πολλοί μα ένας το κουρεύει
δίπλα στο άλσος περπατά και ψάχνει τη σκλαβιά του
με τα άλλα αδέσποτα μετρά τα αόρατα λουριά του

Ανδαλουσιανή ζωή χωρίς ρυθμό και κέντρο
μια γλώσσα που αιμορραγεί, του Μπουνιουέλ κρεσέντο
το φως βυθίζει τις ψυχές σ ένα αλμυρό σκοτάδι
και ανασταίνει τις μορφές στου βλέμματος το ασπράδι

Ο σκύλος ψάχνει στην τροφή μια γεύση που λιγώνει
την πεμπτουσία του να βρει στο ρόδι που παγώνει
σκύλε του σουρεαλισμού ανθρώπινα γαβγίζεις
το πουθενά και το παντού με μια κλωστή χωρίζεις

ΑΝΑΜΕΣΑ ΑΠ ΤΙΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΣΟΥ

Κάνε μία στάση, φίλε, ανάμεσα απ τις σκέψεις σου
ξάπλωσε στον άδειο δρόμο, πριν να φτάσουνε τροχήλατες οι λέξεις
κάνε μια στάση, φίλε, ανάμεσα απ τα μάτια σου
από το νου τη φλυαρία κόπασε αν θέλεις να πεζέψεις

Αφιππεύεις το άλογο, που χρόνια τώρα είναι αφηνιασμένο
κι η σκιά του, απομεσήμερο, με πέταλο στα μάτια σε κλωτσά
κι ένα φως παράλογο, γκρίζο κι αποκαμωμένο
φτιάχνει φυλακή από σκέψεις που αυτούσιες στενεύουν τα κελιά

Ψάξε μια πατρίδα φίλε, ανάμεσα απ τις σκέψεις σου
κράτα στην πολιορκία του πολιορκητικού κριού
είναι βέλη από τόξα, είναι οι ορέξεις σου
είναι η δυτική σου σκέψη, που φοβάται τις αξίες του κενού

Κάνε μία στάση φίλε, ανάμεσα απ τις σκέψεις σου
στήσε μια σκηνή και μείνε ένα βράδυ στου ιχνηλάτη την κορφή
βρέχει, ο χείμαρρος φουσκώνει, απειλεί την τέρψη σου
να φοβάσαι την γαλήνη έχεις τόσα χρόνια εκπαιδευτεί

ΑΜΑΘΕΙΑ

Κόλλησαν τα δάχτυλά μου
σε μια Λα μινόρε σχέση
ψάχνει φούγκα η καρδιά μου
μα η αμάθεια μ έχει δέσει

αρμονία μες στη θλίψη
με μπαρέ δυσαρμονίας
στο ωδείο μού χε λείψει
η οσμή δημιουργίας

τώρα όσο κι αν πασχίζω
δάχτυλά μου βολεμένα
το πεντάγραμμο γεμίζω
με καρτούν αφηρημένα

μη μου στέλνεις θέε μου νότες
γιατί πάνε όλες χαμένες
αν μπορείς δείξε μου πόρτες
μισοπαραβιασμένες

ΑΚΑΔΗΜΙΑ

Τον 6ο αιώνα λέει ο Ιουστινιανός
του Πλάτωνα να κλείσει η «Ακαδημία»
ο ‘Έλλην γίνεται συναισθηματικός
κι η λογική, του Σατανά, η Πυθία

Αυτός ο κόσμος που πατάμε είναι διττός
κι ανήκει στου διαβόλου τα πεδία
να σώσεις την ψυχή σου είναι ο σκοπός
να δείξεις πως αξίζεις τη θυσία

Λατρεύεται το πλην βαθαίνει ο διχασμός
πολώνεται το σύμπαν στην πλατεία
χλωμό κερί που τρέμει ο μηδενισμός
σκιά ερριμένη η ολιγαρχία

Και τώρα βγάλε άκρη φίλε μου Ρωμιέ
που ξέχασες να σκέφτεσαι, μα νιώθεις
φωτιές, δόγμα παράγεις, μίμους, χαβαλέ
και φορτωμένες με θυμό απόψεις

ζητάς επαναστάσεις δίχως να αλλαχτείς
το μέσα σου να κάνεις ουτοπία
τους γύρω σου αλλάζεις πριν να κοιταχτείς
στο τζάμι που το λένε ιστορία

κι αν ψάχνεις λύση στα προβλήματα να βρεις
στου Ιουστινιανού τη λιτανεία
καλά Χριστούγεννα να πεις και να διαβείς
της φυλακής σου την «Ακαδημία»

ΑΙΩΝΙΑ ΠΑΥΣΗ

Θέλω να σε δω ξανά με το μπλε φουστάνι
το ταγέρ σου σε πλανά, το μπλουτζίν δεν φτάνει
να σαστίζει ο άνεμος τα λυτά μαλλιά σου
θέλω να σε δω ξανά, στα πολύχρωμά σου

Έλα να μιμηθούμε πως αγαπούσαν οι παλιοί
έλα να κοιταχτούμε σα να ταν άλλη εποχή
έλα ν αγαπηθούμε χωρίς να ξέρουμε πολλά
έλα να γνωριστούμε προτού μας πνίξει η δουλειά


Θέλω να σε δω ξανά έξω από γρανάζια
κι ούτε υποτιμητικά να θεωρείς τα νάζια
θέλω να σε δω ξανά λίγο ζαλισμένη
ανεξάρτητη αλλά και γλυκά ηττημένη

Θέλω να σε δω ξανά με ρωγμές στα μάτια
να βουτάς και να ρουφά το κορμί τα αλάτια
να γελάς σαν άνοιξη μ όλα της τα δάση
θέλω να σε δω ξανά σε μια αιώνια παύση

Έλα να μιμηθούμε πως αγαπούσαν οι παλιοί
ένα να κοιταχτούμε σα να ταν άλλη εποχή
έλα ν αγαπηθούμε χωρίς να ξέρουμε πολλά
έλα να γνωριστούμε προτού μας πνίξει η δουλειά

ΑΘΩΟΤΗΤΑ

Ο χτύπος που έχασε η ζωή σου έγινε ηλιοβασίλεμα
που δεν αντέχει η ψυχή σου να αντικρίζει ήρεμα
η στάλα που έσταξε η λαμπάδα στο χέρι σου μαγιάτικα
είναι του χρόνου η χαραμάδα που υφαίνει αποκριάτικα

Να αγαπάμε τα παιδιά, και όταν γίνονται μεγάλοι
η αθωότητα γερνά, όταν δεν βλέπει αγάπη άλλη!!!!

Η νότα που έχασε η φωνή σου έγινε αστροφάναρο
που ρίχνει φως στην εκδρομή σου και λήθαργο στο θάλαμο
το δάκρυ που χασες μια νύχτα, υμένας ανοιξιάτικος
της παρθενίας σου τα φύκια, σελέμης αυγουστιάτικος

Να αγαπάμε τα παιδιά, και όταν γίνονται μεγάλοι
η αθωότητα γερνά, όταν δεν βλέπει αγάπη άλλη!!!!

ΑΓΚΑΛΙΑΣΜΕΝΟΙ

Δύο που πάσχουν από στρες και αϋπνίες
κοιμούνται μόνο σ αγκαλιές μ ανησυχίες
άντρας, γυναίκα, στης ξαγρύπνιας τους το λίκνο
αγκαλιασμένοι μοναχά βρίσκουν τον ύπνο

Εφημερία έχει σήμερα η καρδιά μου
διανυκτερεύουνε τα αδιέξοδά μου
σκαρώνω φάρμακα που κάνουν να ξεχνάμε
του κόσμου τα άδικα και όσα μας λυγάνε

Δύο που πάσχουν από ανίατο ξενύχτι
μπαλώνουν μ άστρα της βαρκάδας τους το δίχτυ
δεν έχουν ύπνο γιατί ζουν υπνωτισμένοι
σε μια ζωή που η «Αλίκη εδώ δε μένει»

Εφημερία έχει σήμερα η καρδιά μου
διανυκτερεύουνε τα αδιέξοδά μου
σκαρώνω φάρμακα που κάνουν να ξεχνάμε
του κόσμου τα άδικα και όσα μας λυγάνε

ΧΑΡΑΚΙΡΙ

Έχεις μια κρυφή ζωή
που όταν αποκαλυφθεί
θα κάνει η αληθινή σου, χαρακίρι
έχεις μια κρυφή ζωή
που όταν τους φανερωθεί
θα πνίξει την «υπολήψή» σου σε ποτήρι

έχεις μια κρυφή ζωή
που τη χρωστούσες στο παιδί
που κάνει πάντα του μπαμπά του το χατίρι
έχεις μια κρυφή ζωή
γεμάτη από ηδονή
φτιάχνεις από έρωτα κρασί, στο πατητήρι

έχεις μια κρυφή ζωή
γιατί δε φτάνει η αληθινή
δε φθάνει το ποτήρι σου σε άσπρο πάτο
έχεις μια κρυφή ζωή
ποτέ δεν ντράπηκες γι αυτή
γυναίκες, έρωτας, μεθύσια, πάνω κάτω

Πέμπτη 26 Αυγούστου 2010

Μια Ελληνίδα όλα τα μπορεί!


Όταν φεύγαμε από το πάρτι γενεθλίων της, ακόμα δεν είχαμε καταλάβει τα πόσα έκλεινε! Αργότερα πληροφορηθήκαμε από μία άσπονδη φίλη της ότι έκλεινε τα 40 και έμπαινε στα 38!
Μάθαμε μάλιστα ότι πρόσφατα κατέθεσε και μία αίτηση για μία θέση εργασίας στον ιδιωτικό τομέα. Εκεί, όταν της ζητήθηκε στο αντίστοιχο πεδίο να προϊδεάσει κάπως την εργοδοσία για την ηλικία της αρκέστηκε να γράψει ένα σκέτο: μ. Χ (μετά Χριστόν).

Κούβα: Το μαρτύριο της σταγόνας


Από τα πιο ενδιαφέροντα πράγματα που μπορεί κανείς να διαβάσει αυτή την περίοδο στο διαδίκτυο αποτελούν οι αγχωμένες ανταποκρίσεις των Κουβανών blogger που διάκεινται αρνητικά προς το καθεστώς των αδελφών Κάστρο. Φωνές που αρνούνται να συμβιβαστούν με την μοιρολατρία των ημερών και που μας υπενθυμίζουν ότι κάπου στον κόσμο υπάρχουν πάντα άνθρωποι που βιώνουν πιο δραματικά προβλήματα από τα δικά μας. Άνθρωποι που δύσκολα εξασφαλίζουν τα προς το ζην, που εξαναγκάζονται να υποταχθούν στους κανόνες ενός βάναυσου πολιτικού παιχνιδιού και που θεωρούν ακόμα την ελευθερία στην έκφραση και την επιλογή ως ανεκτίμητες, βελούδινες αξίες, μη αυτονόητες. Σε μια χώρα, στην οποία πολίτες μαλθακοί, σχεδόν υπνωτισμένοι μέσα στην πολύχρονη ιδεολογική ραστώνη, ανεξέγερτοι που πληρώνουν τα φοβικά σύνδρομα των ηγετών τους, που αρνούνται ελέω αυτών να τους αναγνωρίζουν κάποιες ελευθερίες, από αυτές που καταπιεσμένες εξήψαν κάποτε τη φαντασία των πολιτών του ανατολικού μπλογκ, ώστε να αποτελέσουν τελικά τον Δούρειο Ίππο που οδήγησε στην τελική κατάρρευση, κοιτάζουν τον δοκιμαζόμενο υπόλοιπο κόσμο μέσα από το κάδρο της ιστορίας..

Η αδυναμία μαζικής πρόσβασης στο διαδίκτυο αποτελεί για τους Κουβανούς ένα έξτρα πρόβλημα και έναν σαφή περιορισμό των επιλογών τους.
Μάλιστα, η ευκολία με την οποία ο δυτικός κόσμος περιηγείται στον κυβερνοχώρο, μοιάζει ουτοπική για τα ανεξάρτητα πνεύματα της νήσου.
Εκεί, όπου η μία ώρα πρόσβασης στο δίκτυο κοστίζει σχεδόν όσο το ένα τρίτο περίπου του μέσου μηνιαίου μισθού και όπου οι τοίχοι των απαγορεύσεων υψώνονται μεγαλοπρεπείς ο ένας μετά τον άλλο μπροστά από τα ενοχλητικά blogs, οι ανεξάρτητες φωνές σκαρώνουν διαρκώς καινούργια τεχνάσματα για να ακουστούν χωρίς να υποκύψουν στα «φιλτραρίσματα» της εξουσίας.

Το παράδοξο στην χώρα της ιστορικής επανάστασης είναι πως όλοι γνωρίζουν ότι πλησιάζει η ημέρα που θα πνεύσει αέρας αλλαγής στα πνευμόνια της, ενώ την ίδια ώρα όλα έχουν βυθιστεί σε μια δυσοίωνη ακινησία.

Παρόλα αυτά, σε μια πρόχειρη επισκόπηση της κατάστασης δεν διακρίνει κανείς σε μαζικό επίπεδο την χαρά της προσμονής του καινούργιου. Καθώς υπάρχει δικαιολογημένα ο φόβος του αγνώστου, και της υπερβολής του καπιταλισμού που δεν ξέρει να ενσωματώνει τα κοινωνικά επιτεύγματα δεκαετιών μιας κοινωνίας με βουλωμένους πόρους, οι Κουβανοί γνωρίζουν πως κι η επόμενη ημέρα θα είναι εξίσου δύσκολη.

Αυτό το εθνικό συναίσθημα προκύπτει κυρίως από τη συνειδητοποίηση της ροής των πραγμάτων που θα οδηγήσει στην προκλητική παράδοσης της εξουσίας, στα ίδια πρόσωπα απαλλαγμένα αυτή τη φορά από κάθε είδους ιδεολογικών συμβάσεων. Με λίγα λόγια, γνωρίζουν πως οι ηγεσίες τους θα φορέσουν το μέσα έξω για να ανταποκριθούν στις προκλήσεις της σύγχρονης εποχής, ενώ οι ίδιοι θα παραμείνουν στα ίδια πάνω κάτω επίπεδα φτώχιας και δυσανεξίας.

Άλλωστε, οι κουβανοί γνωρίζουν πολύ καλά- από το παράδειγμα της Σοβιετικής Ένωσης- ότι δεν πρέπει να τρέφουν ψευδαισθήσεις, σχετικά με το αν τελικά πρώην υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι θα βαφτιστούν από τη μια μέρα στην άλλη, επιχειρηματίες, μεγιστάνες, ολιγάρχες, ή όπως αλλιώς θέλει κανείς να τους λέει, ανοίγοντας την αυλαία της νέας εποχής.

Αρχικά, θα τους πουλήσουν μια επίφαση ελευθερίας σε πολύ συμφέρουσες τιμές και κατόπιν θα τους βάλουν να δουλεύουνε γι εκείνους και τα προσωπικά τους συμφέροντα αυτή τη φορά, αντί για τα υποτιθέμενα εθνικά. Θα τους δώσουνε γρήγορη και εύκολη πρόσβαση στο ίντερνετ, διάφορες ελευθερίες και ατομικά οράματα, από αυτά που κολακεύουν τους λαούς, ώσπου να προστεθεί στη συλλογική εμπειρία ένα ξεκάθαρο συγκριτικό πρόπλασμα των δύο περιόδων. Μια νέα πατρίδα που θα επιτρέπει στις τάσεις να ξιφουλκούν για το ποια περίοδος της ιστορίας του νησιού φρόντιζε περισσότερο για την ζωή του καθημερινού ανθρώπου. Τότε είναι που θα συνειδητοποιήσουν πως είτε αυτά λέγονται κέρδη, είτε επαναστατικά οράματα, πάντα κάτι βρίσκεται πάνω από τους ανθρώπους, για να τους καταδυναστεύει και να τους εξωθεί στην εργασία υπέρ μια ολογαρχίας. Καπιταλιστικής ή σοσιαλιστικής.